Κομβική θέση στις τρέχουσες ανθρωπιστικές σπουδές έχουν αποκτήσει οι έννοιες της επιτέλεσης και της επιτελεστικότητας (performance, performativity). Το φιλοσοφικό τους υπόβαθρο ξεκινά αφενός με τον ύστερο Ludwig Wittgenstein, ο οποίος είχε μιλήσει για «γλωσσικά παίγνια» τα οποία παίζουν οι γλωσσικές κοινότητες, όπου οι κανόνες του παιχνιδιού της γλώσσας, έτσι όπως ορίζονται μέσα από ένα οιονεί «γλωσσικό συμβόλαιο», ανάλογο του «κοινωνικού συμβολαίου» για το οποίο είχαν κάνει λόγο στοχαστές όπως ο Locke και ο Rousseau, είναι πιο σημαντικοί από τα αντικείμενα αναφοράς και τις ιδέες, ουσίες ή ουσιοκρατικές σημασίες με τις οποίες τα θεματοποιούμε. Και αφετέρου με τον J. L. Austin, ο οποίος δήλωσε ήδη στον τίτλο του διάσημου βιβλίου του How to do things with words («Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις», 1962) την προβληματική του: Οι λέξεις δεν είναι ουδέτερες, η απλή εκφορά τους είναι μία πράξη που μετασχηματίζει τον κόσμο ή και τον δημιουργεί εξαρχής, προκειμένου να τον αναμορφώσει σε κάθε νέα εκφορά. Η αφετηριακή διάκριση είναι αυτή ανάμεσα στο περιγραφικό και το επιτελεστικό. Περιγραφικές προτάσεις είναι αυτές που υποτίθεται ότι απλώς αποδίδουν μία κατάσταση που υπάρχει στον κόσμο, λ.χ. «σήμερα το πρωί έβρεξε», ενώ επιτελεστικές είναι οι προτάσεις που δημιουργούν ένα αποτέλεσμα μέσα στον κόσμο, όπως όταν έχουμε μια διαταγή ή μια θεσμική ρήση, όταν λ.χ. ο ιερέας λέει «σας ανακηρύσσω ανδρόγυνο». Η οξυδερκέστερη, ωστόσο, διαίσθηση της όλης θεωρίας είναι ότι κατά βάθος όλες οι προτάσεις είναι επιτελεστικές, απλώς οι περιγραφές είναι απολιθωμένες επιτελέσεις, όπως αντίστοιχα θα λέγαμε με νιτσεϊκό τρόπο ότι όλες οι προτάσεις είναι μεταφορές, απλώς οι κυριολεξίες είναι απολιθωμένες μεταφορές.
Αυτό σημαίνει ότι όταν ονομάζουμε με τη γλώσσα, επιτελούμε, πράττουμε και δημιουργούμε, ακόμη κι όταν νομίζουμε ότι απλώς περιγράφουμε. Λ.χ. αν μια γλώσσα έχει εκατό διαφορετικές λέξεις για τον πάγο, ενώ μία άλλη μόνο μία, τότε επιτελεί τον πάγο με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Μια γλώσσα, όπως η ελληνική, που έχει διαφορετικές λέξεις για την «αγάπη» και τον «έρωτα» επιτελεί την ανθρώπινη σχέση με πολύ διαφορετικό τρόπο από λ.χ. τη γαλλική που έχει και για τα δύο μόνο τη λέξη «amour». Όταν χρησιμοποιούμε σήμερα το σημαίνον «ομοφυλόφιλος» έχουμε μια επιτέλεση πολύ διαφορετική από όταν χρησιμοποιείτο λ.χ. το σημαίνον «αρσενοκοίτης», η οποία επιτέλεση αλλάζει και πάλι αν εισάγουμε το αγγλικής προέλευσης σημαίνον «γκέι». Η γλώσσα, λοιπόν, δεν είναι αθώα, αλλά έχει συγκεκριμένες συνέπειες για τον κόσμο, τον οποίο εντέλει και διαμορφώνει καθοριστικά. Στις σύγχρονες σπουδές της επιτέλεσης και της επιτελεστικότητας η γλώσσα ορίζεται άκρως διασταλτικά, για να περιλάβει οποιοδήποτε σημαίνον, συμπεριλαμβανομένων λ.χ. και της γλώσσας του σώματος, της τελετουργίας και όλων των κωδίκων με τους οποίους μιλάμε και ενσώματα την ύπαρξή μας. Οι θεωρίες της επιτέλεσης και της επιτελεστικότητας έχουν εξ ορισμού μία αντιουσιοκρατική αιχμή: Δείχνουν πώς ό,τι μπορούμε να θεωρούμε ως ουσίες, λ.χ. την «ανθρωπότητα», την «ελληνικότητα», τον «ανδρισμό», τη «θηλυκότητα» κ.ο.κ. δεν είναι παρά επιτελέσεις της γλωσσικής κοινότητας μέσα από ορισμένα σημαίνοντα τα οποία μπορούν να επανεπιτελεστούν με τρόπους αναπάντεχους και μετασχηματιστικούς.
Στο σημείωμά μας θα εξετάσουμε το πώς η θεωρία της επιτελεστικότητας διαδρά με έναν προνομιακό χώρο εφαρμογής της, όπως αυτός της θρησκείας και της θεολογίας, σε διάλογο με το έργο της Σπυριδούλας Αθανασοπούλου-Κυπρίου Στο όριο: Έμφυλα κείμενα χριστιανικής παρουσίας, ιστορίας, κρίσης και ελπίδας (εκδ. Αρμός, Αθήνα 2016). Λέμε ότι η θρησκεία είναι ένας προνομιακός χώρος ανάπτυξης της επιτελεστικότητας, γιατί κατ’ εξοχήν σε αυτήν έχουμε επιτελεστικές προτάσεις με αποτελέσματα θεσμικά ή συμβολικά, λ.χ. στο μυστήριο του γάμου, όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα επιτελούνται ως αιώνιο ζεύγος, ή της ευχαριστίας, όπου το ψωμί και το κρασί επενδύονται τη σημασία του σώματος και του αίματος του Χριστού που προσφέρει αθανασία• αναλόγως και σε άλλες θρησκείες. Η θρησκευτική κοινότητα είναι κατ’ εξοχήν αυτή που επιτελεί μέσα από τη γλώσσα, και μάλιστα αφενός επιτελεί σημασίες του «υπάρχοντος» κόσμου, τον οποίο ανανοηματοδοτεί μέσα από ερμηνευτικά φορτισμένες νέες περιγραφές του, αλλά και επανεπιτελεί διαρκώς για να μεταμορφώσει τον κόσμο στην προοπτική ενός μελλοντικού οράματος• συχνά βέβαια οι δύο στιγμές δεν διακρίνονται και αυτό συνιστά και το βαθύτερο νόημα της επιτέλεσης, ήτοι ότι μεταμορφώνει τη στιγμή ακριβώς που κανείς νομίζει ότι περιγράφει.
Ειδικά στην παραδοσιακή ελληνόφωνη θεολογία, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το πώς οι λόγοι του Θεού συνδέθηκαν ή ταυτίστηκαν με τις ενέργειές Του, ήδη από τον Ιουδαίο Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (π. 20π.Χ.- π. 50 μ.Χ.), τον οποίο ακολούθησε μια μακραίωνη παράδοση χριστιανών θεολόγων. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο Θεός είναι ο μεγάλος επιτελεστής, ο Οποίος δημιουργεί με μόνο τον λόγο Του. Η ταύτιση λόγου και ενέργειας κατ’ αρχήν στον Θεό αποτελεί μια εντυπωσιακή άδραξη του νοήματος της θεωρίας της επιτελεστικότητας πολλούς αιώνες προτού ο Austin αναλύσει γιατί κάθε λόγος είναι μια πράξη. Και ο κατ’ εικόνα του Θεού, άνθρωπος, όμως, συνεπιτελεί με τον δικό του λόγο, ο οποίος διαλέγεται με τον θείο για τις σημασίες των όντων του κόσμου. Στη σκέψη μάλιστα του Μαξίμου του Ομολογητή (π. 580-662) οι λόγοι-ενέργειες συνοδεύονται οπωσδήποτε από τρόπους, δηλαδή από δυνατότητες επανατροποποίησής τους, ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, νέας επιτέλεσης. (Σε μαξιμιανά παραδείγματα λ.χ. η φυσική γέννηση μπορεί να επανεπιτελεστεί ως πνευματική τεκνοθεσία, η θέληση για ζωή ως φίλαυτη επιβίωση ή ως αυτοθυσία για χάρη της καθολικότερης ζωής κ.ά.).
Το οποίο μας φέρνει σε ορισμένα ενδιαφέροντα θέματα που θίγει το βιβλίο της Σπυριδούλας Αθανασοπούλου-Κυπρίου, που αναπτύσσει ακριβώς ορισμένες αναπάντεχες νέες επιτελέσεις της χριστιανικής θρησκείας. Στο καταληκτικό κείμενο του βιβλίου, η Σ. Α.-Κ. αναπτύσσει την περφόρμανς των Pussy Riot ως μια «πανκ προσευχή» που δεν είχε ως σκοπό να καταργήσει τη χριστιανική τελετουργία, αλλά να την επιτελέσει εκ νέου με απρόσμενο τρόπο. Θυμίζουμε ότι στις 21 Φεβρουαρίου του 2012 το συγκρότημα Pussy Riot είχε μπει στην εκκλησία του Σωτήρος στη Μόσχα φορώντας χρωματιστές κουκούλες για να δώσει μία «παράσταση», που από πολλούς, συμπεριλαμβανομένων και των ρωσικών αρχών, εκλήφθηκε ως χουλιγκανισμός, βλασφημία και προσβολή στο θρησκευτικό συναίσθημα, εξ ου και επέφερε πολυετή φυλάκιση σε ορισμένα από τα μέλη του.
Μπορεί η Παναγία να είναι φεμινίστρια;
Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου επικεντρώνει στο πώς η περφόρμανς του συγκροτήματος ήταν μία νέα επιτέλεση της προσευχής και της τελετουργίας. Το συγκρότημα προσλαμβάνει τη χωρική δομή της ευχαριστιακής λειτουργίας με το να σταθεί μπροστά στο ιερό και να απευθυνθεί στον «λαό» του δρωμένου. Επικαλείται την Παναγία, την οποία εκδέχεται ως οιονεί αντιεξουσιάστρια αλληλέγγυο, καθώς ως έγκυος εκτός γάμου κινδύνευε να λιθοβοληθεί για παράβαση του Νόμου και να γίνει το εξιλαστήριο θύμα της κοινωνικής τάξης της εποχής της που εναπέθετε όλο το κακό της στους παραβάτες του νόμου. Η Παναγία βεβαίως είχε σωθεί από την τιμωρία της κοινωνίας, δηλαδή τον λιθοβολισμό, με θεία παρέμβαση, σύμφωνα με την ευαγγελική αφήγηση, αλλά το ρωσικό συγκρότημα ζητά να επακούσει την προσευχή τους κατ’ εξοχήν ως αλληλέγγυος με τα θύματα της εξουσίας. «Θεοτόκε, Παρθένα Μαρία, γίνε φεμινίστρια», είναι η προσευχή τους. Μια προσευχή «ικετευτική, παρακλητική» που αποσκοπεί να υφαιρέσει την Παναγία από το συμβολικό σύστημα της πατριαρχίας στο οποίο προσπαθεί να την εντάξει η εξουσία ως σύμβολο της παθητικής υπακοής και σιωπής της γυναίκας ως μητέρας. Στην Παναγία το ρωσικό συγκρότημα βλέπει την τόλμη και γενναιότητα μιας γυναίκας που δεν δίστασε να προκαλέσει την πατριαρχική τάξη της κοινωνίας της εποχής της, και γι' αυτό την επικαλείται ως βοηθό στον αγώνα ενάντια στην υπόταξη της ρωσικής Εκκλησίας στις εθνοκρατικές σκοπιμότητες του προσωποπαγούς καθεστώτος του Βλαντίμιρ Πούτιν, που προβάλλει μια νέα πατριαρχία και προσωπολατρία του ηγέτη ως μέσο εθνικής συνοχής. Το ότι μέλη του συγκροτήματος καταδικάζονται για βλασφημία μπορεί ακόμη και αυτό να ειδωθεί ως μια παράδοξη imitatio Christi, καθώς ήταν ο ίδιος ο Χριστός που είχε κατηγορηθεί για βλασφημία από το καθεστώς της εποχής Του (Ιω. 10,33).
Όρια υπαρξιακά, ψυχολογικά και πολιτικά
Αν η προσευχή του ρωσικού συγκροτήματος αποτελεί παράδειγμα μιας νέας επιτέλεσης, σε προγενέστερο σημείο του βιβλίου η Σ.Α.-Κ. αναπτύσσει συνοπτικά τη θεωρία των ομιλιακών ενεργημάτων του John Searle, σε σχέση με το κήρυγμα ως μια περφόρμανς που τελείται ξανά και ξανά μέσα τόσο από τους κώδικες της ρητορικής, όσο και τη γλώσσα του σώματος. Οι νέες επιτελέσεις που θίγει η Σ. Α.-Κ. γίνονται «στο όριο», σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου, δηλαδή σε έναν χώρο μεταιχμιακό που διεκδικεί μια βαθύτερη ένωση διαφορετικών χώρων μέσω υφαίρεσης. Το όριο θεωρείται από τη Σ.Α.-Κ. και με την ψυχολογική σημασία του ως αυτό που μορφοποιεί τον ψυχισμό και αποτρέπει την ψύχωση ή την ψυχωτική συμβίωση, εξ ου και δεν είναι μία έννοια κακόσημη στο βιβλίο. Η συγγραφέας, όμως, φαίνεται να είναι ενάντια στην ψυχολογικοποίηση, ήτοι στην υπόταξη του κοινωνικού στο ψυχολογικό, αναζητώντας μια περισσότερο πολιτική νοηματοδότηση της ψυχανάλυσης και μια εκβολή της ψυχολογίας και της ηθικής στο πολιτικό. Το όριο αποτελεί, συναφώς, και μια πρόκληση είτε για παράβαση, είτε για υπέρβαση, ανάλογα με την οπτική του καθενός. Η ψυχολογική ανάληψη των ορίων και της περατότητας, απαραίτητη για την ωρίμαση και τον ενοπτρισμό του θανάτου, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αφορμή για το τέντωμα ή και την εξόδιο διάβαση των ορίων στην πολιτική τους διάσταση.
Τα ερωτήματα που θέτει η Σ. Α.-Κ. στον πρόλογο είναι ενδεικτικά της προβληματικής αυτής: «Μπορεί κάποια να είναι χριστιανή και αριστερή; Μπορεί η αγαμία να αποτελέσει απελευθερωτική πρόταση για μια γυναίκα; Μπορεί ένα χριστιανικό κήρυγμα να αποτελεί περφόρμανς; Μπορεί μια μέρα να δούμε γυναίκες ιερείς στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Έχει μέλλον η φεμινιστική θεολογία; Μπορεί να βρει κανείς λύτρωση με τη βοήθεια της Sarah Kane; […] Υπάρχει δυνατότητα να ξεπεραστεί το όριο μια μέρα χωρίς να τραυματιστεί κανείς; Μπορώ να κοιτάξω προς την Εκκλησία και να βρω ελπίδα; Να επαναστατήσω ή να συμμορφωθώ κάνοντας υπομονή;» (σ. 12-13). To τελευταίο ερώτημα είναι και το πρώτο που συζητά σε έναν διάλογο με τον Terry Eagleton. Ο χώρος του ορίου είναι αυτός ανάμεσα στον χριστιανισμό και την αριστερά. Και οι δύο διεκδικούν μία μέσω υφαίρεσης καθολικότητα των κοινωνικά αποβλήτων και των περιττωμάτων του καθεστώτος κόσμου που θα αποτελέσουν έναν άλλο κόσμο. Αποτελούν, όμως, και δύο εναλλακτικές διαφορετικές. Το ερώτημα που αφήνεται ανοικτό είναι αν οι προτροπές για πραότητα και ειρήνη που βλέπουμε στους Μακαρισμούς του Ιησού είναι η γνήσια επανάσταση, αλλά και αν είναι ακόμη επίκαιρες σε έναν κόσμο ιμπεριαλιστικό, όπου ακόμη και οι χριστιανικές εκκλησίες εργαλειοποιούνται ως α ποστεριόρι επευλογητές. Η υπέρβαση του ορίου από την κατεύθυνση της αριστεράς προς αυτή του χριστιανισμού, αλλά και από αυτήν του χριστιανισμού προς αυτήν της αριστεράς, εμφανίζονται ως δύο αντίρροποι πλην συγγενείς πειρασμοί που το ίδιο το όριο μας θέτει. Τελικά είναι μάλλον η παραμονή εντός των ορίων που είναι η αναυθεντική στάση, ενώ η διάβασή τους αποτελεί μια υπαρξιακή αναγκαιότητα. Αν και η συνείδηση και ανάληψη των ορίων είναι απαραίτητη για την ψυχολογική ωρίμαση, ωστόσο η υπαρξιακή αυθεντικότητα και η πολιτική αλήθευση μάλλον απαιτούν την παράβασή τους.
Νέες επιτελέσεις του σημαίνοντος «θεούσα»
Σε ένα επόμενο κεφάλαιο η Σ.Α.-Κ. προχωρεί σε μία πολύ πρωτότυπη νέα ανάγνωση των γυναικείων αδελφοτήτων της κίνησης της «Ζωής» και διερωτάται αν έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη ενός ιδιότυπου «χριστιανικού φεμινισμού» στην περίοδο 1938-1960. Η Σ.Α.-Κ. παρουσιάζει τις γυναίκες αυτές, -συκοφαντημένες εκ των υστέρων στο όνομα μιας ετεροκανονιστικής θεολογίας-, ως γυναίκες που μπορούσαν να «εξερευνήσουν την οικειότητα πέρα από τους καταναγκαστικούς περιορισμούς της ετεροφυλοφιλίας, της μητρότητας και του γάμου» (σ. 47, σε διάλογο με τις θέσεις της Sally Cline). Μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική μελέτη η Σ.Α.-Κ. επισημαίνει ότι καθώς οι γυναικείες αδελφότητες δεν υπάγονταν ούτε στην ανδρική αδελφότητα, ούτε στις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, δεν ελέγχονταν από αυτές, ενώ η ανεξαρτησία τους βασιζόταν στην αναγνώρισή τους από το ελληνικό κράτος (σ. 51). Η διακυβέρνηση των γυναικείων αδελφοτήτων ήταν δημοκρατική. Η επιλογή της αγαμίας και της κοινοτικής ζωής σήμαινε γι' αυτές τις γυναίκες ότι μπορούσαν να φύγουν από την πατρική εστία χωρίς να παντρευτούν και να ενταχθούν στο παραδοσιακό στερεότυπο της ελληνικής οικογένειας, αλλά να γίνουν μέλη μιας ανεξάρτητης κοινότητας ίσων μελών. Βεβαίως, η Σ. Α.-Κ. μελετά και την εμπειρία αυτή ως μια εμπειρία οριακή και όχι α πριόρι πρότυπη. Λ.χ. θίγει το γεγονός ότι οι γυναικείες αδελφότητες είχαν ένα φιλανθρωπικού τύπου έργο προς φυλακισμένες, οι οποίες ήταν συχνά αριστερές αγωνίστριες, ενώ προωθούσαν ταυτοχρόνως μια αντικομμουνιστική ιδεολογία στο πνεύμα της στράτευσης των θρησκευτικών οργανώσεων της εποχής. Επίσης, ενώ είχαν καινοτόμα στοιχεία ενός ιδιότυπου φεμινισμού στη δομή της οργάνωσής τους, ωστόσο καταδίκαζαν επισήμως τον εκκοσμικευμένο φεμινισμό ως ανήκοντα σε έναν άθεο πολιτισμό. Η ιστορική μελέτη της Σ. Α.-Κ. είναι τεκμηριωμένη και πρωτότυπη και καλύπτει λόγω αυτού του διττού χαρακτήρα της ένα βιβλιογραφικό κενό με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.
Εντάσσεται, πάντως, στη γενική προβληματική του βιβλίου να ψηλαφήσει εμπειρίες οριακές και άρα αχαρτογράφητες, οι οποίες αδικούνται από μια εύκολη ταμπελοποίηση. Λ.χ. το σημαίνον «θεούσα» με το οποίο η ελληνική κοινωνία «επετέλεσε» γλωσσικά την ιστορική εμπειρία των γυναικών αυτών, δεν είναι ασφαλώς αθώο, αλλά βρίθει ετεροκανονικότητας, καθώς εντάσσεται σε ένα ντίσκουρς όπου η γυναίκα θα βρει οπωσδήποτε τον σκοπό της ζωής της μέσα στην ελληνορθόδοξη οικογένεια και κοινότητα, ή, εναλλακτικώς, στον μοναχισμό, ο οποίος, όμως, βασίζεται στην αρχή της απόλυτης εν μετανοίᾳ υπακοής και, ενδεχομένως, και αναχωρητισμού από τον κόσμο, οπότε δεν μπορεί να προταθεί ως μοναδική εναλλακτική στον γάμο. Αντιμέτωπες με ένα παρόμοιο δίλημμα, οι «θεούσες» της εποχής, τρόπον τινά καινοτόμησαν, διεκδικώντας έναν τρίτο δρόμο μεγαλύτερης αυτοπραγμάτωσης μέσα στον κόσμο. Το εγχείρημα της Σ.Α.-Κ. να «αποκαταστήσει» τρόπον τινά τις θεούσες θα λέγαμε ότι εντάσσεται σε ένα μεταμοντέρνο πνεύμα «αναβίωσης», όπου αναδεικνύουμε ηττημένες φωνές του παρελθόντος, προκειμένου να εναντιωθούμε στο επικρατούν ντίσκουρς. Εν προκειμένω, η Σ.Α.-Κ. στρέφεται περισσότερο ενάντια σε έναν ορθόδοξο κυρίαρχο λόγο, που είναι εκ νέου ετεροκανονιστικός, επικαιροποιώντας στοιχεία της παράδοσης στον ρευστό κόσμο του σήμερα, ο οποίος τρόπον τινά απαγόρευσε στις «θεούσες» να διαπραγματευτούν έναν τρίτο δρόμο εγκόσμιας αγαμίας. Το ζήτημα βέβαια αν οι γυναικείες αδελφότητες έκαναν όντως ένα προοδευτικό βήμα, έστω στην εποχή τους, είναι υπό συζήτηση, αλλά στη Σ.Α.-Κ. οφείλουμε οπωσδήποτε μία αναπαρθένευση της ματιάς μας.
Αποφατισμός του σώματος
Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου στρέφει το βλέμμα της και στο σήμερα στις έμφυλες όψεις της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερο, όμως, ενδιαφέρον έχει ο στοχαστικός διάλογος που αναπτύσσει ανάμεσα στην Judith Butler και βυζαντινούς θεολόγους, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης (π. 335- π. 395) και ο Μάξιμος Ομολογητής (σ. 177-197): Αν στην Judith Butler βρίσκουμε μια θεωρία της επιτελεστικότητας, όπου το φύλο επιτελείται ως μια διαπραγμάτευση και μία τροπή των σημαινόντων του κυρίαρχου λόγου, τότε στους βυζαντινούς στοχαστές βρίσκουμε μία επίσης απελευθερωτική πρόταση ότι το φύλο δεν ανήκει στον πρωταρχικό λόγο του Θεού, ο οποίος, όπως είδαμε πιο πάνω, θεωρείται ότι επιτελεί ως ενέργεια τα όντα, αλλά αποτελεί μία ιστορική τροποποίηση του λόγου-ενεργείας. Ο περίφημος αποφατισμός της ορθόδοξης Θεολογίας, σεβαστικός ως προς το μυστήριο του Θεού, γίνεται έτσι και ένας αποφατισμός του αχαρτογράφητου σώματος, σεβαστικός ως προς το μυστήριο του ανθρώπου. Το ότι το φύλο δεν ανήκει στον πρωταρχικό λόγο- ενέργεια του Θεού μπορεί να σημαίνει ακριβώς την κατάργηση της ετεροκανονιστικότητας και της απόλυτης διχοτόμησης που αυτή εισάγει, μπορεί να σημαίνει μία στάση όπου αφουγκραζόμαστε ευσεβώς την αφετηριακή σιωπή του Θεού σε ό,τι αφορά στο φύλο και σε ο,τιδήποτε προστίθεται στην αποφατική ανθρώπινη καθολικότητα. Ταυτοχρόνως, όμως, δεν υποτιμάται η ανθρώπινη Ιστορία, όπου όντως μπορούμε να έχουμε μία επιτέλεση του φύλου, ως διαπραγμάτευση και τροπή κυρίαρχων σημαινόντων κατά την Butler ή ως έμφυλη ιστορική τροποποίηση του λόγου της ανθρώπινης καθολικότητας κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, αναμένοντας από το μέλλον να δείξει την αλήθεια των ιστορικών μας επιτελέσεων.