Στα τέλη του 2016 τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. και ο Καναδάς υπέγραψαν τη συμφωνία, ωστόσο η Βαλονία είχε πετύχει μία μεγάλη νίκη. Όπως έχει αναλυθεί από το TPP, oι Βαλόνοι πέτυχαν να βγάλουν εκτός προσωρινής εφαρμογής το πιο επικίνδυνο κομμάτι της CETA, το «Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων», δηλαδή τα ιδιωτικά δικαστήρια που θα συνεδριάζουν εν κρυπτώ προκειμένου να επιλύσουν μία διαφορά μεταξύ μίας εταιρείας και ενός κράτους. Να μην λειτουργήσουν οι επιτροπές διαιτησίας ζήτησε και το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο προκειμένου να επιτρέψει στη γερμανική κυβέρνηση να πει ναι στην προσωρινή εφαρμογή της CETA. Τελικά, το «Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων» εξαιρέθηκε από την προσωρινή εφαρμογή της CETA, που πρόκειται να τεθεί σε ισχύ στις 21 Σεπτεμβρίου.
Επίσης, οι Βαλόνοι υποχρέωσαν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βελγίου να προσφύγει στο ευρωπαϊκό δικαστήριο με το ερώτημα αν οι επιτροπές διαιτησίας συμβαδίζουν με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκό θέμα, αλλά για ζήτημα με δυνητικά δραματικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά.
Δύο εβδομάδες λοιπόν πριν από την προσωρινή εφαρμογή, στις 6 Σεπτεμβρίου, η βελγική κυβέρνηση τήρησε όσα είχε υποσχεθεί στην εσωτερική διαπραγμάτευση με τα κρατίδια που απαρτίζουν τη χώρα και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ECJ), θέτοντας ζήτημα νομιμότητας και παραβίασης του Ευρωπαϊκό Δικαίου όσον αφορά το κεφάλαιο 8 της συμφωνίας, που προβλέπει τη δημιουργία των ιδιωτικών δικαστηρίων, στα οποία θα μπορεί να προσφεύγει μία εταιρεία αν θεωρεί ότι το κράτος δρα ενάντια στα συμφέροντα της (π.χ. με την αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας).
Τα βασικά ερωτήματα που θέτει το Βέλγιο προς το Eυρωπαϊκό Δικαστήριο είναι το εάν παραβιάζονται δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών όπως:
- Το δικαίωμα προσφυγής των ευρωπαίων πολιτών στα διαιτητικά δικαστήρια,
- Της αρχής της ισότητας όλων απέναντι στον νόμο,
- Την πρόσβαση σε ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστικό σύστημα,
- Ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων που εγκύπτουν σχετικά με την διαδικασία επιλογής και αμοιβής των διαιτητών – «δικαστών».
Όπως σημειώνει το euractiv.com, η εξέταση της προσφυγής του Βελγίου στο ECJ αναμένεται να κυλήσει ήρεμα και χωρίς χρονική πίεση, δεδομένου ότι η εφαρμογή του «σκοτεινού» συστήματος επίλυσης διαφορών έχει εξαιρεθεί από την προσωρινή εφαρμογή της CETA. Στις 21 Σεπτεμβρίου το 90% της συμφωνίας θα τεθεί σε ισχύ, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις (που έχουν συγκεντρώσει και τις πιο σφοδρές αντιδράσεις) και οι διατάξεις περί ICS θα τεθούν σε ισχύ μόνο αν και εφόσον η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, με την επικύρωσή της από 38 εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια, καθώς και από τουλάχιστον ένα δημοψήφισμα, στην Ολλανδία. Η διαδικασία αυτή μέχρι την τελική έγκριση της CETA και την εφαρμογή του «Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων» (αν αυτές έρθουν) αναμένεται να διαρκέσει για 1 με 2 χρόνια.
Παράλληλα, όπως τονίζει η πρωτοβουλία «STOP TTIP CETA TiSA Ελλάδας», στην Γαλλία, ειδική επιτροπή αποτελούμενη από ειδικούς σε θέματα υγείας περιβάλλοντος και διεθνούς δικαίου, εξέδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 2017 τα αποτελέσματα μελέτης σχετικά με τις επιπτώσεις της CETA (και γενικότερα των εμπορικών συμφωνιών νέας γενιάς) στο περιβάλλον και την υγεία. Όπως δήλωσαν σχετικά «η CETA δεν βάζει ως προτεραιότητα προβληματισμούς που αφορούν το περιβάλλον και την υγεία» καθώς δεν περιλαμβάνονται σαφείς περιβαλλοντικές δεσμεύσεις. Για να καλύψουν τα μεγάλα κενά στις προστατευτικές για το περιβάλλον διατάξεις της CETA, οι Γάλλοι ειδικοί προτέινουν μια σειρά από τροποποιήσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας Υγείας από την αναξέλεγκτη επενδυτική δραστηριότητα.
Τα χρονικά περιθώρια όμως είναι πολύ στενά και η «προσωρινή μορφή» της CETA (που εφαρμόζεται πριν εγκριθεί από τα κοινοβούλια χρησιμοποιώντας ένα «παραθυράκι» για εξαιρετικές περιπτώσεις) θα τεθεί σε εφαρμογή σε λίγες μέρες, παρά τις αντιδράσεις εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών.