του Glenn Greenwald για το The Intercept
Το 2006, μετά από μια σειρά επιθέσεων που έγιναν από μουσουλμάνους, ο ρεπουμπλικάνος Νιουτ Τζίνγκριτς ζήτησε να γίνει «μια σοβαρή συζήτηση για την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος» έτσι ώστε «όσοι μπορεί να πολεμήσουν ενάντια στους κανόνες δικαίου, να χρησιμοποιήσουν όπλα μαζικής καταστροφής και να στοχεύσουν στους πολίτες, να υπόκεινται σε ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο κανόνων».
Σχετικά με τους ριζοσπάστες ισλαμιστές, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής των ΗΠΑ υποστήριξε ότι δεν πιστεύουν στο Σύνταγμα ή στην ελευθερία του λόγου και οι ΗΠΑ πρέπει να «χρησιμοποιήσουν κάθε τεχνολογία που μπορούμε να βρούμε για να ακυρώσουμε τη δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο, τη δυνατότητα να έχουν ελευθερία του λόγου και να κυνηγήσουμε τους ανθρώπους που θέλουν να μας σκοτώσουν για να τους σταματήσουμε να στρατολογούν άλλους». Σε μία έκθεση όπου υπερασπίζεται τις θέσεις του, ο Τζίνγκριτς υποστήριξε ότι «η ελευθερία του λόγου δεν πρέπει να αποτελεί μια αποδεκτή κάλυψη για τους ανθρώπους που σκοπεύουν να σκοτώσουν άλλους ανθρώπους που έχουν τα δικά τους, αναφαίρετα δικαιώματα», προσθέτοντας ότι «είναι γεγονός ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν επιτρέπεται κάθε είδος λόγου».
Η εθνικιστική βία της λευκής υπεροχής στο Σάρλοτσβιλ έχει οδηγήσει σε παρόμοια επιχειρήματα. Ενώ τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και τα ανεπίσημα στοιχεία έχουν δείξει εδώ και καιρό μια εξασθένηση της πίστης στην ελευθερία του λόγου μεταξύ των νέων Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χαρακτηρίζονται ως φιλελεύθεροι ή αριστεριστές, το Σάρλοτσβιλ προκάλεσε μια μεγάλη συζήτηση για την αξία της διαφύλαξης του δικαιώματος έκφρασης «ρητορικής μίσους», όπως και αν μπορεί να οριστεί αυτή.
Ένα εξαιρετικό άρθρο στον Guardian της Δευτέρας από την Τζούλια Κάρι Γουονγκ εξετάζει τις συνέπειες της αυξανόμενης φιλελεύθερης/αριστερής επιθυμίας να περιοριστεί η «ρητορική μίσους»- είτε από το κράτος που χειρίζεται τους νόμους για τη «ρητορική μίσους», είτε από αξιωματούχους σε ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας που απαγορεύουν τη χρήση των πλατφόρμων τους για τη διάδοση αυτών που θεωρούν ως «ιδέες μίσους». Όπως πολύ σωστά σημειώνει η Γουόνγκ, «Πολλοί Αμερικανοί προτιμούν ολοένα και περισσότερο τους περιορισμούς του ευρωπαϊκού στιλ στη ρητορική μίσους». Πολυάριθμα χρονογραφήματα και δημοσιεύσεις σε μπλογκ δημοσιεύθηκαν πρόσφατα ζητώντας με ρητό τρόπο τέτοιους περιορισμούς. Ως αποτέλεσμα, αξίζει να εξεταστεί το πώς λειτουργούν στην πράξη οι «περιορισμοί ευρωπαϊκού στιλ» και εναντίον ποιων εφαρμόζονται.
Πολλοί Αμερικανοί που αποζητούν τους περιορισμούς της Ευρώπης στη ρητορική μίσους υποθέτουν ότι αυτοί οι νόμοι χρησιμοποιούνται για να απαγορεύσουν και να τιμωρήσουν την έκφραση των μισαλλόδοξων ιδεών που μισούν περισσότερο: τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την ισλαμοφοβία, τον μισογυνισμό. Συχνά, τέτοιοι νόμοι χρησιμοποιούνται με αυτόν τον τρόπο. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στη Δυτική Ευρώπη και τον Καναδά όπου ακροδεξιοί εξτρεμιστές συνελήφθησαν, δέχτηκαν πρόστιμα ή ακόμη και φυλακίστηκαν για δημόσιες ομιλίες αυτού του τύπου καθαρής μισαλλοδοξίας.
Όμως, οι περιορισμοί στην ρητορική μίσους χρησιμοποιούνται σε αυτές τις χώρες όχι μόνο για την καταστολή, την απαγόρευση και την τιμωρία της ακροδεξιάς. Αυτοί οι νόμοι έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί για να περιορίσουν και να επιβάλουν κυρώσεις σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών απόψεων που πολλοί αριστεροί υποστηρικτές της λογοκρισίας δεν θα πίστευαν ποτέ πως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «απόψεις μίσους», ακόμη και κατά των θέσεων που πολλοί από αυτούς πιθανόν να μοιράζονται.
Η Γαλλία είναι ίσως η πιο ακραία περίπτωση κατάχρησης των νόμων για τη ρητορική μίσους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το 2015, το ανώτατο δικαστήριο της Γαλλίας επιβεβαίωσε την ποινική καταδίκη 12 φιλοπαλαιστίνιων ακτιβιστών για παραβίαση των περιορισμών για τη ρητορική μίσους. Το έγκλημά τους; Φορούσαν μπλουζάκια που υποστήριζαν το μποϊκοτάζ στο Ισραήλ- «Ζήτω η Παλαιστίνη, μποϊκοτάζ στο Ισραήλ», έγραφαν οι μπλούζες- οι οποίες, σύμφωνα με το δικαστήριο, παραβίασαν τον γαλλικό νόμο κατά τον οποίο «επιβάλλεται φυλάκιση ή πρόστιμο έως και 50.000 δολαρίων για ομάδες που προκαλούν μίσος ή βία εναντίον ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων λόγω της καταγωγής τους, επειδή ανήκουν ή δεν ανήκουν σε μια εθνοτική ομάδα, έθνος, φυλή ή συγκεκριμένη θρησκεία».
Όπως αναφέραμε και τότε, η χρήση των νόμων κατά της ρητορικής μίσους στη Γαλλία για την απαγόρευση του ακτιβισμού κατά της ισραηλινής πολιτικής- με την αιτιολογία ότι πρόκειται για αντισημιτισμό και μίσος εναντίον ενός λαού για την εθνική του προέλευση- αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας τάσης. Τον περασμένο Μάιο, η καναδική συντηρητική τότε κυβέρνηση απείλησε να χρησιμοποιήσει τους αυστηρούς νόμους κατά της ρητορικής μίσους της χώρας για τη δίωξη των υποστηρικτών του μποϋκοτάζ στο Ισραήλ με το σκεπτικό ότι ένας τέτοιος ακτιβισμός είναι «το νέο πρόσωπο του αντισημιτισμού». Όπως ανέφερε το Haaretz σχετικά με τις γαλλικές διώξεις: «Οι φιλο-ισραηλινοί ακτιβιστές στο γειτονικό Βέλγιο πιέζουν για έναν παρόμοιο νόμο με αυτόν του Λελούς, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν επίσης να εμποδίσουν τις δραστηριότητες του κινήματος για το μποϋκοτάζ στο Ισραήλ (BDS) στη χώρα αυτή». Άλλοι Γάλλοι ακτιβιστές έχουν κατηγορηθεί για «υποκίνηση φυλετικού μίσους» γιατί κόλλησαν αυτοκόλλητα για το μποϊκοτάζ σε λαχανικά που εισάγονται από το Ισραήλ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν η εξουσία για απαγόρευση της «ρητορικής μίσους» δινόταν στους αξιωματούχους ή στα δικαστήρια των ΗΠΑ, θα συνέβαινε το ίδιο. Είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητο ότι και τα δύο κόμματα θα συμφωνήσουν ότι η υποστήριξη του μποϋκοτάζ κατά του Ισραήλ αποτελεί είδος μίσους και αντισημιτισμού. Στην ομιλία της στην Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων (AIPAC) το 2016, η Χίλαρι Κλίντον ανέφερε το κίνημα μποϊκοτάζ ως απόδειξη ότι «ο αντισημιτισμός αυξάνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη». Μια ομάδα νομοθετών και από τα δυο κόμματα των ΗΠΑ υποστηρίζει τώρα μια νομοθεσία που θα καταστήσει παράνομη τη συμμετοχή των επιχειρήσεων σε οποιοδήποτε διεθνές μποϊκοτάζ στο Ισραήλ, ένα νομοσχέδιο που σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ποινικοποιήσει την υποστήριξη στα μποϊκοτάζ.
Οι φιλο-ισραηλινοί φοιτητές ισχυρίζονται συχνά ότι η υποστήριξη του μποϊκοτάζ στο Ισραήλ ισοδυναμεί με τον εκφοβισμό στην πανεπιστημιούπολη και τον αντισημιτισμό. Οι αρχές σχετικά με τη λογοκρισία στις πανεπιστημιουπόλεις των ΗΠΑ εφαρμόζονται συνήθως κατά των φιλοπαλαιστινιακών ομάδων.
Αμφιβάλλει κανείς μήπως ότι δεν θα είναι υψηλά στη λίστα για «ρητορική μίσους» ομάδες όπως οι Black Lives Matter, antifa και ακροαριστερές ομάδες που αγωνίζονται εναντίον της λευκής υπεροχής για πολλούς αξιωματούχους, δικαστές και λειτουργούς των ΗΠΑ; Ορισμένες κρατικές νομοθετικές αρχές που ελέγχονται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υποστηρίζουν ήδη ότι το Black Lives Matter πρέπει να χαρακτηριστεί επίσημα ως «ομάδα μίσους». Πέρα από όσα λένε πολλοί αξιωματούχοι για το μίσος της ομάδας προς τους αστυνομικούς, σημειώνουν επίσης ότι «στην πλατφόρμα του κατηγορεί το Ισραήλ για τη γενοκτονία εναντίον των Παλαιστινίων».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η «ρητορική μίσους» περιλαμβάνει πλέον όποιον εκφράζει κακιά κριτική για βρετανούς στρατιώτες που πολεμούν στο μέτωπο. Το 2012, ένας Βρετανός μουσουλμάνος έφηβος, ο Αζάρ Αχμέτ, συνελήφθη για τη διάπραξη ενός «σοβαρού, ρατσιστικού αδικήματος κατά της δημόσιας τάξης». Το έγκλημά του; Αφού σκοτώθηκαν Βρετανοί στρατιώτες στο Αφγανιστάν, ανέφερε στη σελίδα του στο Facebook τους αμέτρητους αθώους Αφγανούς που σκοτώθηκαν από βρετανούς στρατιώτες και έγραψε: «Όλοι οι στρατιώτες θα πρέπει να πεθάνουν και να πάνε στο διάολο! ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ ΓΑΜ***ΝΑ ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ! Αν έχετε πρόβλημα να πάτε να κλάψετε στους τάφους των στρατιωτών σας και ευχηθείτε τους καλή κόλαση γιατί εκεί είναι που πηγαίνουν».
Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας, ο οποίος υποστήριξε τη σύλληψη του εφήβου, δήλωσε: «Δεν εξέφρασε πολύ καλά την άποψή του και γι’ αυτό βρέθηκε σε μπελάδες». Έτσι, όσοι από εσάς επιθυμείτε νόμους ευρωπαϊκού τύπου για τη ρητορική μίσους στην ουσία θέλετε να εξουσιοδοτήσετε την αστυνομία- και μετά τους δικαστές- να αποφασίσουν πότε ένα σημείο είναι αρκετά ακατάλληλο και προσβλητικό για να δικαιολογήσει τη σύλληψη. Ο Αχμέτ γλύτωσε από τη φυλάκιση και τελικά του δόθηκε «απλώς» ένα πρόστιμο και ποινή κοινωνικής εργασίας, αλλά μόνο επειδή «κατέβασε γρήγορα τη δυσάρεστη δημοσίευσή του και προσπάθησε να ζητήσει συγνώμη σε εκείνους που είχε προσβάλλει».
Γράφοντας για την υπόθεση του Αχμέτ στον The Independent, ο δημοσιογράφος Τζερόμ Τέιλορ εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο οι νόμοι για τη «ρητορική μίσους» στο Ηνωμένο Βασίλειο επεκτάθηκαν γρήγορα για να συμπεριλάβουν τυχόν γνώμες που θεωρούνται ανησυχητικές: «Τα τελευταία χρόνια ποινικοποιούμε όλο και περισσότερο την προσβολή, ένα προηγούμενο που θα πρέπει να ανησυχεί πολύ οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για τη σημαντικότητα της ελευθερίας του λόγου». Στον Guardian, ο Ρίτσαρντ Σέιμουρ προχώρησε ακόμα πιο πολύ και είπε ότι «ο Αχμέτ είναι το τελευταίο θύμα μιας συντονισμένης προσπάθειας να επαναπροσδιοριστεί ο ρατσισμός ως “το οτιδήποτε θα μπορούσε ενδεχομένως να προσβάλει τους λευκούς ανθρώπους”».
Έτσι χρησιμοποιούνται οι νόμοι για την ρητορική μίσους σχεδόν σε κάθε χώρα στην οποία υπάρχουν: όχι μόνο για να τιμωρήσουν τα είδη του δεξιού φανατισμού όπως πιστεύουν πολλοί υπέρμαχοί τους, αλλά και ένα ευρύ φάσμα απόψεων που πολλοί στην αριστερά πιστεύουν ότι θα έπρεπε να επιτρέπονται, αν όχι να είναι ξεκάθαρα αποδεκτές. Φυσικά, η αλήθεια είναι αυτή: Στο τέλος, το τι συνιστά «ρητορική μίσους» θα αποφασιστεί από τις πλειοψηφίες, πράγμα που σημαίνει ότι οι απόψεις των μειονοτήτων είναι αυτές που κινδυνεύουν με καταστολή.
Το 2010, ένας μαχητικός αθεϊστής τιμωρήθηκε με εξάμηνη ποινή με αναστολή γιατί επέτρεψε να κυκλοφορήσουν αντιχριστιανικά και αντιισλαμικά φυλλάδια σε θρησκευτικό χώρο του αερολιμένα του Λίβερπουλ. Σύμφωνα με το BBC, «οι ένορκοι τον έκριναν ένοχο γιατί προκάλεσε σκόπιμη θρησκευτική παρενόχληση». Στη Σιγκαπούρη, οι νόμοι για τη «ρητορική μίσους» χρησιμοποιούνται συνήθως για να τιμωρήσουν τους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επικρίνουν τον χριστιανισμό ή τους μουσουλμάνους που έχουν υπερασπιστεί ή έχουν προωθήσει κηρύγματα από ιμάμιδες που θεωρούνται πολύ επικριτικά απέναντι σε άλλες θρησκείες. Στην Τουρκία, είναι συχνές οι περιπτώσεις όπου οι πολίτες έχουν διωχθεί σύμφωνα με τους νόμους για τη ρητορική μίσους επειδή κριτίκαραν κυβερνητικούς αξιωματούχους ή στρατιωτικούς. Οι ριζοσπαστικοί ιμάμηδες διώκονται στην Ευρώπη εάν είναι υπερβολικοί στην υποστήριξη του νόμου της Σαρίας ή της βίας κατά της δυτικής επιθετικότητας.
Ένας αριστερός ακτιβιστής στη Γαλλία καταδικάστηκε και δέχθηκε πρόστιμο για προσβολή του πρώην Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, επειδή κρατούσε μια επιγραφή που έλεγε «χάσου κόπανε». Κατά ειρωνεία της τύχης, αυτές ήταν οι ακριβείς λέξεις που ο ίδιος ο Σαρκοζί είπε όταν ένας πολίτης αρνήθηκε να σφίξει το χέρι του σε μια δημόσια εκδήλωση (το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέτρεψε τελικά την καταδίκη του Γάλλου). Το 2013, όπως ανέφερε ο Νίκο Λανγκ του Salon, «οι δικαστές επέβαλαν πρόστιμο 2.300 ευρώ στη Λορ Πορά, την πρώην επικεφαλής του τμήματος της οργάνωσης ACT UP στο Παρίσι, για τη χρήση του όρου [ομοφοβία] κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης του 2013 κατά της ομάδας εναντίον των αμβλώσεων Lejeune Foundation La Manif Pour Tous».
Μια έκθεση του 2015 από την Freedom House κατέδειξε ότι «η ελευθερία στο διαδίκτυο έχει μειωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο για πέμπτο συνεχές έτος, με περισσότερες κυβερνήσεις να λογοκρίνουν πληροφορίες δημόσιου συμφέροντος». Συγκεκριμένα, «οι κρατικές αρχές έχουν επίσης φυλακίσει περισσότερους χρήστες για τα γραπτά τους στο διαδίκτυο». Η έκθεση αποδεικνύει ότι η προστασία του ελεύθερου λόγου πέφτει στις μισές σχεδόν από τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. «Οι πιο σημαντικές πτώσεις σημειώθηκαν στη Λιβύη, την Ουκρανία και τη Γαλλία», όπου η «η σταθερή πτώση ήρθε πρωτίστως λόγω προβληματικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Σαρλί Εμπντό, όπως περιορισμοί στο περιεχόμενο που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως “απολογίες για την τρομοκρατία”, διώξεις έναντι χρηστών και σημαντική αύξηση της παρακολούθησης».
Νωρίτερα αυτήν τη βδομάδα, η γερμανική κυβέρνηση διέταξε να κλείσει μια ισχυρή αριστερή ιστοσελίδα με την αιτιολογία ότι «ξεσήκωσε» αναταραχές στη σύνοδο κορυφής της G20 στο Αμβούργο και συνήθιζε να ενθαρρύνει τη βία. Χαρακτήρισε την ιστοσελίδα ως την «πιο ισχυρή διαδικτυακή πλατφόρμα για τους διεφθαρμένους αριστερούς εξτρεμιστές στη Γερμανία», και αξιωματούχοι δήλωσαν ότι «ο ιστότοπος αναφερόταν στους αστυνομικούς ως “γουρούνια” και “δολοφόνοι” και είχε συμπεριλάβει οδηγίες για τη δημιουργία κοκτέιλ μολότοφ». Παρόλο που η σελίδα διατάχθηκε να κλείσει βάσει των νόμων που απαγορεύουν παράνομες ενώσεις και όχι βάσει των νόμων για τη «ρητορική μίσους», η βάση είναι η ίδια και είναι μέρος μιας γενικής γερμανικής τάσης, κατά την οποία «οι αρχές έχουν λάβει μέτρα εναντίον της ρητορικής μίσους και της υποκίνησης στη βία».
Το κλείσιμο αυτής της αριστερής σελίδας αποτελεί μέρος μιας μακράς παράδοσης στη Γερμανία, όπου μπορεί να απαγορευτεί οποιαδήποτε ιδέα που θεωρείται απειλητική για την επικρατούσα τάξη. Στη δεκαετία του 1950, ένα ευρωπαϊκό δικαστήριο υποστήριξε τη διαταγή της γερμανικής κυβέρνησης να διαλύσει και να απαγορεύσει το Κομμουνιστικό Κόμμα και να κατάσχει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, επειδή αντιτάχθηκε στις αρχές στις οποίες στηριζόταν η γερμανική κυβέρνηση.
Ακόμη και αν οι νόμοι για τη «ρητορική μίσους» εφαρμόζονταν δια μαγείας από τις αρχές ακριβώς όπως θα επιθυμούσαν οι υποστηρικτές τους- σύμφωνα με τους οποίους μόνο οι ιδέες που μισεί κανείς θα καταπιεστούν και θα τιμωρηθούν, ενώ οι ιδέες που αγαπάμε θα επιτραπούν να ανθίσουν- θα υπάρχουν ακόμα πολύ καλοί λόγοι για να αντιταθούμε σε τέτοιος νόμους. Έγραψα εκτενώς γι’ αυτούς τους λόγους πριν από αρκετά χρόνια στον The Guardian και την περασμένη πάλι εβδομάδα και ο νομικός διευθυντής της Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU), Ντέιβιντ Κόουλ έγραψε αυτήν την εβδομάδα στο New York Review of Books σχετικά με το γιατί η ACLU υπερασπίζεται όλα τα είδη ρητορικής, ακόμα και αυτές που εκφράζουν το μεγαλύτερο μίσος.
Ειδικότερα, η αξίωση ότι η λογοκρισία θα αποδυναμώσει τις ομάδες μίσους και θα τις κάνει να εξαφανιστούν είναι εντελώς οπισθοδρομική. Τίποτα δεν ενισχύει τις ομάδες μίσους περισσότερο από τη λογοκρισία τους, καθώς τις μετατρέπει σε μάρτυρες του ελεύθερου λόγου, ενισχύει το αίσθημα της αδικίας και τους αναγκάζει να αναζητήσουν πιο καταστροφικά μέσα ακτιβισμού.
Όταν εκπροσωπούσα ως δικηγόρος τέτοιες ομάδες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους στην ελευθερία του λόγου, είδα πως πάνω από όλα αγαπούσαν να υπάρχουν προσπάθειες λογοκρισίας εναντίον τους, διότι γνώριζαν ότι τίποτε δεν θα ενίσχυε αποτελεσματικότερα τον σκοπό τους. Αντιστρόφως, όπως απέδειξαν τα επακόλουθα του Σάρλοτσβιλ, ο καλύτερος τρόπος για να αποκαλυφθεί η κακία τέτοιων ομάδων και συνακόλουθα για να εξασθενήσουν, είναι να αφεθούν να δείξουν την πραγματική τους φύση.
Κατά ειρωνεία της φύσης, όσοι υποστηρίζουν ότι οι νεοναζί και άλλες ομάδες υπόκεινται σε έντονη λογοκρισία, κάνουν το καλύτερο που μπορούν για να τους ενδυναμώσουν. Όπως γράφει ο Κόουλ: «Όταν οι υπέρμαχοι της λευκής υπεροχής κάλεσαν μια συγκέντρωση την επόμενη εβδομάδα στη Βοστώνη, είχαν μόνο μια χούφτα υποστηρικτών. Υπερείχαν με τεράστια διαφορά δεκάδες χιλιάδες αντι-διαμαρτυρόμενοι που διαδήλωσαν ειρηνικά στους δρόμους για να καταδικάσουν τη λευκή υπεροχή, τον ρατσισμό και το μίσος. Η Βοστώνη απέδειξε για άλλη μια φορά ότι η πιο ισχυρή απάντηση στη ρητορική που μισούμε δεν είναι η καταστολή, αλλά περισσότερη ρητορική».
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η ιδανική εφαρμογή της λογοκρισίας που οραματίζονται οι υποστηρικτές της δεν μοιάζει με τον τρόπο που εφαρμόζονται αυτοί οι νόμοι. Και δεν θα είναι ποτέ έτσι. Αν εξουσιοδοτήσετε τις κρατικές αρχές να αποφασίσουν ποιες ιδέες επιτρέπονται και ποιες δεν επιτρέπονται- να αξιολογήσουν ποιες ιδέες περιέχουν αρκετό «μίσος» για να δικαιολογήσουν την απαγόρευση- δεν είναι απλά πιθανό, αλλά αναπόφευκτο το ότι αυτοί οι νόμοι τελικά θα χρησιμοποιηθούν για να απαγορεύσουν τις ιδέες που υποστηρίζετε. Όπως δήλωσε ο Κόουλ, «είναι σχεδόν αδύνατο να διατυπώσουμε έναν κανόνα για την καταστολή της ρητορικής που δεν θα έδινε στους κυβερνητικούς αξιωματούχους μια επικίνδυνα ευρεία εξουσία και θα προκαλούσε διακρίσεις εναντίον συγκεκριμένων απόψεων».
Όπως εξήγησε πρόσφατα ο Κόνορ Φριντέρσντορφ του The Atlantic, υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην καρδιά αυτής της νέας φιλελεύθερης επιθυμίας για νόμους λογοκρισίας κατά της «ρητορικής μίσους»: Οι άνθρωποι που θα τους εφαρμόσουν και θα τους ερμηνεύσουν είναι εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, Ο Τζεφ Σέσιονς, οι κυβερνήτες και οι νομοθέτες του ρεπουμπλικανικού κόμματος, καθώς και ένας μακρύς κατάλογος δεξιών δικαστών. Δεν θέλει πολλή φαντασία για να δούμε πώς θα εφαρμοστούν τέτοιοι νόμοι και εναντίον ποιων. Πράγματι, σύμφωνα με την ιστορία των ΗΠΑ, όταν είχαν επιτραπεί τέτοιοι περιορισμοί το αποτέλεσμα ήταν ότι χρησιμοποιήθηκαν εναντίον ακριβώς των ομάδων που οι υποστηρικτές της λογοκρισίας πιστεύουν ότι θα προστατεύσουν. Όπως έγραψε ο Κόουλ:
Η ιστορία μας δείχνει ότι η εξουσία πάνω στον περιορισμό της βίας είναι μια πρόσκληση για την τιμωρία της πολιτικής διαφωνίας, εκτός εάν περιοριστεί πάρα πολύ. Ο Μίτσελ Πάλμερ, ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ και ο Τζόζεφ Μακάρθι χρησιμοποίησαν όλοι την υποστήριξη της βίας ως δικαιολογία για να τιμωρήσουν τους ανθρώπους που συνδέονται με κομμουνιστές, σοσιαλιστές ή ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων.
Πράγματι, η ACLU δημιουργήθηκε με αφορμή μια προσπάθεια του πρώην προέδρου Γούντροου Ουίλσον να ποινικοποιήσει τη διαφωνία κατά της πολιτικής του για τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια, πέρασε δεκαετίες προσπαθώντας να πολεμήσει τις προσπάθειες λογοκρισίας εναντίον των κομμουνιστών, των σοσιαλιστών, των ομάδων πολιτικών δικαιωμάτων και των ΛΟΑΤ ακτιβιστών. Όταν εξουσιοδοτείς την κοινωνία να απαγορεύει τις ιδέες που μισεί περισσότερο, αυτή είναι που γίνεται η πιο ευάλωτη. Οι δικηγόροι για τις πολιτικές ελευθερίες πέτυχαν στην υπεράσπιση αυτών των ομάδων μόνο υποστηρίζοντας την αρχή ότι η κρατική λογοκρισία των πολιτικών απόψεων είναι πάντα ανεπίτρεπτη.
Αλλά για να δούμε ποια είναι τα πραγματικά αποτελέσματα των νόμων για την «ρητορική μίσους» και όχι αυτά που ελπίζουμε, δεν είναι απαραίτητες οι υποθέσεις, ούτε χρειάζεται να ψάχνουμε στην αμερικάνικη ιστορία του 20ού αιώνα. Ρίξτε απλά μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται σήμερα αυτοί οι νόμοι στην Ευρώπη και εναντίον ποιων. Ποιος θα μπορούσε να το εξετάσει αυτό και να το θεωρήσει ως κάτι το επιθυμητό;
Το TPP είναι αποκλειστικός συνεργάτης του The Intercept στην Ελλάδα
Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή