του Θάνου Καραμπουρνιώτη*
Έρευνα[1] που έλαβε χώρα το Μάρτη του 2017 από μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες λογιστικήςπαγκοσμίως την Pricewaterhouse Coopers, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η διαρκώς αυξανόμενη αυτοματοποίηση στην εργασία μπορεί μέχρι το 2030 να εκτοπίσει από την αγορά περίπου το 38% των θέσεων εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 35% στη Γερμανία και το 21% στην Ιαπωνία. Όταν ρωτήθηκαν[2] μέλη της παγκόσμιας πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και ερευνητές για το εάν θεωρούν πως η τάση αυτή για αυτοματοποίηση (ακόμη και σε επίπεδο τριτογενούς παραγωγής όπως παρατηρείται) μπορεί να επενεργήσει θετικά ως προς την κοινωνία και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων βρέθηκαν περισσότερο διχασμένοι παρά ποτέ. Η βασική τους ανησυχία εστιάζονταν στο κατά πόσο αφενός οι εργαζόμενοι θα καταφέρουν να προσαρμοστούν στις νέες ανάγκες που θα προκύψουν μέσω της εκμηχάνισης, αφετέρου στο εάν η εκμηχάνιση αυτή πέρα από το να καταστρέψει μόνο θέσεις εργασίας, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει κιόλας νέες.
Το γεγονός είναι πως μια νέα εποχή αυτοματοποίησης βρίσκεται προ των πυλών και κάποια στιγμή η ανθρωπότητα θα κληθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που γεννώνται και σε λίγο καιρό θα συναντήσειστο διάβα της. Το θετικό είναι πως ήδη ο Μαρξ από το 1867 και τη συγγραφή του μνημειώδους βιβλίου του Κεφαλαίου της έδωσε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά εργαλεία τα οποία και θα χρησιμοποιηθούν για να αναλυθεί η αντίδραση του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής στις αλλαγές αυτές.
Το άρθρο αυτό θα ασχοληθεί με δύο ζητήματα τα οποία εν δυνάμει θα αποτελέσουν το κάθε ένα για τους δικούς του λόγους καρφιά στο φέρετρο του καπιταλισμού. Το πρώτο είναι ηυποκατανάλωση εμπορευμάτωνκαι το δεύτερο η όλο και λιγότερη παραγωγή απόλυτης υπεραξίας σε ένα άκρως μηχανοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα. Ως ενδεχόμενο μπορεί να εμφανιστεί το φαινόμενο της υποκατανάλωσης μεμονωμένα ή αντιστοίχως να παρατηρηθεί το φαινόμενο της έλλειψης άντλησης υπεραξίας το οποίο θα οδηγήσει αυτό καθεαυτό στην υποκατανάλωση, αν και η ίδια η ζωή έχει αποδείξει τόσες φορές στο παρελθόν πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από όσο τα περιμένει κανείς.Στο τέλος το άρθρο θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις στο τι μπορεί αλλά και το τι πρέπει να γίνει έτσι ώστε να καταφέρουμε να υπερκεράσουμε την κρίση αυτή, πάντα κατά τις απόψεις του γράφοντα.
Κρίση λόγω υποκατανάλωσης:
Όπως αναφέρθηκε αρκετές φορές μέσα στο άρθρο είτε άμεσα είτε έμμεσα, οι προβλέψεις για το μέλλον κάνουν λόγο για σίγουρη απώλεια θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα χρόνια και το στοίχημα του συστήματος είναι εάν και εφόσον κάποιες από αυτές θα αντικατασταθούν από νέες. Τα δεδομένα που προκύπτουν μέχρι σήμερα λοιπόν προοικονομούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες μια ραγδαία διόγκωση της ανεργίας, ειδικά εάν ληφθεί υπ’όψιν πως ο παγκόσμιος πληθυσμός πλέον αυξάνεται με εκθετικούς ρυθμούς.
Η κρίση του συστήματος λόγω υποκατανάλωσης προκύπτει σε μια κοινωνία στην οποία οι μισθοί δεν αυξάνονται όσο αυξάνεται και η παραγωγικότητα. Εδώ εμφανίζεται ένα παράδοξο που προκύπτει από την τάση αυτοματοποίησης της παραγωγής. Βασικό αίτιο που ο κεφαλαιοκράτης θα επιλέξει να εκμηχανίσει την επιχείρησή του είναι η θεαματική αύξηση παραγωγικότητας σε σταθερό χρόνο, σε σύγκριση με την ύπαρξη εργαζομένων στο ίδιο πόστο. Όμως σε μια κοινωνία την οποία μαστίζει η ανεργία και οι χαμηλοί μισθοί σε μεγάλο μέρος όσων ακόμη δεν έχασαν τη δουλειά τους, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν μηδενική αγοραστική δύναμη για την πλειοψηφία του κόσμου και έτσι τεράστια προσφορά με τρομακτικά μικρή ζήτηση. Έτσι τα εμπορεύματα που δημιουργούνται στο καπιταλιστικό σύστημα αντί να επιτύχουν το σκοπό της δημιουργίας τους δηλαδή να πωληθούν, παραμένουν στα ράφια και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Η έξαρση της κρίσης υποκατανάλωσης θα ξεκινήσει από ένα συγκεκριμένο παραγωγικό κλάδο ή έναν κολοσσό της παραγωγής και στη συνέχεια θα εξαπλωθεί ως αρρώστια και στους υπολοίπους, κάτι πουγίνεται αντιληπτόαπό τη διασύνδεση τόσων παραγωγικών κλάδων και επιχειρήσεων για τη δημιουργία ενός και μόνο προϊόντος.
Για παράδειγμα εάν η Apple ξαφνικά δεν μπορούσε να πουλήσει τα προϊόντα της, θα αποκτούσε πρόβλημα ρευστότητας και δε θα είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις οικονομικές της συμφωνίες, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται άμεσα και μια σειρά από πάρα πολλές μικρότερες επιχειρήσεις οι οποίες συνεργάζονται μαζί της για την παραγωγή των προϊόντων της, προμηθεύοντάς τη με πρώτη ύλη (πλαστικό, γυαλί, μέταλλο για τη δημιουργία κινητών, υπολογιστών κλπ) ή με τεχνογνωσία.
Παράλληλα όμως κατά βάση οι επιχειρήσεις αυτές δε λειτουργούν με μοναδικό πελάτη την Apple, αλλά έχουν μια σειρά ακόμη συμφωνιών με άλλες εταιρίες είτε του ίδιου είδους είτε διαφορετικών παραγωγικών κλάδων. Μια ενδεχόμενη αθέτηση συμφωνίας από πλευράς της θα μπορούσε να οδηγήσει τις επιχειρήσεις αυτές σε αντίστοιχη αθέτηση συμφωνιών με άλλες και ούτω καθεξής, δημιουργώντας έτσι ένα ντόμινο οικονομικής καταστροφής. Επομένως σε περίπτωση που διερευνηθεί σε μακροσκοπικό επίπεδο το φαινόμενο της υποκατανάλωσης φαίνεται πως δεν κάνει απολύτως καμιά διάκριση στην καταστροφή παραγωγικών μονάδων, είτε αυτές ανήκουν στο μεγάλο κεφάλαιο, είτε βρίσκονται στα χέρια μικροεπιχειρηματιών.
Κρίση λόγω απουσίας απόλυτης υπεραξίας:
Αναδείχθηκε μέχρι στιγμής ο μηχανισμός εκδήλωσης της κρίσης υποκατανάλωσης, οπότε τώρα ήρθε η ώρα να αναλυθεί το θέμα της άντλησης υπεραξίας σε ένα άκρως αυτοματοποιημένο περιβάλλον. Αρχικά για να κατανοηθεί η σημασία που έχει η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας (υπεραξία από εδώ και πέρα) στον καπιταλισμό θα πρέπει να οριστεί έστω και ποιοτικά. Το φαινόμενο της υπεραξίας συναντάται από τη στιγμή που υπήρξε ο πρώτος εργοδότης στην ιστορία και ο οποίος είχε στη δούλεψή του έστω και έναν εργαζόμενο που έπρεπε να παράξει εμπόρευμα (ένα προϊόν που πριν ακόμη από τη στιγμή της δημιουργίας του έχει σκοπό να πωληθεί και όχι να καταναλωθεί από τον παραγωγό του). Όταν ένας εργοδότης δαπανά ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο για να παράξει μία μονάδα εμπορεύματος, το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει χρήματα για τις πρώτες ύλες, για τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν (και τα δυο εντάσσονται στα μέσα παραγωγής) αλλά και για το αντίτιμο της εργατικής δύναμης που προσφέρει ο εργαζόμενος για τη δημιουργία της μονάδας αυτής. Βέβαια το κόλπο εδώ είναι πως το αντίτιμο που ο εργοδότης προσφέρει στον εργαζόμενο για τις υπηρεσίες του δεν ανταποκρίνεται στην αξία την οποία ο εργαζόμενος παρήγαγε μα σε λιγότερη. Με λίγα λόγια εάν από την αξία που παρήχθη αφαιρεθεί η αξία που πήρε στα χέρια του ο εργαζόμενος (σε χρήματα) τότε μένει το μέγεθος της υπεραξίας την οποία αντλεί στην τσέπη του ο εργοδότης. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό μιας και σε περίπτωση που ο εργαζόμενος έπαιρνε σε χρήματα όση αξία παρήγαγε τότε δε θα συνέφερε κανέναν εργοδότη να τον έχει στη δούλεψή του. Η υπεραξία ποσοτικά μπορεί να έχει τεράστιες διαφοροποιήσεις ανάλογα με το μισθό κάποιου, με το χρόνο εργασίας αλλά και με την ένταση στην εργασία του. Όπως φαίνεται μέχρι τώρα λοιπόν,το φαινόμενο της υπεραξίας αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του καπιταλισμού και όταν ταρακουνιέται ένα τόσο σημαντικό στοιχείο ενός συστήματος τότε το οικοδόμημα διατρέχει μεγάλο κίνδυνο κατάρρευσης.
Για ποιο λόγο όμως η αύξηση αυτοματοποίησης οδηγεί στη μείωση άντλησης υπεραξίας; Εδώ για να συνεχιστεί περαιτέρω η ανάλυση θα πρέπει να γίνει αναφορά στο χαρακτήρα μιας μηχανής στην παραγωγική διαδικασία. Μια μηχανή σε σύγκριση με έναν εργαζόμενο ο οποίος θα μπορούσε να κάνει την ίδια δουλειά και να παράξει το ίδιο εμπόρευμα έχει κάποια προτερήματα αλλά και ένα βασικό μειονέκτημα. Τα θετικά είναι πως μια μηχανή μπορεί να αυξήσει κατακόρυφα την παραγωγή ενώ επίσης μπορεί να ρίξει και το κόστος αυτής (σε σύγκριση πάντα με το μισθό ενός εργαζομένου ή και περισσοτέρων που θα αντικαταστήσει για την ίδια δουλειά).Ο κύριος προβληματισμός εδώ όμως έγκειται στην αδυναμία του μηχανικού παράγοντα να παράξει και αυτός με τη σειρά του υπεραξία. Με βάση τον Μαρξ, μια μηχανή το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναπαράγει την ίδια της την αξία στο προϊόν (κατά βάση εμπόρευμα) που παράγει. Όσο η μηχανή φθείρεται κατά τη διαδικασία παραγωγής, τόσο αποτυπώνει την αξία της επάνω στη δημιουργία της κάτι όμως που κάνει εμφανές ότι η ίδια αξία παραμένει απλά αλλάζοντας μορφή, από τη μηχανή προχωρά στο εμπόρευμα. Το γεγονός ότι δεν παράγεται νέα αξία αποδεικνύει πως στη διαδικασία παραγωγής ανάμεσα σε μηχανή και εμπόρευμα το μέγεθος υπεραξία απουσιάζει. Έτσι το συμπέρασμα στο οποίο κάποιος καταλήγει είναι πως ο μοναδικός τρόπος παραγωγής υπεραξίας είναι μέσω της κατανάλωσης της ανθρώπινης εργατικής δύναμης.
Για να καταστεί σαφέστερη η έννοια της αναπαραγωγής της αξίας της μηχανής στο εμπόρευμα θα βοηθούσε η αναφορά σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Ας υποτεθεί πως ένας εργοδότης έχει στην κατοχή του ένα φωτοτυπείο και το φωτοτυπείο αυτό περιλαμβάνει μια φωτοτυπική μηχανή. Η φωτοτυπική μηχανή αυτή όταν αγοράστηκε κόστισε στον εργοδότη 15000$ και καθ’όλη τη διάρκεια ζωής της τύπωσε 5000000 φωτοτυπίες. Εάν δε ληφθούν υπ’όψιν τα κόστη συντήρησης και λειτουργίας της μηχανής (χάριν απλοποίησης του προβλήματος) τα οποία προστίθενται στησυνολική της αξία, τότε η αξία αυτή της μηχανής είναι 15000$. Η αξία που μεταφέρθηκε σε κάθε μια φωτοτυπία που τυπώθηκε ήταν 15000/5000000, δηλαδή 0.003$. Άρα η κάθε φωτοτυπία έλαβε από το μηχάνημα αξία ίση με 0.003$ μέσω της φθοράς που αυτό υπέστη κατά τη διάρκεια της παραγωγής της. Φαίνεται εμφανώς πλέον εδώ πως δε δημιουργείται νέα αξία από το μηδέν (όπως συμβαίνει στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας) αλλά απλώς η ήδη υπάρχουσα αξία αλλάζει μορφή, από τη μηχανή μεταφέρεται στο εμπόρευμα.
Όταν η απουσία της υπεραξίας σε ένα σύστημα αρχίσει και γίνεται ηγεμονική (λίγοι άνθρωποι εργάζονται σε αντίθεση με την πληθώρα μηχανών) τότε αρχίζει να παρατηρείται τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους. Ενώ ακόμη οι κεφαλαιοκράτες έχουν κερδοφορία αυτή αρχίζει να μειώνεται χωρίς να μπορεί να βρεθεί λύση. Ο Μαρξ υποστηρίζει στο Κεφάλαιο πως μια βίαιη εκμηχάνιση βραχυπρόθεσμα μπορεί να δώσει μεγάλα κέρδη στους εργοδότες, όσο ακόμη η εκμηχάνιση αυτή θα είναι μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο ανάμεσα σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Η προσπάθεια του συστήματος για ξεπέρασμα της κρίσης
Για να δοθεί επαρκής απάντηση πάνω στο ποια θα ήταν η κίνηση του συστήματος σε μια ενδεχόμενη κρίση λόγω της αυξανόμενης εκμηχάνισης θα πρέπει να αναλυθούν οι στόχοι και η φύση του κεφαλαίου τόσο σε περιόδους κανονικότητας όσο και σε αντίστοιχες περιόδους κρίσης. Κατόπιν θα είναι απλό να κατανοηθούνμε ευκρίνεια πράγματα τα οποία εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντιφατικά, μα μόνο τέτοια δεν είναι.
Υπό συνθήκες κανονικότητας δηλαδή καπιταλιστικής κερδοφορίας, το κεφάλαιο έχει την εγγενή τάση να θέτει ως προτεραιότητα την περαιτέρω αύξηση του ποσοστού κερδοφορίας του. Σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης βέβαια τα πράγματα αλλάζουν, το κεφάλαιο κατανοεί πως εάν μια αύξηση κερδοφορίας δεν είναι εφικτή, τότε εστιάζει την προσοχή του στην επιβίωση και την αντιμετώπιση του κινδύνου αφάνισής του. Εάν σε έναν κεφαλαιοκράτη σε περίοδο κρίσης παρουσιαζόταν μια ευκαιρία που ενώ θα τον ανάγκαζε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, αυτό που θα έπαιρνε πίσω ως αντάλλαγμα θα ήταν η εξασφάλιση της επιβίωσής του, τότε η απόφαση να την αδράξει θα ήταν πάρα πολύ εύκολη για αυτόν. Η ευκαιρία αυτή ονομάζεται αναδιανομή κεφαλαίων.
Έρευνα[3] του Boston Consulting Group του 2016 υποστηρίζει πως στη Βόρεια Αμερική οι εκατομμυριούχοι κατέχουν το 63% του εκεί παραγόμενου πλούτου ενώ στη Μέση Ανατολή το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται στο 56%, ποσοστά που έως το 2020 αναμένεται να έχουν αυξηθεί μέχρι και 5 μονάδες. Γίνεται εύκολα κατανοητό πλέον πως ο παγκόσμιος πλούτος είναι συσσωρευμένος στα χέρια λίγων ανθρώπων και όσο η περιουσία τους αυξάνεται τόσο γρηγορότερα συσσωρεύουν ακόμη περισσότερη. Η λογική της αναδιανομής εστιάζει ακριβώς στο ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσο πολλά να χάσουν. Ως αναδιανομή θεωρείται μια βίαιη μετατόπιση κεφαλαίων από τους έχοντες στους μη έχοντες είτε με τις ευλογίες των εχόντων είτε όχι.
Θα μπορούσε όμως ποτέ ο πλούσιος να δώσει τα χρήματά του στους φτωχούς εκούσια; Η απάντηση είναι όχι απλά θα μπορούσε αλλά ίσως να είναι και το πιθανότερο σενάριο μιας και αποτελεί κομμάτι της στρατηγικής του για να ξεπεράσει την κρίση. Δεν πρέπει να λησμονείται πως σε περιόδους βαθιάς κρίσης υποκατανάλωσης λόγω εκμηχάνισης ο μεγαλύτερος φόβος του κεφαλαιοκράτη είναι ο οικονομικός αφανισμός του. Γνωρίζει παρόλα αυτά πως ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί η κρίση είναι να αποκτήσει η κοινωνία βίαια και σε σύντομο χρονικό διάστημα αγοραστική δύναμη και ποιος καλύτερος τρόπος από μια εκούσια αναδιανομή; Από τη μία βλέπει μπροστά του το ρίσκο της μη αναδιανομής που ενδέχεται να τον καταστρέψει μια για πάντα και από την άλλη την ασφάλεια του ακόμη και μεγάλο κομμάτι περιουσίας του να διαθέσει για τους φτωχούς, θα είναι σίγουρος πως θα κρατήσει κάποια κεφάλαια και τα μέσα παραγωγής του ώστε να συνεχίσει τη διαδικασία υπερσυσσώρευσης. Μπορεί να χάνει αρκετά, μα μακροπρόθεσμα κερδίζει περισσότερα.
Βέβαια η αναδιανομή από μόνη της δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα τέχνασμα για να κρύψει ένα συνεχιζόμενο πρόβλημα, αυτό της ακραίας εκμηχάνισης κάτω από το χαλί. Σε περίπτωση που η διαδικασία παραγωγής παραμείνει ως έχει είναι ζήτημα χρόνου η ίδια κρίση να χτυπήσει ξανά, όμως αυτό το χρόνο το κεφάλαιο θα το χρειαστεί έτσι ώστε να καταφέρει να οχυρώσει όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί από τη μελλοντική κρίση τα κέρδη του. Οι κεφαλαιοκράτες έπαθαν και έμαθαν, δε θα ξανακάνουν τα ίδια λάθη. Η επόμενη κρίση που δε θα αργήσει θα είναι ακόμη πιο σκληρή για τους εργαζομένους και τους υποτελείς.
Η απάντηση των πολλών:
Μέχρι στιγμής αναλύθηκε κάθε πιόνι στο σκάκι της οικονομίας ξεχωριστά πέραν ενός.
Σε περίπτωση που έρθει η μέρα όπου θα κληθεί να επιλέξει, είναι ιστορικά αναγκαίο να ακολουθήσει το δρόμο του αγώνα για ένα διαφορετικό και πιο δίκαιο σύστημα για τους πολλούς. Πιο δίκαιο σύστημα σημαίνει αναπροσαρμογή των κοινωνικά αποδεκτών όρων ιδιοκτησίας. Ολόκληρο το καπιταλιστικό μοντέλο εδράζεται επάνω στην αναπαραγωγή της ηθικής της προσωπικής ιδιοκτησίας ως αναφαίρετο φυσικό δικαίωμα του ατόμου! Ο καπιταλισμός βροντοφωνάζει με όλη του τη δύναμη πως όλοι έχουν δικαίωμα και ευκαιρία στο σύστημα αυτό να γίνουν μεγάλοι και τρανοί, παραγκωνίζοντας το γεγονός ότι δεν ξεκινά κάθε άνθρωπος το ταξίδι της ζωής του με τις ίδιες ευκαιρίες με το διπλανό του. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται πλούσιοι και πεθαίνουν πλούσιοι ενώ οι περισσότεροι γεννιούνται φτωχοί και πασχίζουν να επιβιώσουν με όποιον τρόπο μπορούν. Θα αναρωτηθεί κάποιος ‘’Ναι μα δεν υπάρχουν και εκείνοι που με μυαλό και σκληρή δουλειά προκόβουν και επιτυγχάνουν’’; Υπάρχουν και αυτοί μα είναι η εξαίρεση του κανόνα.Υπάρχουν ακριβώς για να δίνουν στο φτωχό την ελπίδα πως μια μέρα μπορεί και εκείνος να τα καταφέρει. Να μην εξεγείρεται για όσα τόσο εξόφθαλμα του αρνούνται, μα να ελπίζει πως θα έρθει η στιγμή που θα ξεφύγει από την κόλαση του 99% και θα περάσει με χαμόγελα και τραγούδια τις πύλες του παραδείσου δίπλα στο υπόλοιπο 1%.
Η μόνη λύση για ένα ανθρώπινο μέλλον είναι ο λαός να πάρει στα χέρια του τη μοίρα του και να απαιτήσει η ιδιοκτησία να περάσει στα χέρια όσων την παράγουν και να φύγει από όσους την κλέβουν. Έχουμε καθήκον να παλέψουμε για όσους ήρθαν, όσους βρίσκονται και όσους θα έρθουν στον κόσμο αυτό.
Στη Metropolis οι εργάτες εξεγέρθηκαν, αγωνίστηκαν και κέρδισαν το δικαίωμά τους να φύγουν από τα έγκατα της γης και να κατοικήσουν στην όμορφη πόλη που είχαν οικειοποιηθεί οι πλούσιοι. Ίσως σήμερα ήρθε επιτέλους η ώρα να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα.
*O Θάνος Καραμπουρνιώτης είναι τελειόφοιτος Πολιτικός Μηχανικός
[1] PricewaterhouseCoopers, <
[2] Pew Research Center, <
[3] Boston Consulting Group, <