Στο άρθρο του που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο υπουργός τονίζει ότι η αριστερά θεωρεί ότι χρειάζεται διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων ενώ υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο δε βασίζεται μόνο στην πολιτική θεωρία αλλά και στη συναισθηματική νοημοσύνη.
 
Οι πολιτικοί που καταλαβαίνουν την ανάγκη επέκτασης των δικαιωμάτων, αλλά καταψηφίζουν είτε για να τα έχουν καλά με την κοινωνική του βάση είτε για να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση αντιμετωπίζουν τα τρανς άτομα ως μέσα για τις πολιτικές τους επιδιώξεις και όχι ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας, υπογραμμίζει.
Το πλήρες άρθρο του Ε. Τσακαλώτου
 
«Αύριο συζητείται στην ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου. Είναι ένα αμιγώς φιλελεύθερο νομοσχέδιο, για τα δικαιώματα όσων επιθυμούν να επαναπροσδιορίσουν το φύλο τους. Επιπλέον είναι από τα νομοσχέδια που αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση μπορεί να διαχειριστεί το μνημόνιο αφήνοντας συγχρόνως προοδευτικό αποτύπωμα. 
 
Η συζήτηση ανάμεσα σε φιλελεύθερους και σοσιαλιστές για την φύση των δικαιωμάτων κρατάει εδώ και 150 χρόνια και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχιστεί. Απλοποιώντας, βέβαια, τη συζήτηση μπορεί κανείς να πει ότι η αριστερά θεωρεί ότι χρειάζεται διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων και υποστήριξή τους από κοινωνικές δομές που επιτρέπουν να μην είναι απλώς φορμαλιστικά αλλά αντιθέτως να μπορούν να εξασκηθούν. Ο Isaiah Berlin είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα φιλελεύθερου στοχαστή που δίνει μια περιοριστική χροιά στα ατομικά δικαιώματα όπου η κεντρική ιδέα είναι να μην μπορεί το κράτος να επηρεάσει ατομικές επιλογές αν αυτές δεν έχουν αρνητικές συνέπειες για άλλους. Από την άλλη, ο J. S. Mill ξεκίνησε από μια παρόμοια θέση αλλά στην όψιμη περίοδό του κατανόησε ότι αυτά τα δικαιώματα δεν έχουν έννοια αν δεν γειωθούν με κοινωνικές δομές.
 
Σε κάθε περίπτωση η αριστερή προσέγγιση, που δίνει έμφαση και σε συλλογικά δικαιώματα, δεν περιορίζεται στην οικογένεια. Με αυτή την έννοια οι παρεμβάσεις των βουλευτών του ΚΚΕ στην επιτροπή της Βουλής ότι η οικογένεια είναι η βασική μονάδα συλλογικότητας, όχι μόνο αντιβαίνει στα γραπτά των Marx και Engels, αλλά δείχνει και παντελή άγνοια για τις θέσεις των αριστερών στοχαστών των αρχών του 20ου αιώνα περί σεξουαλικότητας και ελεύθερων σχέσεων (Rosa Luxemburg, Emma Goldman, Alexandra Kollontai).
 
Αλλά εδώ έχουμε ένα αμιγώς φιλελεύθερο νομοσχέδιο. Απλώς δεν έχει κατανοηθεί πόσο αυστηρές είναι οι προδιαγραφές του φιλελευθερισμού για αυτά τα θέματα. Για παράδειγμα για την τεκνοθεσία από μη ετερόφυλα ζευγάρια, κάτι που δεν είναι σε αυτό το νομοσχέδιο, ο φιλελευθερισμός μπορεί να δεχθεί γενικά κριτήρια (οικονομική επάρκεια, οικογενειακή ασφάλεια με μόνιμη σχέση, κ.λπ.) αλλά δεν μπορεί να δεχθεί ότι μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αποκλείεται εκ των προτέρων από αυτήν, ακόμη και αν πληροί αυτά τα κριτήρια. Με λίγα λόγια δεν μπορεί το κράτος να στιγματίσει κοινωνικές ομάδες ως υποδεέστερες στα δικαιώματα, γιατί αυτός ο στιγματισμός δημιουργεί κοινωνικές διακρίσεις και νομιμοποίηση ρατσιστικών φαινομένων. 
 
Με αυτό τον τρόπο δεν μπορώ να δω καμία φιλελεύθερη αρχή που μπορεί να αντιταχθεί σε ένα νομοσχέδιο όπως αυτό που είναι προς ψήφιση, το οποίο παρέχει αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και ελευθερία σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Τα παιδιά μας πρέπει να μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον που βλέπουν τη διαφορετικότητα και έχουν την ικανότητα να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση του άλλου –η θεωρία του A. Smith για την συναισθηματική νοημοσύνη που ανέπτυξε στη «Θεωρία Ηθικών Συναισθημάτων».
 
Το νομοσχέδιο, δηλαδή, δεν βασίζεται μόνο στην πολιτική θεωρία αλλά και στη συναισθηματική νοημοσύνη. Όλοι έχουμε δει ένα έργο για ένα παιδί εργατικής οικογένειας που θέλει να ασχοληθεί με το μπαλέτο, ή έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο για τρανς άτομα στη Βομβάη, ή ένα θεατρικό έργο για λεσβίες που μεγαλώνουν παιδί στην ανατολική Ευρώπη. Στις περιπτώσεις αυτές κατανοούμε τη δύναμη αυτών των ανθρώπων, που δεν είναι μόνο θύματα, να χαράξουν το δικό τους δρόμο, αλλά συγχρόνως κατανοούμε και τα νομοθετικά εμπόδια και τον κοινωνικό ρατσισμό που δεν τους επιτρέπουν να ανθίσουν.
 
Ένα τελευταίο για την πολιτική θεωρία. Βασική αρχή του φιλελευθερισμού κατά τον Καντ είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σκοποί και όχι ως μέσα. Οι πολιτικοί που καταλαβαίνουν την ανάγκη επέκτασης των δικαιωμάτων, αλλά καταψηφίζουν, είτε για να τα έχουν καλά με την κοινωνική τους βάση, είτε για να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση, αντιμετωπίζουν τα τρανς άτομα ως μέσα για τις πολιτικές τους επιδιώξεις και όχι ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Για αυτό λέω ότι στις συζητήσεις μέχρι τώρα έχουμε ακούσει πολύ περί φιλελευθερισμού, αλλά λίγους πραγματικά φιλελεύθερους».