Αλβανία είναι η συνέχεια της Ηπείρου, Σλαβομακεδονική Δημοκρατία η συνέχεια της Μακεδονίας, Βουλγαρία η συνέχεια της Θράκης… Είναι η ιστορική Ήπειρος, η ιστορική Μακεδονία, η ιστορική Θράκη• κοιτίδες λαών που ονομάστηκαν Θράκες, Μακεδόνες, Ιλλυριοί, και αργότερα Σλάβοι, ελληνόφωνοι βάρβαροι και αλλόγλωσσοι αργά εξελληνισμένοι, υποταγμένοι διαδοχικά από τον Αλέξανδρο, από τους Ρωμαίους, από τους Βυζαντινούς, από τους Οθωμανούς, και ύστερα έρμαια στον καιρό των εθνών-κρατών, βασίλεια τρεμάμενα στο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων, μεταξύ των συμπληγάδων τού Ναζισμού και του Σοβιετισμού, αθύρματα πλέον τής Ατλαντικής γεωπολιτικής, φύλλα στον άνεμο της ιστορίας που πασχίζουν απεγνωσμένα να στερεώσουν κάτι σαν αυτό που λέμε «ταυτότητα». Βαλκάνια, ή το σαρδόνιο γέλιο τής ιστορίας…
Βουθρωτός σημαίνει τραυματισμένος ταύρος. Μισή ώρα από τους Αγίους Σαράντα, και λίγο έξω από την (άσχημη) λουτρόπολη Εξαμίλι, μια τούφα 82 τετραγωνικών χιλιομέτρων χωρίζεται από το κανάλι ενός ποταμού που εκρέει στην Αδριατική, στα στενά της Κέρκυρας. Στη μία όχθη είναι ένα κάστρο τού Αλή Πασά• η άλλη κρύβει έναν συμπυκνωμένο μικρόκοσμο τής ιστορίας τής Μεσογείου, όπου έχουν αποθέσει τα ίχνη τους όλοι οι λαοί και οι αυτοκρατορίες που κατέλαβαν την περιοχή. Οι Έλληνες έλεγαν πως ιδρύθηκε από κατοίκους της Τροίας που έφτασαν στον τόπο μετά την άλωσή της. Ο Έλενος, ο γιος τού Πριάμου, θυσίασε έναν ταύρο ο οποίος σύρθηκε τραυματισμένος μέχρις εδώ, κι επειδή αυτό θεωρήθηκε καλός οιωνός, έδωσαν τ’ όνομά του στην τοποθεσία. Στην Αινειάδα του ο Βιργίλιος μνημονεύει το πέρασμα τού Αινεία από τον Βουθρωτό καθ’ οδόν προς την Ιταλία. Στην Ακρόπολη βρίσκουμε ίχνη ζωής που χρονολογούνται από τον όγδοο π.Χ. αιώνα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πρωτοκορινθιακή κεραμική τού εβδόμου αιώνα π.Χ. και ύστερα κορινθιακή και αττική κεραμική τού έκτου αιώνα. Ο πρώτος σημαντικός οικισμός ανάγεται στον έκτο αιώνα π.Χ., προστατευόμενος από ισχυρά τείχη, όταν δημιουργήθηκε ένα φημισμένο ιερό αφιερωμένο στον Ασκληπιό. Το ελληνικό ημερολόγιο του Βουθρωτού είναι ο αρχαιότερος γνωστός υπολογιστής (ο λεγόμενος Μηχανισμός των Αντικυθήρων). Ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Αύγουστος ίδρυσαν εδώ μια σημαντική αποικία που γνώρισε ημέρες ακμής: χτίστηκε το θέατρο που βλέπουμε ακόμα σήμερα και η πόλη προεκτάθηκε στην απέναντι όχθη τού καναλιού μέσω μιας γέφυρας κι ενός υδραγωγείου. Ανάμεσα στον πέμπτο και τον έκτο αιώνα θα έρθει το χριστιανικό κύμα και ο Βουθρωτός γίνεται έδρα επισκοπής: το βαπτιστήριο με τα εξαιρετικά μωσαϊκά και η Μεγάλη Βασιλική χρονολογούνται από αυτή την περίοδο. Το έτος 1081 ο κόλπος τού Βουθρωτού έγινε θέατρο μαχών ανάμεσα στον νορμανδικό και τον βυζαντινό στόλο. Το 1386 αγοράστηκε από τους Ενετούς και για 400 χρόνια παρέμεινε προφυλακή τής ενετικής Κέρκυρας. Τον δέκατο όγδοο αιώνα ήταν πια ένα μικρό οθωμανικό χωριό ψαράδων γύρω από ένα κάστρο. Στις αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα, ξένοι διπλωμάτες και διάσημοι επισκέπτες, όπως ο λόρδος Βύρων, ξεναγήθηκαν στο μέρος ως φίλοι τού Αλή Πασά. Τα κλασικά του ερείπια ανάμεσα στα βουνά και τους βάλτους είλκυσαν την προσοχή ευρωπαίων ζωγράφων όπως ο Έντουαρντ Λίρι, που βρέθηκε εδώ το έτος 1857. Το 1928, μια ιταλική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Λουίτζι Μαρία Ουνγκολίνι ήρθε στο Βουθρωτό, σταλμένη από τον Μουσολίνι, ν’ αρχίσει τις σύγχρονες αρχαιολογικές ανασκαφές.
Από τον Κόλπο του Αμβρακικού μέχρι ψηλά τη Δαλματία, η ίδια ιστορία: ελληνικές αποικίες της Κέρκυρας, που ήταν η ίδια αποικία των Κορινθίων, οι οποίες αργότερα γίνονται σπουδαίες ρωμαϊκές πόλεις και λιμάνια. Παράδειγμα η Νικόπολις, έξω από τη σημερινή Πρέβεζα, όπου μεταξύ άλλων έζησε και δίδαξε ο τελευταίος των Στωικών, ο Επίκτητος… Μια ονομαστή φιλοσοφική σχολή στους ρωμαϊκούς χρόνους είχε κι η Απολλωνία, κοντά στο σημερινό Δυρράχιο, που τα ερείπιά της θέλουμε τώρα να δούμε. Περνάμε αναγκαστικά από τον Αυλώνα, δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Αλβανίας, μετά το Δυρράχιο. Είναι η πόλη όπου κηρύχθηκε η Αλβανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 28 Νοεμβρίου 1912 και υπήρξε για ένα μικρό διάστημα πρωτεύουσα της χώρας (υπό τον Ορθόδοξο ιερέα Φαν Νόλι, μέχρις ότου ανατραπεί από τον πολέμαρχο Αχμάντ Μπέη Ζόγκου, τον μετέπειτα Βασιλιά Ζογκ). Το 1994 ζούσαν ακόμα εδώ 8.000 ντόπιοι ελληνόφωνοι. Άσχημη, όπως όλες οι παραλιακές πόλεις που περνάμε, μανιφέστα του νεοπλουτισμού και της κακογουστιάς… Το χρήμα που κύλησε από τη μετανάστευση και το λαθρεμπόριο, και τώρα πλέον από τον τουρισμό, οδήγησε σε αυτό το οικοδομικό καρακατσουλιό, που μαζί με την ηλίθια δυτικολαγνεία είναι η άλλη πλευρά τής υπανάπτυξης (σε όλα σχεδόν τα δημόσια κτήρια, τρεις σημαίες: η Αλβανική, η Αμερικανική, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης!). Αλλ’ αυτή δεν είναι όλη η εικόνα. Υπάρχει και η μέσα Αλβανία, με τα ξεχασμένα χωριά που θυμίζουν ελληνική επαρχία τού ’50, τα ωραία δασωμένα βουνά και σωζόμενες παραδοσιακές πόλεις με οθωμανικό χρώμα όπως το Αργυρόκαστρο και το Μπεράτι. Στις φοβερές ανηφοριές τού Αργυροκάστρου, ανάμεσα σε κληματαριές, συκιές, μικρά καφενεία και τζαμιά, βλέπεις αυτό που θα ήταν μια παραδοσιακή αλβανική αρχιτεκτονική (όπου και το σπίτι τού Ισμαήλ Κανταρέ, αλλά και το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Εμβέρ Χότζα).
O αρχαιολογικός τόπος της Απολλωνίας (που δεν είναι πια λιμάνι) βρίσκεται κοντά στο χωριό Ποτζάνι. Η Απολλωνία κατ’ Επίδαμνον ιδρύθηκε το 588 π.Χ. από Κορινθίους εποίκους μέσω Κέρκυρας, σε έναν τόπο που κατοικούσαν ιλλυρικές φυλές• παρέμειναν επί αιώνες συνδεδεμένες με τον οικισμό και έζησαν μαζί με τους έλληνες εποίκους ως δουλοπάροικοι. Αρχικά είχε ονομαστεί Γυλάκεια, από τον ιδρυτή της Γύλακα, αργότερα όμως μετονομάστηκε προς τιμήν τού Απόλλωνα. Αναφέρεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά ως παράδειγμα καλοκυβερνούμενης πολιτείας, ενώ ο Αριστοτέλης τη θεωρούσε εξέχον παράδειγμα ολιγαρχικού συστήματος. Πλούτισε από το εμπόριο σκλάβων και τη γεωργία, καθώς και από το μεγάλο της λιμάνι, που λέγεται ότι μπορούσε να ελλιμενίζει εκατό πλοία. Εκμεταλλεύθηκε επίσης την τοπική παραγωγή ασφάλτου, που ήταν πολύτιμο εμπόρευμα στην αρχαία εποχή (κυρίως για το καλαφάτισμα πλοίων). Ήταν επίσης σημαντικός σταθμός τής Εγνατίας Οδού που ένωνε τη Ρώμη με τη Θεσσαλονίκη και το Βυζάντιο στη Θράκη. Νομίσματά της βρέθηκαν μέχρι και τη Λεκάνη του Δούναβη. Κάποια στιγμή ανήκε στις κτήσεις τού Πύρρου, του βασιλιά τής Ηπείρου, αλλά το 229 περιήλθε στον έλεγχο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, στην οποία έμεινε σταθερά πιστή έκτοτε. Το 148 ήταν μέρος τής Ρωμαϊκής Επαρχίας τής Μακεδονίας, ειδικά της λεγόμενης Epirus Nova. Στον ρωμαϊκό εμφύλιο ανάμεσα στον Πομπήιο και τον Ιούλιο Καίσαρα υποστήριξε τον τελευταίο, αλλά έπεσε στον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο το 48 π.Χ. Ο μετέπειτα αυτοκράτωρ Αύγουστος σπούδαζε στην Απολλωνία το 44 π.Χ. υπό τον Αθηνόδωρο της Ταρσού, όταν έλαβε τα νέα τής δολοφονίας τού Καίσαρα. Η πόλη άρχισε να παρακμάζει τον τρίτο αιώνα μ.Χ., πιθανώς σαν συνέπεια σεισμού που άρχισε να εναποθέτει λάσπη στο λιμάνι, κι εγκαταλείφθηκε οριστικά στο τέλος τής ύστερης αρχαιότητας.
Η ίδια η Επίδαμνος βορειότερα (το σημερινό Δυρράχιο, το μεγαλύτερο λιμάνι της Αλβανίας και δεύτερη πρωτεύουσα, πριν τα Τίρανα: η μόνη κάπως κοσμοπολίτικη πόλη με αληθινή αστική ζωή, όπως μας φάνηκε) ιδρύθηκε το 627 π.Χ. ως αποικία επίσης των Κερκυραίων. Αρχηγός τής αποικίας ήταν ωστόσο ένας Κορίνθιος, ο Φαλίας ο Ερατοκλείδους (προς τιμήν προφανώς της αρχικής μητρόπολης). Η πόλη τής Επιδάμνου έγινε γνωστή για τις εμπορικές της δραστηριότητες, προπαντός όμως από το γεγονός ότι οι διαμάχες της –η αντεκδίκηση Κορινθίων και Κερκυραίων για τον έλεγχο της αποικίας τους και η εμπλοκή τής Αθήνας υπέρ των τελευταίων– υπήρξαν μία από τις σημαντικότερες αφορμές για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στο Δυρράχιο αφήσαμε την ακτογραμμή για να κατευθυνθούμε στο εσωτερικό, προς τα Τίρανα. Σταθμός αναπόφευκτος η ιστορική Κρόια. Το ότι ο εθνικός ήρωας των Αλβανών, η φιγούρα που ακόμα στοιχειώνει το συλλογικό ασυνείδητο της χώρας και αναρριπίζει κύματα εθνικής υπερηφάνειας, είχε ελληνικό όνομα, είναι μία ακόμα από τις ειρωνείες της βαλκανικής ιστορίας. Ο Γεώργιος Καστριώτης, ο επιλεγόμενος Σκεντέρμπεης, ο αλβανός πρίγκιπας που κατατρόπωσε τις οθωμανικές στρατιές και καθυστέρησε τουλάχιστον επί μια δεκαετία την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ήταν μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της βαλκανικής ιστορίας – και αυτή εδώ η ορεινή κώχη, όπου δεσπόζει το επιβλητικό του μουσείο, ήταν το κάστρο του.
Στις αρχές τού δέκατου πέμπτου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε υποτάξει τις αλβανικές περιοχές χωρίς όμως αυστηρό ζυγό, περιοριζόμενη κυρίως στην είσπραξη φόρων. Πολλές ορεινές φυλές ζούσαν σε αυτόνομες κοινότητες ενώ οι παράκτιες πόλεις ανήκαν στη Βενετία. Ταυτόχρονα, υπήρχαν 19 επισκοπικές έδρες που μαρτυρούσαν τις βαθιές ρίζες τού Βυζαντίου και της Ρώμης. Οι συνεχείς επιδρομές των μουσουλμάνων τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό και μάταια δύο ηγεμόνες, ο Ιωάννης Καστριώτης στον βορρά και ο Γεώργιος Αριανίτης στον νότο, προσπάθησαν να εξεγερθούν. Ο Καστριώτης υποχρεώθηκε σε ειρήνη. Για να κρατήσει τα εδάφη του, πλήρωνε υψηλό ετήσιο φόρο και παρέδωσε τα τέσσερα αγόρια του ως ομήρους και εγγύηση ότι δεν θα εξεγερθεί. Τα δύο παιδιά πέθαναν στην αυλή τής Αδριανούπολης, το τρίτο έγινε μοναχός στο Σινά και το τέταρτο, ο Γεώργιος, εξισλαμίστηκε. Ονομάστηκε Ισκεντέρ (Αλέξανδρος) και του απονεμήθηκε ο τίτλος τού μπέη. Πολέμησε εναντίον Μογγόλων, Βυζαντινών και Μαγυάρων και διακρίθηκε για τη στρατηγική του ιδιοφυία. Το 1443, όταν ο βοεβόδας της Τρανσυλβανίας επιτέθηκε στις τουρκικές φρουρές στη Σερβία, ο Μουράτ ο Β΄ έστειλε 20.000 στρατό στον ποταμό Μοράβα, με υπαρχηγό τον Σκεντέρμπεη. Μετά την ήττα των οθωμανικών δυνάμεων στο Νις, αυτός αυτομόλησε, επανήλθε στον Χριστιανισμό κι επέστρεψε στην πατρίδα του για να ενώσει τις ορεσίβιες φυλές κατά των Οθωμανών. Στις 28 Νοεμβρίου κατέλαβε το φρούριο της Κρόια και κήρυξε την επανάσταση των Αλβανών. Λίγους μήνες αργότερα, οι επίσκοποι ορκίστηκαν στο όραμα της εθνικής ανεξαρτησίας με αρχηγό τον Καστριώτη.
Την περίοδο 1444–1466, απέκρουσε δεκατρείς τουρκικές εισβολές, ενώ φαίνεται ότι είχε αναγνωριστεί ως αρχηγός όλων των αλβανικών φυλών (μόλο που η περιοχή του Κοσόβου και η νότια Αλβανία δε συμμετείχαν στους αγώνες του). Η λεγόμενη «Λίγκα του Λέτσε» ήταν μόνο μια στρατιωτική συμμαχία και όχι πολιτική, και πολλές από τις μεγάλες φατρίες αντιστάθηκαν στα σχέδιά του. Στράφηκε τότε διπλωματικά προς τη Δύση. Το 1463 συμμάχησε με τη Βενετική Δημοκρατία και υποστηρίχτηκε επίσης από το βασίλειο της Νάπολης και το Βατικανό, που του απένειμε τον τιμητικό τίτλο τού «στρατηγού τής Αγίας Έδρας». Οι ηγεμόνες της Γηραιάς Ηπείρου αναγνώρισαν γενικά τη συνεισφορά του Σκεντέρμπεη ως ανάχωμα στην τουρκική προέλαση με σωρεία ευχαριστήριων επιστολών (όπως ο δόγης της Βενετίας, οι ηγεμόνες της Φλωρεντίας και του Μιλάνου, ο δούκας της Βουργουνδίας, κ.ά.), μολονότι δεν τον βοήθησαν ούτε οικονομικά ούτε στρατιωτικά, πράγμα που ενδεχομένως θα άλλαζε την ευρωπαϊκή ιστορία. Ο Γεώργιος Καστριώτης πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1468, στο βενετοκρατούμενο Αλέσιο, νικημένος από την ελονοσία. Το 1478 η Κρόια έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Μέχρι το 1506, ολόκληρη η περιοχή που σήμερα ανήκει στην Αλβανία ήταν οθωμανική επικράτεια.
Μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη σχηματίστηκε ένας κύκλος θρύλων και παραδόσεων γύρω από το πρόσωπό του. Στην Ευρώπη κυκλοφορούσαν μυθιστορηματικές βιογραφίες του μέχρι και τον δέκατο έβδομο αιώνα. Στους αναρίθμητους ανδριάντες του απεικονίζεται σαν ηράκλειος γίγαντας, με τον ψηλό, αγέρωχο σβέρκο, αυστηρή κατατομή, μακριά γενειάδα και κερασφόρο κράνος με ένα ολόκληρο κεφάλι κατσίκας στην κορυφή του. Πολύ αργότερα, ο Βολταίρος επρόκειτο να γράψει ότι μόνον ο Σκεντέρμπεης μπορούσε να αναστήσει τη θνήσκουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ ο Βιβάλντι τού αφιέρωσε μια όπερα. Στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας φυλάσσεται μια σφραγίδα που πιστεύεται πως ανήκει στον Σκεντέρμπεη: εικονίζει τον δικέφαλο αετό τής Αλβανίας και έχει επιγραφή στα ελληνικά με τις λέξεις Αλέξανδρος Αυτοκράτωρ και Βασιλεύς. Αυτοκράτωρ των Ελλήνων και Βασιλεύς των Τούρκων, Αλβανών, Σέρβων και Βουλγάρων. Σε επιστολή του ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του «Ηπειρώτη, απόγονο του βασιλιά Πύρρου».
Το διαμέρισμα που νοικιάσαμε στα Τίρανα είχε –για να το πω όσο πιο ευγενικά γίνεται– κάπως ύποπτη διακόσμηση• αναρωτιόμασταν για ποιους άλλους σκοπούς διέθετε τα δωμάτια ολόκληρου του κτηρίου ο ιδιοκτήτης μας με το χαρακωμένο μάγουλο και η πολύ καθωσπρέπει σύζυγός του (και πρέπει να προσέχεις όταν κάνεις σχόλια μπροστά τους, γιατί όλοι σχεδόν στη χώρα αυτή μιλούν ή καταλαβαίνουν κάποια ελληνικά). Στο ισόγειο πάντως είχε ένα επαγγελματικό spa-μασάζ. Εν πάση περιπτώσει, είμαστε μόνο τέσσερα-πέντε τετράγωνα από την Πλατεία Σκεντέρμπεη, την καρδιά των Τιράνων, αλλά έβλεπες γειτονιές που θα μπορούσαν να είναι στη Τζακάρτα ή στη Σαϊγκόν – σε λίγο καθαρότερη εκδοχή, βέβαια… Οι μεγάλες λεωφόροι γύρω από το ποτάμι παρ’ όλ’ αυτά ακτινοβολούν μια πολύ ευρωπαϊκή χλιδή, καινούργια προφανώς σε αυτή την πρότινος γκρίζα και καταθλιπτική πόλη που το κέντρο της χτίστηκε από ιταλούς αρχιτέκτονες πριν από τον πόλεμο, υπέστη σοβαρές ζημιές στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και ανοικοδομήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς τού Εμβέρ Χότζα – με τη βοήθεια των Σοβιετικών ως το 1961, πριν από τη ρήξη και την αλλαγή συμμαχίας τού καθεστώτος με τη μαοϊκή Κίνα. Γύρω από την τεράστια πλατεία διατάσσονται όλα όσα θα ήθελες σε πρώτη φάση να δεις: το πλούσιο Εθνικό Μουσείο Ιστορίας• το Μέγαρο του Πολιτισμού (που στεγάζει ένα θέατρο και γκαλερί τέχνης)• ο Πύργος τού Ρολογιού• το κομψό τζαμί Έτ’χεμ Μπέη• και ο Καθεδρικός της Αναλήψεως, σε βυζαντινοειδή μοντερνιστικό ρυθμό, που ολοκληρώθηκε το 2012 για τον εορτασμό της αναβίωσης της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την εκλογή τού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου Αλβανίας. Πίσω ακριβώς από το καμπαναριό του, υψώνεται ένας πολύ ενδιαφέρων ουρανοξύστης με άνισες γραμμές και ασύμμετρα παράθυρα που μοιάζει να έχει ξεσηκωθεί από σχέδιο του Κλιμτ.
Η μητέρα Τερέζα της Καλκούτας καταγόταν από τα Σκόπια, αλλά είναι εξίσου τιμώμενο πρόσωπο στην Αλβανία• το όνομά της έχει δοθεί στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και στο διεθνές τους αεροδρόμιο, ενώ στο Μουσείο τής έχουν αφιερώσει ένα ολόκληρο τμήμα (όπου και φωτογραφίες της με τον Σάλι Μπερίσα και τη σύζυγό του). Στον όροφο της σύγχρονης ιστορίας ένα μεγάλο κομμάτι είναι αφιερωμένο στις ωμότητες του καθεστώτος Χότζα, κι ένα άλλο στην –άγνωστη σ’ εμάς, ως μη ώφειλε– αντίσταση των Αλβανών στη φασιστική εισβολή και κατοχή. Τα Τίρανα επίσης, πρέπει να θυμόμαστε, είναι το κέντρο τού διεθνούς Μπεκτασισμού, αφότου ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα σουφικά τάγματα στην Τουρκία.
Φύγαμε από τα Τίρανα μάλλον κουρασμένοι. Τρεις ώρες οδήγηση και στο βάθος φάνηκε, σχεδόν μεσημέρι, η λίμνη Οχρίδα. Στάση για ψαράκι στο μαγευτικό Λιν. Σε μια πλωτή εξέδρα, ο ξενοδόχος (που είχε επίσης δουλέψει πολλά χρόνια στην Ελλάδα) μας σέρβιρε το κοράν, με τη ρόδινη σάρκα που θυμίζει σολομό. Γλυκιά ανακούφιση μας κυρίευσε, ένα αίσθημα τέλους τού κόσμου σε τούτο το παραλίμνιο χωριουδάκι, ξεχασμένο από τον χρόνο, που το νερό έγλυφε ειρηνικά τις πεζούλες και τους μικρούς κήπους του. Πάνω στον λόφο υπήρχαν τα ερείπια παλαιοβυζαντινής εκκλησίας με υπέροχα μωσαϊκά δάπεδα. Ο φύλακας μας ξύπνησε άσχημα από την ονειροπόληση λέγοντας πως η κυβέρνηση θέλει να γκρεμίσει τα σπιτάκια του χωριού για να φτιάξει δυο-τρεις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες• σαν αποζημίωση, τους προσφέρει διαμερίσματα που προτίθεται να χτίσει ένα χιλιόμετρο πίσω από τη γιρλάντα της λίμνης, στους ξερούς λόφους!
Παρακάμπτοντας το Πόγραδετς, περάσαμε τα σύνορα από τη νότια πλευρά τής λίμνης, και αμέσως βρεθήκαμε στο μοναστήρι του Αγίου Ναούμ με τα παγώνια – η παλαιοχριστιανική εκκλησία του, από πέτρα και κόκκινο κεραμίδι, στον βαλκανικό ρυθμό με τους δυο ανισόπεδους τρούλους, ένα μικρό αριστούργημα. Από κάτω, η λίμνη στραφτάλιζε στο μισόφωτο του δειλινού και χανόταν σαν θάλασσα στον ορίζοντα, που επίσης χανόταν σε πυκνούς υδρατμούς. Μπαίναμε σε ένα καταπληκτικό οικοσύστημα.
Η λίμνη Οχρίδα είναι μέρος τού υδάτινου συστήματος των δυτικών Βαλκανίων μαζί με τις Πρέσπες στα ελληνικά σύνορα και τη λίμνη Σκόδρα στον αλβανικό βορρά. Είναι η βαθύτερη λίμνη της Ευρώπης (φτάνει σχεδόν τα 300 μέτρα) και μία από τις αρχαιότερες λίμνες στον κόσμο (μαζί με τη Βαϊκάλη και την Ταγκανίκα). Έχει έκταση 358 τετραγωνικά χιλιόμετρα και φιλοξενεί ένα μοναδικό υδρόβιο οικοσύστημα με πάνω από 200 ενδημικά είδη. Παρά το σχετικό της υψόμετρο (750 μέτρα), τα κρυστάλλινα νερά της δεν παγώνουν ποτέ. Μια φαρδιά, πυκνή ζώνη πράσινου την ακολουθεί σε όλη της την περίμετρο και οι όχθες της είναι κατάσπαρτες με αμμώδεις παραλίες. Αναρίθμητα επίσης μνημεία μαρτυρούν την τεράστια πολιτισμική της σημασία. Το 1979 χαρακτηρίστηκε από την UNESCO Μνημείο τής Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Η πόλη-λιμάνι της Οχρίδας ήταν επίσης ένας σημαντικός κόμβος τής Εγνατίας οδού. Με 42.000 κατοίκους σήμερα, έχει 365 εκκλησίες –Οσία Μαρία η Περίβλεπτος, Ναός τής Αγίας Σοφίας, Παλαιοχριστιανική Βασιλική, παλαιοχριστιανική εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη, κ.ά.: μία για κάθε μέρα τού χρόνου!– χάρη στις οποίες πήρε, δικαίως, το επωνύμιο «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Υπήρξε πράγματι ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του βαλκανικού πολιτισμού. Οι Έλληνες την αποκαλούσαν Λύχνιδο («πόλη του φωτός», πιθανόν από την ανταύγεια του νερού της)• από τον ένατο αιώνα οι Σλάβοι την ονόμασαν Όχριντ. Πρώτοι της κάτοικοι, λέγεται, ήταν οι Δασσαρέται, ελληνικό φύλο, και οι Εγχέλιοι, μια ιλλυρική φυλή. Στην ελληνική μυθολογία η ίδρυσή της αποδίδεται στον πρίγκιπα τής Φοινίκης και αδελφό τής Ευρώπης Κάδμο (που ήταν επίσης ιδρυτής των βοιωτικών Θηβών). Ο χριστιανισμός ρίζωσε εδώ πολύ νωρίς, ενώ από τον έκτο αιώνα άρχισαν να καταφθάνουν οι Νοτιοσλάβοι. Το 867 κατακτήθηκε από τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν μόλις εκχριστιανιστεί από τους μοναχούς Κύριλλο και Μεθόδιο (που επινόησαν επίσης το σλαβικό αλφάβητο)• με εντολή τού βασιλιά Μπόρις τού Α΄, ο Κλήμης τής Οχρίδος, μετέπειτα Επίσκοπος της Ντρέμπιτσα, δημιούργησε τη Σχολή τής Οχρίδας, ένα από τα δύο σπουδαιότερα πολιτισμικά κέντρα τής Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας (μαζί με τη Σχολή τού Πρέσλαβ). Μεταξύ 990 και 1015 η Οχρίδα υπήρξε πρωτεύουσα της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και έδρα τού Βουλγαρικού Πατριαρχείου• μετά την ανάκτηση της πόλης από τους Βυζαντινούς, το Βουλγαρικό Πατριαρχείο υποβαθμίστηκε σε Αρχιεπισκοπή και υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Έκτοτε ο ανώτερος κλήρος ήταν σταθερά ελληνικός, περιλαμβανομένης και όλης τής περιόδου τής Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής το 1767. Η πόλη παρέμεινε υπό τους Οθωμανούς μέχρι το 1912, όταν την ανακατέλαβε ο σερβικός στρατός. Δύο φορές, στη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, κατελήφθη από τους Βούλγαρους, αλλά παρέμεινε σερβική κτήση και, μετά το 1945, εντάχθηκε στην Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία τής Γιουγκοσλαβίας. Το εργαστήριο χειροποίητου χαρτιού και βιβλιοδεσίας –όπου μια ευγενική κοπέλα, το βράδυ που τριγυρίζαμε στα τουριστικά της στενά ανάμεσα σε μακεδονίτικα σπίτια με μοναδικό αρχιτεκτονικό χρώμα, μας έκανε επίδειξη αυτής της αρχαίας τέχνης από την Ανατολή– μαρτυρεί τη μακραίωνη φιλολογική και γραμματολογική της παράδοση.
Στα μνημεία τής πόλης περιλαμβάνεται ένα αρχαίο θέατρο και το μεσαιωνικό φρούριο του Σαμουήλ που δεσπόζει στην κορυφή της – επίσης, να πω ότι ένα από τα θέλγητρά της για τους επισκέπτες είναι και οι εξαιρετικές πέρλες που παράγει από τοπικές καλλιέργειες… Στη νότια όχθη της λίμνης, στη μικρή χερσόνησο του Γκράντιστε, στον λεγόμενο Κόλπο των Οστών, έχει ανακατασκευαστεί σήμερα, εν είδει υπαίθριου μουσείου, ένας αυθεντικός προϊστορικός οικισμός πάνω στα υπολείμματα πασάλων μπηγμένων στον βυθό τής λίμνης. Στερεωμένες πάνω σε φαρδιές ξύλινες σανίδες, οι καλύβες είναι χτισμένες από λάσπη και άχυρο με σκελετούς από δεμένα καλάμια, οι στέγες είναι από πλεγμένα φύλλα και το εσωτερικό τους, με όλα τα αρχαϊκά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, καλυμμένο με δέρματα ζώων – μια αναπαράσταση της ζωής όπως φανταζόμαστε σήμερα πως θα ήταν 4 ή 5.000 χρόνια πριν σε αυτή τη γωνιά τού κόσμου!
Στη διαδρομή προς τα Σκόπια το σκηνικό άλλαξε πολύ. Θα έπρεπε να είμαστε ειδοποιημένοι τουλάχιστον από την πρόσφατη ειδησεογραφία, αλλά πήγαμε σαν τυφλοί να βάλουμε το κεφάλι στο στόμα τού λύκου. Σε όλη την περιοχή συναντούσαμε χωριά γεμάτα τζαμιά, υπερβολικά πολλά, νεόχτιστα και πολυτελή, δυσανάλογα με αυτές τις φτωχές αγροτικές περιοχές, καθώς και αλβανικές σημαίες να κυματίζουν. Μα καλά, σε ποια χώρα είμαστε; Και ποιος χρηματοδοτεί αυτή την προκλητική ανοικοδόμηση; Όπως αποδείχθηκε, η Τουρκία και, ως έναν βαθμό, η Σαουδική Αραβία. Οι Αλβανοί τής Σλαβομακεδονικής Δημοκρατίας είναι μια επιθετική μειονότητα, κράτος εν κράτει, και από κοινού με τους τουρκόφωνους που υπήρχαν ανέκαθεν στην περιοχή γίνονται –όπως και οι Μουσουλμάνοι τής Βοσνίας– μοχλός σήμερα της βαλκανικής πολιτικής τής Τουρκίας. Το ίδιο το Τέτοβο το θυμόμαστε σαν εφιάλτη. Μπαίνοντας, το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο άλλαξε: ωραίοι σούφικοι ύμνοι άρχισαν να μας χαϊδεύουν τ’ αφτιά, σύντομα όμως συνειδητοποιήσαμε πως η εκπομπή ήταν στα τούρκικα. Το κέντρο τής πόλης έμοιαζε με κωμόπολη στα βάθη τής Ανατολίας. Κατευθυνθήκαμε στο Χρωματιστό Τζαμί –ένα εξαίσιο κτίσμα του 1459 με ασυνήθιστη εξωτερική διακόσμηση, όχι από κεραμικές πλάκες αλλ’ από μεγάλα χρωματιστά φύλλα, σαν τραπουλόχαρτα, με λαμπερή φυτική διακόσμηση από αυγοτέμπερα– που ήταν και ο βασικός στόχος τής επίσκεψής μας. Ήταν ώρα προσευχής και ο χώρος, στο εσωτερικό όσο και στον περίβολο, ασφυκτικά γεμάτος. Τα βλέμματα δεν ήταν καθόλου φιλικά – ο Χριστόφορος φορούσε βερμούδα και η Σοφία είχε ακάλυπτους τους ώμους! Κτηνώδεις φιγούρες με παντελόνια παραλλαγής, ξυρισμένους σβέρκους και μακριές γενειάδες, «χρυσαυγίτες» ισλαμικού τύπου θα τους έλεγες, ήταν οι πιο αντιπαθητικοί μουσουλμάνοι που έχω συναντήσει στη ζωή μου – ευρωπαίοι, όχι τυχαία…
Τέλος πάντων, καταλήξαμε στην πλατεία για ένα αναψυκτικό, κολλώντας από την ασφυκτική ζέστη και υγρασία, ανάμεσα σε μαντηλοφορεμένα κεφάλια και αφίσες τού UCK, δίπλα σ’ ένα σχεδόν ξερό ρέμα γεμάτο σκουπίδια. Η εγκατάλειψη της περιοχής από το κράτος είναι φανερή, αντίποινα προφανώς για την έμπρακτη αυτονόμησή της. Και θυμηθήκαμε τα αιματηρά γεγονότα τού 2001, όταν οι Αλβανοί αυτονομιστές έκαναν μια βίαιη επιχείρηση εκκαθάρισης των γύρω χωριών, με δολοφονίες, απαγωγές και ξυλοδαρμούς, διώχνοντας βίαια όσους από τους Σλάβους κατοίκους δεν τα είχαν ήδη εγκαταλείψει και λεηλατώντας τις περιουσίες τους. Είχαν καταλάβει τον δρόμο που οδηγεί από το Τέτοβο στο μεθοριακό σταθμό Γιάζνιτσε στα σύνορα του Κοσόβου και αποκόψει πλήρως τον ορεινό όγκο Σαρ Πλάνινα, στον οποίο διατηρούσαν μεγάλες αποθήκες πυρομαχικών και κέντρα εκπαίδευσης, από την υπόλοιπη χώρα. Στόχος ήταν η όποια συμφωνία επιτευχθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων να βρει τις αλβανικές επαρχίες της Σλαβομακεδονικής Δημοκρατίας εθνικά καθαρές και, αν ο διάλογος δεν απέφερε αποτέλεσμα, ν’ ανακηρυχθούν αυτόνομες. Οι απειλές τού Υπουργού Άμυνας Βάντο Μουτσκόφσκι, ότι τα κυβερνητικά στρατεύματα θα συντρίψουν με μαζική αντεπίθεση τις ένοπλες ομάδες του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού, δεν φάνηκαν να πτοούν τους Αλβανούς και αποκάλυπταν μόνο την αδυναμία των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Έτσι, αργά εκείνο το απόγευμα καταλήξαμε στα Σκόπια. Εκ πρώτης όψεως, πόλη τού παλιού Ανατολικού μπλοκ – το τετράγωνο που μείναμε θύμιζε συνοικία τής Σόφιας. Τί ήταν όμως αυτό που είδαμε στην κεντρική πλατεία; Στη μέση η ωραία πέτρινη γέφυρα του δέκατου πέμπτου αιώνα που καβαλάει τον Βαρδάρη, και δίπλα της μια ολόκληρη σειρά νέες και άχαρα χτισμένες από τσιμέντο, εκκεντρικά φωτισμένες σαν πασαρέλα θεάτρου, και στο μέσον τους ένα ψεύτικο καράβι-εστιατόριο. Όλη η πλατεία, ένα χολυγουντιανό σκηνικό που σου έρχεται να βάλεις τα γέλια: πάνω σε μια τεράστια στήλη, εσωτερικά φωτισμένη, σαν μανιτάρι, ένα πελώριο άγαλμα του Αλέξανδρου έφιππου, με το ξίφος του να τρυπάει τον ουρανό. Απέναντι ακριβώς, ανάμεσα σε σιντριβάνια με διάφορες ηρωικές φιγούρες, ένας γιγαντιαίος ανδριάντας του Φίλιππου• από κοντά παραστέκουν ο Ιουστινιανός, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο Τσάρος Σαμουήλ, κι εκατοντάδες μικρότερα αγάλματα «εθνικών» ηρώων, ζωγράφων, ποιητών, μέχρι και ηθοποιών, σπαρμένα σε όλο τον περίγυρο της πλατείας και στις γέφυρες (μεταξύ τους, αναγνώρισα τον βούλγαρο σκηνοθέτη Μετόντι Αντόνωφ). Γύρω-γύρω τα εμβληματικά κτήρια, νεόχτιστα όλα σε ύφος μνημειακού μοντερνισμού – Αρχαιολογικό Μουσείο, Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα, Μουσείο Γενοκτονίας (των Εβραίων), αλλά κι ένα τεράστιο Μωλ… Αχ, η αγωνία να είσαι έθνος!
Σε τί απαντούν όλ’ αυτά –όπως και ο ουρανομήκης κακόγουστος σταυρός που δεσπόζει σε μια κορυφή πάνω από την πόλη– θα το καταλάβεις αν βγεις δυο-τρία τετράγωνα πάνω από την πλατεία προς τη βορινή πλευρά, στις συνοικίες τού Καρσιγιά. Ανηφορικές τουρκογειτονιές, τζαμιά και παζάρια και τούρκικα λουτρά, λιγάκι όπως στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή, αλλά πολύ πιο ζωηρές και με αυθεντικό χρώμα. Γενειάδες, μαντήλες και σαλβάρια, τα εστιατόρια κλειστά μεν, αλλά ετοιμάζουν πυρετωδώς τα κεμπάπ για μετά τη δύση του ηλίου, γιατί είναι Ραμαζάνι… Οι άνθρωποι μιλούν τουρκικά, φωτογραφίες τού Ερντογάν, και κονκάρδες παντού με αλβανικές και τούρκικες σημαίες. Κάποτε όλοι αυτοί λέγονταν Γιουγκοσλάβοι… Ωραίο να είσαι ανεξάρτητο κράτος (με την αστερόεσσα στο πέτο), αλλά πώς όλα τούτα θα στεγαστούν κάτω από ένα όνομα; Στην Ελλάδα οι θερμοκέφαλοι διαμαρτύρονται γι’ αυτό το όνομα, οι Βούλγαροι τους αντιπαθούν γιατί θεωρούν ότι πρόδωσαν τις εθνικές τους ρίζες, οι Αλβανοί διεκδικούν το μισό τους έδαφος – τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι των εθνών-κρατών;
Τις τελευταίες δύο βραδιές είπαμε –πάλι– να τις περάσουμε στη Βουλγαρία. Πρότεινα το Πλόβντιφ, ως αντιπροσωπευτικό, αλλά και πιο διαχειρίσιμο στον λιγοστό χρόνο μας εν συγκρίσει με τη Σόφια. Κανονίσαμε ωστόσο να σταματήσουμε δυο-τρεις ώρες στη Σόφια, τουλάχιστον για να την δουν οι υπόλοιποι. Καθεδρικός Αλεξάντρ Νιέβσκι, κι από ’κεί κατευθείαν στη λεωφόρο Βίτοσα για καφέ. Παλιά αγαπημένη Σόφια, πόσο έχεις αλλάξει! Κομψά, ευρωπαϊκά μαγαζιά, μπουτίκ και fast-food, φωτισμένες βιτρίνες και αγγλόφωνες επιγραφές. Το τραμ περνάει ακόμη από τα κεντρικά βουλεβάρτα, αλλά τα βαγόνια είναι μοντέρνα κι έχουν επάνω τους τεράστιες διαφημίσεις. Μια νεολαία ντυμένη στην τελευταία λέξη τής μόδας γυροφέρνει με mp-3 στα αυτιά και smart-phone στην τσέπη, κυρίες με σκυλάκια και κουστουμαρισμένοι μπράβοι με ρόλεξ και δαχτυλίδια στο χέρι καπνίζουν έξω τις πόρτες των μπαρ. Πού και πού κάποιες ηλικιωμένες, ισχνές και παράταιρες φιγούρες, φαντάσματα ενός κόσμου χτεσινού που πασχίζει να ξεχαστεί.
Πλόβντιφ λοιπόν τώρα, εικοσιπέντε χρόνια μετά. Ξενώνας κοντά στην περίφημη παλαιά πόλη, δυο δρόμους έξω από το σύγχρονο κέντρο, απέναντι από κλειστά προ πολλού μαγαζιά και υπέροχα ροκοκό κτήρια που καταρρέουν στην εγκατάλειψη και στη σκόνη. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω κυλάει ο ποταμός Μαρίτσα (Έβρος): στις δύο του όχθες παλιές εργατικές πολυκατοικίες, στραπατσαρισμένα κειμήλια του σοσιαλιστικού παρελθόντος από θυμωμένο τσιμέντο, που ακόμα κατοικούνται… Ανάβω τσιγάρο στο χαμηλό μου μπαλκόνι και κοιτάζω με τρυφερότητα αυτά τα ρημαγμένα κουφάρια, τις διαλυμένες κυριλλικές επιγραφές –τούτο απέναντι ήτανε κάποτε μαγαζί με ανταλλακτικά μηχανημάτων– πάνω από τις ραγισμένες τζαμαρίες, τους φαγωμένους σοβάδες: πού λεφτά να τα συντηρήσουν…! Εκείνοι που πλούτισαν, και αυτοί που καταστράφηκαν, είναι πια δύο διαφορετικές κοινωνίες, μένουν σε χωριστές ζώνες στην ίδια πόλη, ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους που ολοένα απομακρύνονται μεταξύ τους… Ρένι, Τάνια, Ιουλιάνα, πού είστε σήμερα;
Η πόλη αυτή, δεύτερη σε πληθυσμό, είναι η πύλη τής βουλγαρικής Ροδόπης, της αρχαιότερης οροσειράς των Βαλκανίων. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη θρακική θεότητα, και είναι η ιστορική κοιτίδα του λαού των Θρακών. Η ίδια η πόλη είναι αρχαιότερη από την Αθήνα και τη Ρώμη• πρωτοέγινε γνωστή με το όνομα Ευμολπιάς, από τον μυθικό βασιλιά των Θρακών Εύμολπο, που ήταν γιος τού Αίμου και της Ροδόπης. Το 342 π.Χ. την κατέκτησε ο Φίλιππος της Μακεδονίας, την περιτείχισε μ’ ένα νέο τείχος και της έδωσε το όνομα Φιλιππούπολη. Οι Ρωμαίοι την ονόμασαν Trimontium («τρεις λόφοι») και την έκαναν πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Θράκης. Άλλαξε πολλές φορές χέρια ανάμεσα στους Βουλγάρους και τους Βυζαντινούς, καταστράφηκε ολοσχερώς με την οθωμανική κατάκτηση τον δέκατο τέταρτο αιώνα, αλλ’ αναγεννήθηκε από τις στάχτες της κι έγινε το πολιτιστικό κέντρο τής λεγόμενης Εθνικής Αναγέννησης τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα. Προϊόν αυτής τής περιόδου είναι η μαγευτική αρχιτεκτονική τής παλαιάς πόλης με τα θρυλικά σπίτια-μουσεία.
Χτισμένη ακριβώς πάνω σε τρεις χαμηλούς λόφους, με πλακόστρωτα δρομάκια όπου δεν ανεβαίνουν τροχοφόρα, η παλαιά πόλη είναι γεμάτη μικρούς θησαυρούς: ένα ρωμαϊκό στάδιο, μια παλιά εκκλησία χτισμένη από τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, μεταξύ άλλων• το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι τούτα τα υπέροχα δείγματα βαλκανικής αρχιτεκτονικής τού δέκατου έβδομου, δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, ως επί το πλείστον σπίτια πλουσίων εμπόρων τής εποχής (πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες και Αρμένιοι). Τις ημέρες εκείνες το Πλόβντιφ είχε γίνει ακμαίο οικονομικό κέντρο• οι εύποροι και καλλιεργημένοι αυτοί αστοί ταξίδευαν σε ολόκληρη την Ευρώπη, φέρνοντας πίσω μαζί τους όχι μόνο εξωτικά αγαθά αλλά και νέα πολιτιστικά ρεύματα. Μάρτυρας της ευμάρειάς τους, οι πλούσια διακοσμημένες κατοικίες που βλέπουμε οι οποίες δημιούργησαν τούτο το μοναδικό ύφος με τους συμμετρικούς προεξέχοντες ορόφους, τα ξύλινα εξωτερικά υποστηρίγματα, τα καφασωτά και τις βαμμένες σε γήινα χρώματα προσόψεις. Άψογα συντηρημένες, σήμερα στεγάζουν μουσεία και γκαλερί τέχνης (σε ένα τέτοιο και το εξαιρετικά ενδιαφέρον Εθνογραφικό Μουσείο που είδαμε) ή προσφέρονται για επίσκεψη ως ανοιχτά εκθέματα: η οικία Νέντκοβιτς, η οικία Στεπάν Χιντλιγιάν, η οικία Μπαλαμπάνωφ, η οικία Κιουμιουρτζίεφ, κ.ά. Στη διασταύρωση των οδών Σαμοντούνωφ και Τσερετέλεφ είναι η οικία Γεωργίου Μαυρίδη, σε ωραία κεραμιδί απόχρωση• στο σπίτι αυτό φιλοξενήθηκε το 1833 ο Λαμαρτίνος, τον καιρό που έγραφε το Ταξίδι στην Ανατολή (και σήμερα στεγάζεται η Εταιρεία Βουλγάρων Συγγραφέων). Πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο, το μακρόστενο λευκό κτήριο ήταν τεκές των Μπεκτασί (και σήμερα έχει γίνει εστιατόριο).