Του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
 
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, και την Καθαρά Δευτέρα του 1966 την άκουσε να τραγουδάει σε μια παρέα, στην Ύδρα, το Λίχνο του Άστρου και τον Σωκράτη από τους Όρνιθες ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Εντυπωσιάστηκε από αυτό που άκουσε, την πήγε στο Γιώργο Πατσιφά της ΛΥΡΑ. Κι αυτός εντυπωσιάστηκε, και με το «Μια φορά θυμάμαι (μ’ αγαπούσες)», τότε που «έβραζε» το Νέο Κύμα, ξεχώρισε αμέσως. Τα επόμενα 50 χρόνια και όσον αφορά τους δίσκους της και όσον αφορά τις, επιλεγμένες πάντα, εμφανίσεις της, η Αρλέτα δεν ασχολήθηκε ποτέ με δεύτερης κατηγορίας πράγματα. Τραγούδησε από Σπανό μέχρι Χατζιδάκι, το 1981 έβγαλε ένα δίσκο με δικά της κομμάτια («Ένα καπέλο γεμάτο τραγούδια») και το 1984 η συνεργασία της με το Λάκη Παπαδόπουλο και τη Μαριανίνα Κριεζή, με το δίσκο «Περίπου» και τη θρυλική Σερενάτα, τη σύστησαν σε ένα καινούργιο, πολύ πλατύ κοινό. 
 
Μέχρι τέλους, η Αρλέτα τραγουδούσε αυτά που ήθελε και πίστευε ότι έπρεπε να τραγουδήσει και εμφανιζόταν μόνο όταν θεωρούσε ότι έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο, κι όπως έπρεπε. 
 
Το σπουδαίο με την Αρλέτα, για την οποία ο Παπαστεφάνου είχε πει «Εγεννήθη ημίν η ελληνίδα Τζόαν Μπαέζ», όχι για τις πολιτικές της θέσεις όσο για την ποιότητα των ερμηνειών της, είναι ότι είχε καταφέρει κάτι πραγματικά αξιοζήλευτο. Για κάθε καινούρια, νέα, γενιά, για κάθε καινούρια σκεπτόμενη νέα γενιά αυτής της χώρας ήταν η αγαπημένη, η δική τους τραγουδίστρια, πάντα νέα, πάντα φρέσκια, πάντα ξεχωριστή. Η Αρλέτα δεν ήταν σχολή, δεν είχε μαθητές ή μιμητές, ήταν μοναδική, μοναχική κι ανεπανάληπτη στο χώρο του Ελληνικού Τραγουδιού. Κι έτσι έμεινε μέχρι τέλους. Ζωγράφιζε, τραγουδούσε, έγραφε ποίηση, ήταν μακρυά από το αγριεμένο πλήθος, δεν άφηνε τον καθένα να παραβιάσει το δικό της κόσμο, ήταν αυστηρή αλλά ήταν και καλός άνθρωπος, καλή και σωστή φίλη. Καλό της ταξίδι.