του Glenn Greenwald για το The Intercept
Μια ωριαία συνέντευξη που έδωσε στον Έζρα Κλάιν του Vox είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η Κλίντον, δικαιολογημένα, έχει μεγάλη αγάπη για τον Κλάιν, την οποία εξέφρασε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Παρ' όλα αυτά όμως, ο Κλάιν την πίεσε, ασκώντας κριτική στην ασταθή πολιτική προσέγγιση των Δημοκρατικών, τις κοινότοπες πολιτικές, την κοσμοθεωρία για διατήρηση του κατεστημένου και τις περιορισμένες φιλοδοξίες, ζητήματα που φαίνονται ως πολύ πιο αληθοφανείς λόγοι για την ήττα της, από το γνωστό σύνολο των εχθρών- του Μπέρνι Σάντερς, του Βλαντιμίρ Πούτιν, της Τζιλ Στάιν, του Τζέιμς Κόμεϊ, τους New York Times – που αυτή και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της προτιμούν να κατηγορούν.
Παρά το γεγονός ότι είναι διαφωτιστική, η συζήτηση του Κλάιν με την Κλίντον περιέχει μια καταφανή, ωστόσο αρκετά κοινή παράλειψη: Κατά τη διάρκεια αυτής της μιας ώρας, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο ρόλο της εξωτερικής πολιτικής και του ατελείωτου πολέμου. Ενώ ως ένα βαθμό αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από την απόλυτη δημοσιογραφική εστίαση του Κλάιν σε ζητήματα εγχώριας πολιτικής, όπως η υγειονομική περίθαλψη, ένας τεράστιος παράγοντας στην πολιτική καριέρα της Κλίντον και στο πώς την βλέπει ο κόσμος, – ως γερουσιάστρια και ιδιαίτερα ως υπουργό Εξωτερικών- ήταν η υποστήριξη που παρείχε σε πολέμους και άλλες στρατιωτικές ενέργειες, που πολλές, αν όχι όλες, αποδείχτηκαν μάλλον καταστροφικές.
Αυτό δεν αποτελεί τόσο μια κριτική της συγκεκριμένης συνέντευξης του Κλάιν (η οποία και πάλι είναι ενδιαφέρουσα), καθώς αντικατοπτρίζει την γενικότερη επιθυμία του Δημοκρατικού κόμματος να προσποιείται ότι οι πόλεμοι που έχει επανειλημμένα κάνει και η ακατάπαυστη δολοφονία αθώων ανθρώπων για τους οποίους είναι υπεύθυνο, δεν υπάρχουν. Μια αιτία για αυτήν την προσποίηση είναι η δυσφορία της γνωστικής δυσαρμονίας: η εικόνα των Δημοκρατικών και η αυτό-εξύμνησή τους ως εχθροί των προνομιούχων, του ρατσισμού και της βίας βρίσκεται σε άμεση σύγκρουση με τη μακροχρόνια τάση του κόμματος να αγνοεί ή και να υποστηρίζει ενεργά πολιτικές που σκοτώνουν μεγάλο πλήθος αθώων ανθρώπων από το Πακιστάν, τη Λιβύη και τη Σομαλία ως την Υεμένη, το Ιράκ και τη Γάζα, κάτι όμως που λαμβάνει ελάχιστη προσοχή λόγω της εθνικότητας, της εθνότητας, της φτώχειας, της απόστασης και της γενικής ανωνυμίας των θυμάτων τους.
Αλλά ένας σημαντικός λόγος αυτής της μειωμένης προσοχής είναι η εσφαλμένη αντίληψη για τη σημασία αυτών των πολιτικών στο εσωτερικό της χώρας. Από την αρχή της υποψηφιότητάς του, ο Ντόναλντ Τραμπ τοποθετήθηκε με στόμφο ως ένας απόλυτος αντίπαλος του ατελείωτου πολέμου, κατηγορώντας και τα δύο κόμματα με αυτήν τη στάση του.
Αν και τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη μια ρεβιζιονιστική προσπάθεια να παρουσιάσουν όσους το επισημαίνουν αυτό ως αφελείς υποστηρικτές απέναντι στα ειρηνόφιλα και αντιπολεμικά διαπιστευτήρια του Τραμπ, η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς που προειδοποιούσαμε για την αποτελεσματικότητα της αντιπολεμικής στάσης της εκστρατείας του Τραμπ είχαμε κάνει απόλυτα σαφές το ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι ο Τραμπ θα ήταν όντως ειρηνόφιλος αν εκλεγόταν. Πράγματι, σύμφωνα με το παρελθόν του Τραμπ, από την υποστήριξη των πολέμων που πριν κατήγγειλε, ως τις εκκλήσεις του για μεγαλύτερους και πιο άγριους βομβαρδισμούς και την επιθυμία του να ακυρώσει τη συμφωνία με το Ιράν, υπήρχαν αρκετοί λόγοι για να αμφιβάλει κανείς ότι θα ήταν φιλειρηνικός σε οποιοδήποτε επίπεδο. Αλλά το ζήτημα είναι ότι η αντιπολεμική στάση του Τραμπ ήταν μια πολιτικά ισχυρή προσέγγιση εξαιτίας του πόσο μη δημοφιλής είχε γίνει ο ατελείωτος πόλεμος και ο μιλιταρισμός.
Αυτές οι προειδοποιήσεις – σχετικά με την αποτελεσματικότητα των επιθέσεων του Τραμπ στη αμερικανική δικομματική στάση του Ατελείωτου Πολέμου- έπεσαν στο κενό. Η Κλίντον συνέχισε να υπερασπίζεται τα θετικά της μιλιταριστικής της στάσης, και ακόμη και τώρα, τα θέματα αυτά αποκλείονται σχεδόν πλήρως από τις συζητήσεις για τους λόγους της ήττας της Κλίντον.
Αυτό που κάνει αυτόν τον αποκλεισμό ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι ότι τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι τα ζητήματα του ατελείωτου πολέμου και του μιλιταρισμού διαδραμάτισαν έναν μεγάλο, αν όχι καθοριστικό, ρόλο στην έκβαση των εκλογών του 2016. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε νωρίτερα φέτος από τον καθηγητή πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, Ντάγκλας Κρίνερ και από τον Φράνσις Σεν της Νομικής Σχολής της Μινεσότα καθιστά το ζήτημα αρκετά ενδιαφέρον.
Με τίτλο «Οι θάνατοι στο πεδίο της μάχης και η ήττα στις κάλπες: Μήπως ο πόλεμος των Μπους και Ομπάμα κόστισε στην Κλίντον τον Λευκό Οίκο;», η έρευνα βασίζεται στην υπόθεση ότι αυτοί οι πόλεμοι επιβάρυναν αποκλειστικά μια μικρή αλλά πολιτικά σημαντική ομάδα ψηφοφόρων, τις στρατιωτικές οικογένειες, και στο ότι στις εκλογές του 2016, ο Τραμπ απευθύνονταν σε αυτό το ξεχασμένο κομμάτι της Αμερικής. «Ειδικότερα στο Ουισκόνσιν, την Πενσυλβανία και το Μίτσιγκαν- τρεις πολιτείες που έχασε η Κλίντον- υπάρχει μια έντονη και σημαντική σχέση μεταξύ του ποσοστού στρατιωτικής θυσίας της κοινότητας και της υποστήριξής της για τον Τραμπ. «Εξετάζοντας τα δεδομένα, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι ανισότητες στα θύματα του πολέμου μπορεί να επηρέασαν το εκλογικό αποτέλεσμα».
Η έρευνα σημειώνει ότι ο Τραμπ δεν έκανε εκστρατεία σαν ένας οποιοσδήποτε ειρηνιστής, αλλά ως κάποιος που «υποσχέθηκε μια εξωτερική πολιτική που θα ήταν ταυτόχρονα πιο δυναμική και πιο συγκρατημένη», αλλά μαζί «υποσχέθηκε να είναι πολύ πιο επιφυλακτικός» στη συμμετοχή των ΗΠΑ σε νέες, ξένες στρατιωτικές περιπέτειες. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι όχι μόνο οι στρατιωτικές οικογένειες αλλά και γενικότερα οι Αμερικανοί έχουν γίνει πιο εχθρικοί απέναντι σε αυτές τις πολιτικές:
Από μία άποψη, όλοι οι Αμερικανοί έχουν πληγεί από δεκαπέντε χρόνια σχεδόν συνεχιζόμενου πολέμου στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αμερικανοί από όλες τις περιοχές έχουν παρακολουθήσει τις εξελίξεις κάθε σύγκρουσης μέσα από την εκτεταμένη κάλυψη των μέσων ενημέρωσης, από ταινίες και προσωπικές ιστορίες βετεράνων που επιστρέφουν από τη μάχη. Πράγματι, τόσο μεγάλες είναι οι επιπτώσεις στην αμερικανική κοινωνία, που ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει την εμφάνιση ενός «συνδρόμου του Ιράκ», αντανακλώντας τον σκεπτικισμό του λαού σχετικά με την αποτελεσματικότητα της χρήσης στρατιωτικής δύναμης και την αυξανόμενη λαϊκή απροθυμία να την δεχτεί που προέκυψε μετά το Βιετνάμ.
Η Κλίντον ήταν εξαιρετικά ακατάλληλη για να διαχειριστεί αυτό το γενικό αίσθημα, δεδομένου ότι έχει υποστηρίξει ανοιχτά σχεδόν κάθε προτεινόμενη πολεμική και στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ο Ομπάμα απέρριψε σε μέρη όπως η Συρία, η Ουκρανία και, φυσικά, το Ιράκ). Για το λόγο αυτό, ήταν ένα από τα πιο κορυφαία σύμβολα του πολέμου και του μιλιταρισμού, ίσως το πιο ισχυρό, και ο Τραμπ -όσο ψεύτικος και κυνικός και αν ήταν- τοποθετούσε τον εαυτό του στην αντίθετη θέση.
Σύμφωνα με αυτές τις υποθέσεις, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι εάν οι ΗΠΑ έπαιρναν μέρος σε λιγότερους πολέμους ή τουλάχιστον είχαν λιγότερες απώλειες, η Κλίντον θα είχε κερδίσει στις τρεις αυτές πολιτείες και έτσι θα κέρδιζε τις εκλογές:
Δεν χρειάζεται να δεχτούμε άκριτα αυτό το μαξιμαλιστικό συμπέρασμα για να αναγνωρίσουμε το ζωτικό σημείο: Η Κλίντον και γενικά οι Δημοκρατικοί γίνονται αντιληπτοί, δικαιολογημένα, ως υποστηρικτές των ατελείωτων πολεμικών πολιτικών που απεχθάνονται τώρα οι κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες. Από πλευράς τακτικής, ο ατελείωτος πόλεμος και ο μιλιταρισμός διαμορφώνουν κάθε βασικό ζήτημα, από τις προτεραιότητες στον προϋπολογισμό και τη φορολογική πολιτική έως την εταιρειοκρατία και την εξουσία των ομάδων συμφερόντων, καθιστώντας ουσιαστικά αδικαιολόγητη την παραμέληση ή την υποβάθμιση του θέματος. Αλλά και ως πολιτικό θέμα, οποιαδήποτε συζήτηση για τους λόγους που έχασε η Κλίντον ή για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουν οι Δημοκρατικοί, είναι θλιβερά ελλιπής αν αποκλείει αυτά τα ερωτήματα.