της Φραγκίσκας Μεγαλούδη*
Το μήνυμα είναι απλό: δοκιμάσαμε τα πάντα, τίποτα δεν λειτουργεί και η μόνη λύση είναι να χρησιμοποιήσουμε βία.
Αλλά έκανε πραγματικά η διεθνής κοινότητα ό,τι περνούσε από το χέρι της για να επιλύσει την κρίση στην κορεατική χερσόνησο;
Μέχρι το 1989, η Βόρεια Κορέα είχε αναπτύξει μια στρατηγική αποτροπής που επικεντρωνόταν στην ανάπτυξη των συμβατικών όπλων ως το κύριο μέσο αποτροπής της απειλής των αμερικανικών πυρηνικών όπλων. Τότε ο Kim Il Sung, είχε υποστηρίξει ότι τα πυρηνικά όπλα δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην κορεατική χερσόνησο λόγω του μικρού μεγέθους της. Το 1985, η ηγεσία της Βόρειας Κορέας εντάχθηκε στη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (NPT) και το 1990 άρχισαν οι συνομιλίες με τη Νότια Κορέα.
Τον Ιανουάριο του 1992, η Βόρεια Κορέα συνάπτει συμφωνία με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (IAEA), η οποία θα επικυρωθεί τον Απρίλιο του ίδιου έτους, παρά τις κυρώσεις που είχαν ήδη επιβληθεί απο τις ΗΠΑ στη βαριά βιομηχανία της Βόρειας Κορέας. Την ίδια χρονιά οι δύο Κορέες θα υπογράψουν την Κοινή Δήλωση Νότου-Βορρά για την αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου. Σύμφωνα με τη δήλωση, και οι δύο χώρες συμφωνούν να μην «δοκιμάσουν, κατασκευάσουν, παράξουν, λάβουν, αποθηκεύσουν, ή χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα» ή να «διαθέτουν εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου».
Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1993, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ισχυρίζονται ότι διαθέτουν στοιχεία ότι η Βόρεια Κορέα παραβίασε τις δεσμεύσεις της στο πλαίσιο της συμφωνίας και απαιτούν ειδική επιθεώρηση δύο τοποθεσιών που εκτιμάται ότι αποθηκεύουν πυρηνικά απόβλητα. Η Πιονγκγιάνγκ αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση στους επιθεωρητές του IAEA και κατηγορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι πιέζουν τους αξιωματούχους του IAEA και των κρατών μελών να εγκρίνουν ψήφισμα που απαιτεί από τη Βόρειο Κορέα να ανοίξει στρατιωτικούς χώρους σε επιθεωρήσεις που δεν σχετίζονται με πυρηνικά. Ανακοινώνει επίσης την πρόθεσή της να αποσυρθεί από τη Συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών σε τρεις μήνες.
Μετά από μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας συμφώνησε να επιτρέψει στα Ηνωμένα Έθνη να συνεχίσουν τις επιθεωρήσεις και ανέστειλε την απόσυρσή της από τη συνθήκη. Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα απειλήσουν την Βόρεια Κορέα και δεν θα παρεμβαίνουν στις εσωτερικές της υποθέσεις.
Την ίδια εποχή, η Βόρεια Κορέα διαπραγματευόταν μια συμφωνία με το Ισραήλ για να τερματίσει τις εξαγωγές πυραύλων στη Μέση Ανατολή σε αντάλλαγμα διπλωματικής αναγνώρισης. Η συμφωνία περιελάμβανε την πώληση ενός ορυχείου χρυσού στο Ισραήλ και μια επένδυση ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων στη Βόρεια Κορέα, με χρήματα απο δωρεές Εβραίων της διασποράς. Ως αντάλλαγμα, η Βόρεια Κορέα θα σταματούσε να προμηθεύει πυραύλους στο Ιράν και θα επαναλάμβανε τις συνομιλίες για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Αλλά η κυβέρνηση Κλίντον δεν θέλησε να επιλυθεί η κρίση στην κορεατική χερσόνησο χωρίς την άμεση ανάμειξή της. Λίγους μήνες αργότερα η συμφωνία ακυρώθηκε. Ισραηλινοί αξιωματούχοι παραδέχθηκαν τον Αύγουστο του 1993 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται στο σχέδιο του Ισραήλ να επενδύσει στη Βόρεια Κορέα και το πίεσαν να απορρίψει το σχέδιο.
Ακολούθησαν περισσότερες διαπραγματεύσεις και ο Πρόεδρος Jimmy Carter προσκλήθηκε στην Πιονγιάνγκ για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση ενός Αμερικανού πολίτη, αλλά και να συνεχίσει τις συνομιλίες με τη Βόρεια Κορέα για το πυρηνικό πρόγραμμα. Αυτές οι συνομιλίες κατέληξαν στο συμφωνημένο πλαίσιο ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας του 1994, βάσει του οποίου η Πιονγιάνγκ δεσμεύτηκε να παγώσει το παράνομο πρόγραμμα όπλων πλουτωνίου με αντάλλαγμα βοήθεια και πολιτική αναγνώριση.
Όπως έγραψε ο Jimmy Carter, «η Πιονγκγιάνγκ ήταν έτοιμη να δεχθεί μια συμφωνία που έληγε το πυρηνικό της πρόγραμμα και προέβλεπε μόνιμη ειρηνευτική συνθήκη για να αντικαταστήσει την προσωρινή κατάπαυση του πυρός του 1953»
Δυστυχώς, αυτό δεν θα συνέβαινε. Αν και η Βόρεια Κορέα είχε σταματήσει να δοκιμάζει πυραύλους μακρύτερης εμβέλειας ή να παράγει όπλα με πλουτώνιο, η συμφωνία κατέρρευσε το 2002, όταν ανέλαβε καθήκοντα ο πρόεδρος Μπους. Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να στοχοποιήσει τρεις χώρες – το Ιράκ, τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν – τις οποίες κατηγόρησε ότι εξοπλίζονται με όπλα μαζικής καταστροφής και σχηματίζουν τον «άξονα του κακού». Ο επιθετικός μιλιταρισμός της κυβέρνησης Μπους οδήγησε τη Βόρεια Κορέα να συνεχίσει το πυρηνικό πρόγραμμα και το πρόγραμμα πυραύλων. Τον Ιανουάριο του 2003, η Πιονγιάνγκ εγκατέλειψε τη NPT ως αντίποινα για απόφαση των ΗΠΑ να σταματήσουν τις μεταφορές πετρελαίου που υποσχέθηκαν στη χώρα βάσει του συμφωνηθέντος πλαισίου του 1994. Οι ΗΠΑ ισχυρίστηκαν ότι είχαν πληροφορίες που αποδείκνυαν ότι η Βόρεια Κορέα ξεκίνησε μυστική προσπάθεια εμπλουτισμού του ουρανίου, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούσαν παραβίαση του συμφώνου του 1994. Οι New York Times και The Washington Post ανέφεραν ότι η Λιβύη έλαβε ουράνιο που θεωρείται ύποπτο ως Βορειοκορεατικής προέλευσης το 2004. Ωστόσο, σύμφωνα με τον οργανισμό Arms Control Today, ο οποίος έχει έδρα την Ουάσινγκτον «τα στοιχεία δείχνουν, αλλά δεν αποδεικνύουν ότι το υλικό προέρχεται από τη Βόρεια Κορέα».
Το 2005 επετεύχθη συμφωνία βάσει της οποίας η Πιονγιάνγκ θα εγκαταλείψει το πυρηνικό πρόγραμμα και το πρόγραμμα πυραύλων και θα επιτρέψει διεθνείς επιθεωρήσεις. Ως αντάλλαγμα, η χώρα επρόκειτο να λάβει ρήτρα μη επίθεσης από τις ΗΠΑ, ανθρωπιστική βοήθεια και 50.000 τόνους καυσίμων το 2005 και 900.000 το 2007. Ωστόσο και αυτή η συμφωνία δεν διήρκησε πολύ. Ο Πρόεδρος Μπους απέρριψε την έκθεση των 60 σελίδων της βορειοκορεατικής κυβέρνησης για το πυρηνικό της πρόγραμμα ως ανακριβή, διέλυσε τη διεθνή κοινοπραξία που είχε συσταθεί για να παράσχει τον υπό συζήτηση αντιδραστήρα ελαφρού ύδατος και σκλήρυνε τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Βόρειας Κορέας. Τον Σεπτέμβριο του 2005, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τη Banco Delta Asia στο Μακάο για ξέπλυμα χρημάτων της Βόρειας Κορέας και οι ΗΠΑ έλαβαν οικονομικές κυρώσεις εναντίον της τράπεζας.
Θορυβημένη από τη μαζική εκροή ξένου κεφαλαίου, η κυβέρνηση του Μακάο πάγωσε 24 εκατομμύρια δολάρια που ανήκαν σε κορεατικά συμφέροντα και διέταξε μια ανεξάρτητη έρευνα. Η έρευνα διεξήχθη από την Ernst & Young και την κυβέρνηση του Μακάο. Δεν βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για ξέπλυμα χρήματος, ωστόσο η Banco Delta Asia παρέμεινε στη μαύρη λίστα χωρίς το δικαίωμα να ασκεί οποιαδήποτε συναλλαγή σε δολάρια, κάτι που είχε σοβαρές συνέπειες στην εύθραυστη οικονομία της Βόρειας Κορέας.
Από τότε και εν μέσω διαπραγματεύσεων – οι οποίες εντάθηκαν μετά τις δύο πυρηνικές δοκιμές του 2006 και του 2009 – και την επιβολή κυρώσεων στην οικονομία και το εμπόριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (UNSC), η Βόρεια Κορέα σκλήρυνε σταδιακά την στάση της. Η τύχη του Σαντάμ Χουσεΐν και του Μουαμάρ Καντάφι είναι πιθανώς ένας καλός λόγος για τη βορειοκορεατική ηγεσία να συνεχίσει το πυρηνικό οπλοστάσιό της.
Εν τω μεταξύ, η Δύση αποδίδει τις απειλές της Βόρειας Κορέας στην τρέλα των ηγετών της. Ο ρόλος των προκλήσεων των ΗΠΑ σε αυτή την κρίση αναφέρεται σπάνια.
Το επεισόδιο του Απριλίου στο βόρειο κορεατικό σήριαλ ήταν η ανακοινωθείσα αποστολή του αμερικανικού αεροπλανοφόρου Carl Vinson στην Κορεατική Χερσόνησο, η οποία συνοδευόταν από απειλές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεκινούσαν προληπτική επίθεση ενάντια στο Βορρά εάν η Πιονγιάνγκ διεξήγαγε έκτη πυρηνική δοκιμή. Θεωρήθηκε ότι οι επιθέσεις των ΗΠΑ στην Συρία και η χρήση της «μητέρας όλων των βομβών» στο Αφγανιστάν ήταν ένα άμεσο μήνυμα στη Βόρεια Κορέα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πολύ γρήγορα διέδωσαν τα νέα των δοκιμών «ξεχνώντας» όμως να αναφέρουν ότι η βόμβα που δοκιμάστηκε στο Αφγανιστάν είναι μια συμβατική “μηχανή θανάτου” που μπορεί να προκαλέσει τεράστιες απώλειες.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, μόλις δυο μήνες πριν ξεκινήσει η φιλοπολεμική ρητορική, ο υπουργός Εξωτερικών της Βόρειας Κορέας θα συμμετείχε σε μια συνάντηση στη Νέα Υόρκη με αμερικανούς αξιωματούχους- την πρώτη που θα διεξαγόταν σε αμερικανικό έδαφος από το 2011. Τότε συνέβη η δολοφονία του Kim Jong Nam στη Μαλαισία.
Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε όλη την αλήθεια για το ποιός και γιατί τον δολοφόνησε, τα μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν αμέσως τον Kim Jong Un για τη δολοφονία του αδελφού του. Το κίνητρο ήταν ότι ο Ναμ μπορεί να σχημάτιζε εξόριστη κυβέρνηση με την υποστήριξη της Κίνας. Φυσικά, αμέσως μετά τη δολοφονία οι βίζες της βορειοκορεατικής αντιπροσωπείας ακυρώθηκαν και η διοίκηση του Trump το θεώρησε πράξη τρομοκρατίας.
Η ιστορία του θανάτου του εγείρει πολλά σοβαρά ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Γιατί ο Kim Jong Un να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό του σε δημόσιο χώρο, γεμάτο κάμερες και μάρτυρες, χρησιμοποιώντας τοξικό αέριο, ενώ θα μπορούσε να το κάνει πολύ πιο διακριτικά.
Η δολοφονία του Kim Jong Nam είχε πάρα πολλά κενά ακόμη και για τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, που δικαιολόγησαν τις ασυνέπειες της ιστορίας υποστηρίζοντας ότι ήταν μια παλαιά διαταγή του Kim Jong Un που πραγματοποιήθηκε όταν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, χωρίς να απαιτείται άμεση έγκριση. Με άλλα λόγια, αυτό που μας λένε είναι ότι ο Kim Jong Un έχει μεν τον απόλυτο έλεγχο αλλά μια τόσο σοβαρή πράξη, όπως η δολοφονία του αδελφού του, θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την άμεση έγκρισή του.
Στις 3 Σεπτεμβρίου η Βόρεια Κορέα πραγματοποίησε την έκτη πυρηνική δοκιμή. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για όποιον ακολουθεί τις εξελίξεις στη Βόρεια Κορέα. Από τον Απρίλιο, οι αναλυτές υποστήριζαν ότι η βορειοκορεατική κυβέρνηση προετοιμάζει την έκτη δοκιμή ενώ οι μυστικές υπηρεσίες της Νότιας Κορέας προειδοποιούσαν για την επικείμενη δοκιμή απο τις 26 Αυγούστου. Η δοκιμή δεν αλλάζει ουσιαστικά την κατάσταση στην κορεατική χερσόνησο, είναι όμως άλλη μια σοβαρή κλιμάκωση της κατάστασης που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι όμως και μια ακόμα ισχυρή ένδειξη ότι πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα συνομιλίες.
Για δεκαετίες, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης προετοίμαζαν το έδαφος για να δικαιολογήσουν αλλαγή καθεστώτος με οποιονδήποτε τρόπο στη Βόρεια Κορέα. Η χώρα έχει κατά συρροή απεικονιστεί ως καρικατούρα που οδηγείται από έναν τρελό, με τους βορειοκορεάτες ως έναν πληθυσμό πεινασμένο και σε άγνοια για ό,τι συμβαίνει, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Το κοινό έχει μάθει να μην αμφιβάλλει για τα νέα που το ταίζουν. Οπως μαθαίνει να θεωρεί το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου ως μια λογική λύση στις «προκλήσεις» της Βόρειας Κορέας. Ισως όμως δεν μας νοιάζει τίποτα απο όλα αυτα, μέχρι να οδηγηθούμε σε έναν άλλο πόλεμο, στο όνομα της δημοκρατίας.
Η Φραγκίσκα Μεγαλούδη είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Στη χώρα των Κιμ: Δύο χρόνια στη Βόρεια Κορέα»