της Elizabeth Rubin για το The Intercept
Ι.
“Πιστεύετε ότι πάσχει η πολιτική ασύλου μας; Το πιστεύετε αλήθεια; Αυτό γράψατε”, μου φώναξε ο αναψοκοκκινισμένος δικηγόρος από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ήμασταν σε ένα δικαστήριο που ασχολείται με θέματα μετανάστευσης στο Federal Plaza στη Νέα Υόρκη. Ήταν νέος και έξαλλος που τα είχα γράψει αυτά σε ένα άρθρο γνώμης και κατέθετα ως ειδικός εμπειρογνώμονας για το Αφγανιστάν, εκπροσωπώντας τον αιτούντα άσυλο. Προφανώς υπήρχε για μένα μια σύγκρουση συμφερόντων.
«Στην πραγματικότητα πιστεύω ότι έχουμε μια πολύ καλή πολιτική ασύλου, αλλά δεν την εφαρμόζουμε», είπα.
Ο δικαστής διέκοψε.
«Με κάθε σεβασμό, το τι πιστεύει για τη μεταναστευτική πολιτική μας δεν έχει καμία σχέση με τον λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε σήμερα εδώ, που είναι να καθορίσουμε αν υπάρχει κίνδυνος δίωξης της τάξης του 10% αν επιστρέψει στο Αφγανιστάν. Αυτό μόνο». Ήταν ανακουφιστικό, αλλά ο δικηγόρος του υπουργείου Εσωτερικής Ασφαλείας συνέχισε – ήμουν αμειβόμενος συνήγορος μετανάστευσης, ήμουν προκατειλημμένος, δεν ήμουν στην πραγματικότητα ειδικός, αφού δεν διέθετα ακαδημαϊκή ειδίκευση. Ο δικαστής δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από κανένα από αυτά τα επιχειρήματα προκειμένου να απορρίψει την κατάθεσή μου, η οποία συνεχίστηκε για δύο ώρες.
Βγήκα από τη μικρή αίθουσα του δικαστηρίου. Στον διάδρομο βρίσκονταν μητέρες από την κεντρική Ασία, με παιδιά που γατζώνονταν πάνω τους, έγερναν, έπεφταν, και κυρίως βαριόντουσαν. Είναι τυχερός που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, σκέφτηκα. Ο δικαστής ήταν δεκτικός και δίκαιος. Ο δικαστής στο Τέξας απέρριψε το αίτημα ασύλου του και τον έστειλε στη φυλακή στην Αλαμπάμα, όπου τον άφησαν για σχεδόν δύο χρόνια.
Τι να πω; Μερικές φορές; Εξαρτάται;
ΙΙ.
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ένας Κινέζος αντιφρονών με ψαρό γένι, πεταχτά μάτια και μια μανία να βγάζει σέλφι, έχει καταπλεύσει στην Αμερική σαν τον Ιωνά για να αφυπνίσει τους Αμερικανούς ως προς το ερώτημα ακριβώς που θέτει ο Σάμεϊ, καλώντας μας να δούμε τους πρόσφυγες με μια άλλη ματιά.
Αυτήν την εβδομάδα, το ντοκιμαντέρ του “Human Flow” (“Ανθρώπινη Ροή”), κάνει την πρεμιέρα του σε κινηματογράφους σε όλον τον κόσμο. Είναι μια ταινία εξαιρετικά προσωπική, ένας ποιητικός φόρος τιμής που απλώνεται σε τέσσερις ηπείρους, δείχνοντας τι θα πει να είσαι ξεριζωμένος, άστεγος, να περιμένεις, να είσαι πρόσφυγας. Την ίδια στιγμή, ο Άι βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για την πρεμιέρα του καλλιτεχνικού του έργου “Good fences make Good Neighbors” (“Οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς φίλους”). Είναι δυνατό, προκλητικό, επικής κλίμακας. Και είναι παντού. Υπάρχουν 300 σημεία και στους πέντε δήμους της Νέας Υόρκης. Φράχτες, χρυσά κλουβιά, κλουβιά με μυστικά περάσματα, μπάρες που προστίθενται σε παράθυρα, αγκαθωτά συρματοπλέγματα που περιφράσσουν στάσεις λεωφορείου, που όλα μαζί διαψεύδουν την υπόσχεση του Αγάλματος της Ελευθερίας: “Keep, ancient lands, your storied pomp! Give me your tired, your poor, your huddled masses yearning to be free”. Ή πάντως αυτό που αναφωνούσε κάποτε.
«Μου αρέσει πολύ εδώ», μου λέει ο Άι για τις ΗΠΑ. Έζησε στη Νέα Υόρκη το ’80 και σπούδασε στο Parsons School of Design για λίγο, περιπλανήθηκε στην καλλιτεχνική σκηνή, έκανε κηπουρική, έπαιξε BlackJack, και μετά από είκοσι χρόνια επέστρεψε στην Κίνα. “Δυστυχώς, η ανεκτικότητα προς τους πρόσφυγες έχει πέσει στο λιγότερο από το μισό σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά δεν είναι οι αριθμοί το ζήτημα. Είναι το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Έχουμε ακόμα την αυτοπεποίθηση που μας επιτρέπει να υπερασπιστούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα προκειμένου να βοηθήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση; Θεωρούμε σημαντικές αυτές τις αξίες για την κοινωνία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια;”. Γνέφει με το κεφάλι του αργά, πλάγια και πίσω. Μιλάει σιγά. «Έχουμε γίνει εγωιστές, κοντόθωροι και δειλοί. Αυτό στέλνει ένα πολύ κακό μήνυμα στον κόσμο».
Έχουμε; Είναι αμερικανός πολίτης;
«Όχι», λέει. «Είμαι κινέζος. Αλλά δεν νιώθω ότι ανήκω σε κανέναν τόπο».
Άστεγος -οι φίλοι και η μητέρα του του λένε να μην επιστρέψει στην Κίνα- και πολίτης του κόσμου, ο Άι θεωρείται ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης της εποχής μας. Έχει δώσει το όνομά του σε έναν αστεροειδή. Ο ίδιος λέει ότι έγινε κατά κάποιον τρόπο μύθος από τότε που η κινεζική αστυνομία τον συνέλαβε και τον εξαφάνισε για 81 μέρες το 2011. «Χωρίς εσάς, δεν θα είχα γίνει ποτέ τόσο γνωστός ως καλλιτέχνης», είπε λίγο αφότου του επέστρεψαν το διαβατήριό του το 2015. Σήμερα, η εικόνα του είναι σχεδόν τόσο γνωστή όσο του Δάλαϊ Λάμα. Και αυτό το κατάφερε με το να μη σταματάει ποτέ να ποστάρει σέλφις στο Instagram και τη μνημειώδη κλίμακα των παραστάσεών του, 100 εκατομμύρια πορσελάνινοι σπόροι ηλίανθου που γέμισαν τo Tate Modern, 14.000 σωσίβια, ανοιχτό πορτοκαλί, τυλιγμένα γύρω από κολώνες στη μουσική αίθουσα του 19ου αιώνα του Βερολίνου, εκατοντάδες κάβουρες βαμμένοι κόκκινοι, από πορσελάνη, να βγαίνουν από το τζάκι στο Ανάκτορο Blenheim στην Αγγλία.
Όμως αυτό που έχει επισφραγίσει τη διασημότητά του είναι η δίωξη στα χέρια των Κινέζων, η στωικότητά του, η παράλογη καταγραφή αυτής της δίωξης –μια σέλφι του ασθενούς Άι να κρατάει μια σακούλα γεμάτη με το αίμα που τρέχει από τον κρόταφό του αφού τον γρονθοκόπησαν κινέζοι αστυνομικοί, αναπαραστάσεις σε γλυπτό του Άι να κάθεται, να φοράει χειροπέδες, να ανακρίνεται από δύο φρουρούς, ο Άι γυμνός, να κάνει μπάνιο, να τον φρουρούν δύο άντρες. Είναι σύμβολο για αυτούς που υποφέρουν και για τους πολιτικά ενεργούς υποστηρικτές και επιμελητές εκθέσεων που τον περιστοιχίζουν, σύμβολο ακόμη και για τους κριτικούς που θεωρούν ότι επιζητεί την προσοχή και την αυτοπροώθηση. Σε έναν κόσμο αντιμεταφυσικό, τα σύμβολα ενσαρκώνουν την πιθανότητα του απίθανου, κρατούν μια μυστική υπόσχεση να μεταμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι. Μπορεί να τα καταφέρει ο Άι Γουεϊγουέι; Ή μεταφέρει απλώς το μήνυμα;
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ του Αι Γουέιγουέι «Ανθρώπινη Ροή»
ΙΙΙ.
I want the right of life, of the leopard at the spring,
of the seed splitting open
I want the right of the first man
–Nazim Hikmet, Turkish poet
Οι λέξεις εμφανίζονται πάνω από τη θάλασσα, καθώς ξεκινάει το “Human Flow”. Μπαίνει ένας φάρος στο πλάνο, ένα πλοίο και βουνά που διαγράφονται στον ορίζοντα, ένα ελικόπτερο που πετάει σε απόσταση, τα χρώματα είναι μωβ, γκρίζα, ο ρυθμός αργός. Σιγά σιγά εμφανίζεται μια μηχανή, άνθρωποι με σωσίβια που χαιρετούν, σωσίβια που πετιούνται στη θάλασσα, παιδιά που τα βγάζουν στη στεριά. Και ο Άι με την κάμερά του. Είναι μια περίεργη, αταίριαστη εικόνα αρχικά, στην ταινία του. Γιατί ο κινέζος αντιφρονών;
Τώρα είμαστε στην έρημο. Βλέπουμε σκηνές όσο φτάνει το μάτι. Άμμος. Το Ιράκ φιλοξενεί 277.000 πρόσφυγες από τη Συρία. Διαβάζουμε ότι μετά τη επέμβαση το 2003, στην οποία ηγούνταν οι ΗΠΑ, 268.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε βίαιες συγκρούσεις στο Ιράκ. Περισσότεροι από 4 εκατομμύρια ιρακινοί έχουν εκτοπιστεί βιαίως από τα σπίτια τους. Εμφανίζεται ένα κορίτσι στην είσοδο της σκηνής της. Ταξιδεύουμε με την κάμερα σε δρόμους της Συρίας που θυμίζουν εικόνες από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Οι πρόσφυγες στο κέντρο υποδοχής στην έρημο ποζάρουν για φωτογραφίες στις σκηνές. Μια νεαρή γυναίκα με μια κόκκινη μπλούζα και καρώ μακριά φούστα. Ο φακός δεν κινείται. Σε αυτά τα μακρά και αργόσυρτα πλάνα, τα κοντινά στα πρόσωπα των προσφύγων ή των αστυνομικών ή των ομάδων διάσωσης και υποστήριξης, τη θάλασσα, τους εκπαιδευτές που πλένουν τα άλογά τους στη θάλασσα, ένα αγόρι που σπρώχνει ένα καρότσι με μπετόνια μέσα από μια κόκκινη αμμοθύελλα, τα κορίτσια που ζυμώνουν μέσα στη λάσπη στα βράχια, τοπία ομορφιάς και καταστροφής στο Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν, την Ιορδανία, τον Λίβανο, το Πακιστάν, την Τουρκία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Παλαιστίνη και την Κένυα, η φαντασία μας ταξιδεύει ή αναβιώνει στιγμές από την ιστορία μας ή την ιστορία της οικογένειάς μας.
Η ταινία του Άι αποτυπώνει πολλές συναντήσεις που είχαμε εγώ και πολλοί άλλοι στις συγκρούσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών. Θυμάμαι έναν ιρακινό καρδιολόγο στη Βαγδάτη που τον συνάντησα λίγο αφότου οι αμερικανοί ανακοίνωσαν την “απομπαθοποίηση” της ιρακινής κοινωνίας. Τον παρατηρούσα καθώς απεκδυόταν τα κοσμικά ρούχα και τρόπους συμπεριφοράς του Μπααθισμού. Έφυγε το κουστούμι, στη θέση μπήκε το dishdasha – το άσπρο ρούχο με τα φαρδιά παντελόνια, που αποτελούν δείγματα ευσέβειας. Παρευρισκόταν σε προσευχές. Και μετά έφυγε από τη Συρία προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα και να οργανώσει εξέγερση με μπααθιστές και ισλαμιστές.
Οι ΗΠΑ δεν προέβλεψαν τις συνέπειες του να πετάξεις 250.000 ένοπλους ιρακινούς και 50.000 ιρακινούς δημοσίους υπαλλήλους στους ανέμους της ερήμου και στα χέρια οποιουδήποτε θα είχε μια καλή ιδέα για εκδίκηση. Βλέπουμε τις συνέπειες με τους φακούς στις ακτές της Λέσβου. Είναι αναμμένη μια φωτιά. Ακούμε χειροκροτήματα, ζητωκραυγές. Παιδιά που τα κρατούν, τα τυλίγουν σε κουβέρτες. Πρόσφυγες μιλούν στα κινητά. Τα κατάφεραν. Ένας άλλος πρόσφυγας στην Τουρκία κρατάει 17 αστυνομικές ταυτότητες. Είναι σε ένα χωράφι με τάφους καλυμμένους με λάσπη. Δείχνει μια φωτογραφία: «Ἁυτός είναι ο αδερφός μου. Έχει τρελαθεί». Η γυναίκα του, το παιδί του, η κόρη του, είναι όλοι θαμμένοι. “Εμφανίζονται στον ύπνο μου τη νύχτα”. Χτυπάει το κεφάλι του με τα δάχτυλα καθώς πέφτει η βροχή πάνω στο πρόσωπό του.
Εμφανίζεται ένας υπότιτλος στη θάλασσα: “Το 2015 και το 2016 περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι ήρθαν από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ”.
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ του Αι Γουέιγουέι «Ανθρώπινη Ροή»
Πέρσι έλαβα αρχεία σε φακέλους, οργανωμένους σε Excel από έναν δάσκαλο στο Ντένβερ που συνδεόταν με έναν ξυλουργό στο Κολοράντο και δικηγόρους από όλη την Αμερική, που όλοι μαζί ήταν εθελοντές στην Ελλάδα. Από τύχη, βρήκαν ιρακινούς και αφγανούς στα κέντρα στην Ελλάδα οι οποίοι είχαν δουλέψει στον αμερικανικό στρατό και είχαν φύγει από τα σπίτια τους επειδή ένιωθαν ότι απειλούνταν οι ζωές τους. Πολλοί από τους αφγανούς είχαν κληθεί να εμφανιστούν στο δικαστήριο των Ταλιμπάν, αντιμετωπίζοντας την κατηγορία ότι βοήθησαν τους προδότες.
Ήταν εκατοντάδες. Γνωρίζαμε την ιστορία. Κάποιοι περιπλανιούνται ακόμα. Ορισμένοι επέστρεψαν οικειοθελώς ή απελάθηκαν. Ένας που γνωρίζω, ένας μουσικός σε μια τηλεοπτική εταιρεία, που ρίσκαρε να κάνει το ταξίδι στη Μεσόγειο με τη γυναίκα του και με μικρά παιδιά γιατί δεν μπορούσε άλλο να αντέξει τον πόλεμο στην Καμπούλ, έχασε δυο παιδιά στη θάλασσα μαζί και με το μυαλό του. Στο “Human Flow” βλέπουμε αυτούς τους άνδρες και τις γυναίκες με τα σακίδια, τα ανοράκ, τα πάνινα παπούτσια, τα παιδιά, να επιβιβάζονται στα τεράστια φέρι που κανονικά μεταφέρουν αμάξια και τουρίστες στα ελληνικά νησιά.
«Ευχαριστώ το Θεό που έχω μεγάλη θέληση και είμαι αποφασισμένος», λέει ένας νέος άνδρας με τον γιο του στην αγκαλιά στην πλώρη του σκάφους. “Είμαστε έξω, στη θάλασσα. Θα φτάσουμε σε μια χώρα που θα μας βοηθήσει, και θα αλλάξει η τύχη μας”.
Μπορεί. Ή μπορεί να είναι ένας από αυτούς που βρίσκονται σε μια σειρά στην άκρη του δρόμου, μέσα στους πράσινους λόφους, στα καλλιεργημένα χωράφια και στους κορμούς των δένδρων, περπατώντας με πονεμένα πόδια, κρατώντας τα παιδιά από το χέρι, στις αγκαλιές τους και στις πλάτες τους, μέσα στα δάση, με κάποιους να κάθονται στην άκρη, μετά στον ορμητικό ποταμό, προχωρώντας μέσα στα νερά, σκοντάφτοντας, χάνοντας τα παπούτσια τους, μόνο για να φτάσουν σε έναν φράχτη από συρματόπλεγμα. Οι πρόσφυγες, μας δείχνει η ταινία, ταξίδεψαν από τη Λέσβο, ελπίζοντας να βρουν άσυλο στη Γερμανία, τη Σουηδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. (φυσικά, από τη λίστα παραλείπονται οι ΗΠΑ). Έως το 2015, οι ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να κλείνουν τα σύνορά τους και δεκάδες χιλιάδες αφήνονται στην Ελλάδα.
Βρισκόμαστε στα ουγγρικά σύνορα. Η κινηματογραφία είναι υπέροχη. Τα τανκς γυρνάνε σε όλη την Ευρώπη, σαν τις ταινίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο φράχτης εκτείνεται για μίλια. Δύο αστυνομικοί πάνω σε άλογα περνάνε από δίπλα. Ο Τύπος περιμένει στη μέση του δρόμου. Υπάρχουν δεκάδες κάμερες.
Ένας αξιωματικός του στρατού ρωτά έναν αστυνομικό: Πότε είδες τελευταία φορά την οικογένειά σου;
Την προηγούμενη εβδομάδα.
Και πότε θα γυρίσεις στο σπίτι σου;
Σε πέντε μέρες.
Ελπίζω να έχεις μια βάρδια χωρίς προβλήματα, λέει ο διοικητής ντυμένος στα μπλε και χαιρετά.
Μέσα στις αναμνήσεις του Ψυχρού Πολέμου, διαβάζουμε ότι όταν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε το 1989, 11 μόνο χώρες από όλον τον κόσμο είχαν συνοριακούς φράχτες και τείχη. Μέχρι το 2016, 70 χώρες έκτισαν συνοριακούς φράχτες και τείχη. Κάθε μέρα, 34.000 άνθρωποι από όλον τον κόσμο φεύγουν από τα σπίτια τους για να γλυτώσουν από την πείνα, τη φτώχεια και τον πόλεμο. 65 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίζονται Πρόκειται για ένα ρεκόρ.
Ο Αι Γουέιγουει, στην «Ανθρώπινη Ροή» μιλάει με έναν πρόσφυγα που περιπλανιέται για 60 μέρες
V.
Το 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Τουρκία συμφώνησαν να σταματήσουν τη ροή. Η ΕΕ θα μπορούσε να επιστρέψει πρόσφυγες στην Τουρκία με αντάλλαγμα μια πολλά υποσχόμενη βοήθεια ύψους 6 δις ευρώ και τη μετακίνηση στην Ευρώπη χωρίς βίζα. Το Αφγανιστάν συμφώνησε επίσης. Δώστε μας λεφτά και μπορείτε να γυρίσετε πίσω τους πρόσφυγες.
Παρακολουθούμε την αστυνομία να ρίχνει δακρυγόνα. Τα παιδιά τρίβουν τα μάτια τους κλαίγοντας. Μέσα στο σκοτάδι ακούμε έναν άνδρα να καθησυχάζει τον αδερφό του. “Δεν θέλω να σε βλέπω να κλαις. Αν θες να πάμε πίσω στην Τουρκία, θα πάμε πίσω στην Τουρκία αύριο το πρωί. Αν θες να πάμε στη Γερμανία, θα πάμε αύριο. Εσύ δεν είσαι ο μεγαλύτερος αδερφός μου; Θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας, αρκεί να μου το πεις”. Ο αδερφός του δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά να κλάψει.
Βλέπουμε την πλάτη μιας γυναίκας με τζιν και ένα μαύρο παλτό να κάθεται σε ένα ξύλινο τραπέζι μέσα σε μια σκηνή. Περιφέρεται άσκοπα με τον γιο της εδώ και 60 μέρες. «Κανένας δεν μας έχει δείξει τον τρόπο. Αν εγώ θέλω να κάνω αίτηση για άσυλο, πώς θα την κάνω ακριβώς; Πού υποτίθεται ότι θα ξεκινήσω τη ζωή μου; Πόσες παραπάνω μέρες μπορώ να ζήσω έτσι;». Μας κουνάει το χέρι. Είναι εντάξει, της λέει ο Άι και της δίνει έναν κουβά. Αυτή κάνει εμετό.
Βρισκόμαστε στο μάτι ενός κυκλώνα πάνω από μια σειρά από λευκά κοντέινερ μέσα στη σκόνη που φτάνει στα παιδιά και αυτά προσπαθούν να τρέξουν μακριά της. Η Τουρκία.
Ενώ η Ευρώπη δίνει μάχη για να διαχειριστεί τα 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες, οι ΗΠΑ συμφωνούν να δεχτούν μόνο 45.000- τους λιγότερους από τότε που υπογράφτηκε ο Νόμος περί Προσφύγων (Refugee Act) το 1980. Η πλειοψηφία των 65 εκατομμυρίων προσφύγων παγκοσμίως βρίσκονται ήδη σε καταπονημένες οικονομίες. 3 εκατομμύρια στην Τουρκία, 2 εκατομμύρια στο μικροσκοπικό Λίβανο, 1,3 εκατομμύρια στη μικροσκοπική Ιορδανία, εκατομμύρια στην Κένυα, την Ουγκάντα, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν.
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ του Αι Γουέιγουέι «Ανθρώπινη Ροή»
VI.
Οι συγκρίσεις στο “Human Flow” είναι ξεκάθαρες και δεν χρειάζονται ερμηνεία. Ειδικά όταν ο Άι περνάει από τους ανθρώπους στα ζώα τους. Η πιο αξιοπρόσεκτη περίπτωση είναι στη Γάζα, μια λωρίδα γης όπου 1.8 Παλαιστίνιοι ζουν σαν φυλακισμένοι. Βλέπουμε τον Άι Γουεϊγουέι και την ομάδα του να παίρνουν συνέντευξη από 10 νέες γυναίκες που είχαν έρθει από ένα σχολείο στην παραλία, για μια μικρή απόδραση. Είναι ακόμα στη Γάζα. Ονειρεύονται ένα ταξίδι στον κόσμο με κρουαζιερόπλοιο. Ξέρουν ότι είναι αδύνατο. Και μετά περνάει σε έναν τίγρη που κάνει κύκλους σε έναν λασπωμένο, περιφραγμένο χώρο. Τον έφεραν λαθραία ή δραπέτευσε μέσα από τις σήραγγες της Αιγύπτου, λέει μια αντρική φωνή. “Τα ζώα νιώθουν σαν άνθρωποι. Νιώθουν τις καταστροφές. Οι τίγρεις ακούν καλύτερα από εμάς τις βόμβες γύρω τους. Δεν πιστεύω ότι είναι σωστό να κρατάς ένα ζώο εκεί όπου δεν μπορεί να αγγίξει το γρασίδι”.
Ο παλαιστίνιος άνδρας είναι από την οργάνωση Four Paws. Βλέπουμε ένα μοντάζ από αυτόν και τους συναδέλφους του να μεταφέρουν το βράδυ ένα τεράστιο πράσινο κοντέινερ μέσα σε ένα ατσαλένιο κλουβί στο πίσω μέρος του φορτηγού. “Πρέπει να δουλέψουμε με την Ιορδανία, με τις αρχές της Νοτίου Αφρικής, με το Ισραήλ και τις παλαιστινιακές αρχές”, λέει. Χρειάζεται άδεια εισόδου και εξόδου, ένα πιστοποιητικό κτηνιάτρου, τελωνειακή γνωμοδότηση, στρατιωτική έγκριση. Κανείς δεν αρνήθηκε να βοηθήσει αυτό το ζώο να έχει μια καλύτερη ζωή”.
Την επόμενη μέρα, η Λαζίζ, η τίγρης, θα μεταφερόταν σε ένα αεροδρόμιο στο Ισραήλ, για να πετάξει για το Γιοχάνεσμπουργκ και να αφεθεί ελεύθερη. “Αυτό εγώ το λέω ταξίδι προς την ελευθερία”.
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ του Αι Γουέιγουέι «Ανθρώπινη Ροή»
Ο Άι παρουσιάζεται σε όλη την οδύσσειά του, συχνά ψάχνοντας για ένα μέρος, σαν να μην ξέρει τι να κάνει με τον ίδιο του τον εαυτό. «Δεν υπάρχει κάτι να κάνω στις κατασκηνώσεις Δεν έχω να κάνω τίποτα». Εκτός από το να σπάει τη μονοτονία. Να κόψει τα μαλλιά του, να εξαγοράσει ένα φρούτο από ένα φορτηγό, να τραβήξει βίντεο με το iPhone του. Ή απλώς να παίξει τον ρόλο που έδωσε στον εαυτό του- τον μάρτυρα της περιπλάνησης σε τέσσερις ηπείρους, περιμένοντας,όπως οι πρόσφυγες, ποιος ξέρει για τι. Για την θεία παρέμβαση. Για τον Γκοντό. Για να γίνει κάτι. Για να μην γίνει τίποτα. Για το σκοτάδι.
«Το να γίνεσαι μάρτυρας», λέει όταν τον ρωτάω γιατί η αγαπημένη του λέξη είναι η «πράξη» Συνεχίζει. “Το να δίνεις προσοχή, το να στρέφεις το βλέμμα σου σε κάτι είναι πιθανότατα μια από τις σημαντικότερες πράξεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Στα νέα μέσα δεν δίνουμε χρόνο. Μπορούμε να αλλάξουμε κανάλια ή να κινηθούμε στις φωτογραφίες με το δάχτυλό μας. Ή μιλάμε για ένα θέμα και μετά πηδάμε σε ένα άλλο. Δεν δίνουμε προσοχή. Η προσοχή μας είναι τόσο σύντομη. Είναι το ίδιο με τη συναισθηματικές μας δυνατότητες. Δεν μπορούμε να μείνουμε σε κάτι για πολύ καιρό Είμαστε σαν τα ζώα. Αντιδρούμε στην πραγματικότητα και ίσως έχουμε γίνει ένα νέο ανθρώπινο είδος, ανίκανο να ενδιαφέρεται πια”.
“Πραγματικά, αυτό πιστεύεις;”, ρωτάω.
“Έτσι νομίζω”, λέει.
«Όταν οι πρόσφυγες έρχονται στην Ευρώπη, τους δίνονται πολύ λίγες ελπίδες από την κοινωνία. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Το να μην βοηθάνε και να βρίσκουν δικαιολογίες για να μην βοηθήσουν είναι απίστευτο».
Γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε σε σκοτεινούς χρόνους, αλλά εδώ πρέπει να διαφωνήσω με τον Άι. Εκτός από την πολύ γνωστή, ξενοφοβική αντίδραση κατά των προσφύγων, έχει υπάρξει εξαιρετική φιλοξενία από απλούς πολίτες, δημάρχους, οικογένειες στην Ελλάδα, στη Γερμανία, την Αγγλία και αλλού. Μικρές πόλεις όπως η Αλτένα, δέχτηκαν πρόσφυγες, οι πολίτες προσφέρθηκαν εθελοντικώς να τους έχουν στα σπίτια τους και τους δίδαξαν Αγγλικά. Ο δήμαρχος Τζορτζ Φέργκιουσον στο Μπρίστολ της Αγγλίας, κάλεσε τους πολίτες να πάρουν τους πρόσφυγες στα σπίτια τους. Ο δήμαρχος της Αθήνας άρχισε συνεργασία με την Airbnb σε ένα πρόγραμμα που ονομάζεται Open Homes (Ανοιχτά Σπίτια), όπου ο κόσμος δήλωνε συμμετοχή για να προσφέρει προσωρινή στέγαση στους αιτούντες άσυλο.
Υπάρχει μια κρίση και μια ηθική αποτυχία, όπως πολύ εύγλωττα το έθεσε ο δημοσιογράφος Πάτρικ Κίνγκσλεϊ στο βιβλίο “The New Odyssey” (“Η Νέα Οδύσσεια”). “Αλλά είναι κάτι που προκλήθηκε κυρίως από την ανταπόκρισή μας προς τους πρόσφυγες και όχι τόσο από τους πρόσφυγες τους ίδιους”, γράφει. Και με την ανταπόκρισή μας, εννοεί τους φορείς χάραξης πολιτικής. Επιτέθηκαν εναντίον των λαθρεμπόρων στη Λιβύη ελπίζοντας να αποτρέψουν τη ροή, σταμάτησαν τις επιχειρήσεις διάσωσης στη Μεσόγειο για να σταματήσουν τη ροή.
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ του Αι Γουέιγουέι «Ανθρώπινη Ροή»
VIII.
Το 2016, πάνω από 5.000 πρόσφυγες πνίγηκαν προσπαθώντας να διασχίσουν τη θάλασσα. Επανέφεραν τις επιχειρήσεις διάσωσης. Γράφει ο Κίνγκσλεϊ πάλι: “Με κάθε απεγνωσμένο σχέδιο, οι πολιτικοί αγνοούσαν επανειλημμένα την πραγματικότητα της κατάστασης”. Ό,τι και να γίνει, οι πρόσφυγες θα συνεχίσουν να έρχονται. “Αν είχαν δημιουργήσει ένα οργανωμένο σύστημα μαζικής επανεγκατάστασης από τη Μέση Ανατολή το 2014 και το 2015, και αν είχαν κάνει αυτό το σχέδιο έτσι ώστε να κινείται γρήγορα και σε μια αρκετά μεγάλη κλίμακα, η Ευρώπη μπορεί να είχε καταφέρει να περιορίσει τις πιο χαώδεις πτυχές της κρίσης”.
Επομένως, τι δείχνει η πράξη μαρτυρίας του Άι Γουεϊγουέι σε εμάς το κοινό και ιδίως εδώ στις ΗΠΑ; Είμαστε μάρτυρες ή είμαστε πλέον ανίκανοι στο να ενδιαφερόμαστε; Είμαστε θεατές μιας πορνογραφίας για το προσφυγικό ή ένα κάλεσμα για να βγούμε στον αγώνα; Και αν είναι ένα κάλεσμα για αγώνα, τι μπορούμε να κάνουμε όταν έχουμε μπροστά μας μια κυβέρνηση που έχει ρίξει τον αριθμό των προσφύγων που θα δεχθεί σε μόνο 45.000; Πήραμε 800.000 πρόσφυγες μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ακόμα και υπό την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, υποσχεθήκαμε να πάρουμε μόνο 10.000 Σύριους. Και παρόλο που θα είναι οι περισσότεροι ελεγμένοι αλλοδαποί που εισέρχονται στη χώρα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, 31 κυβερνήτες δήλωσαν ότι θα ασκήσουν βέτο σε προσπάθειες στέγασης των Σύριων στις πολιτείες τους.
Οι πολιτική των ΗΠΑ σχετικά με τους πρόσφυγες έχει παρουσιάσει πολλές αλλαγές από τον Νόμο περί Μετανάστευσης (Immigration Act) του 1924, ο οποίος θέτει περιορισμούς με βάση την προέλευση. Τα νούμερα αντικατοπτρίζουν την πολιτική της εποχής. Σήμερα κυβερνόμαστε από τον φόβο. Έτσι, ενώ η Γερμανία δέχεται ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, οι ΗΠΑ, που είναι χωρίς αμφισβήτηση υπεύθυνη για τους πολέμους που οδήγησαν σε αυτές τις μαζικές εξόδους, κάνουν την πάπια. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι η κατάσταση. Έχουμε τη δυνατότητα και τη θέληση σε τοπικό επίπεδο να διαχειριστούμε το ζήτημα και να δεχθούμε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Ο Άι πέρασε το μήνυμά του. Αυτό είναι ό,τι μπορεί να κάνει. Σε εθνικό επίπεδο, τίποτα δεν θα αλλάξει προς το παρόν. Αλλά σε όλη τη χώρα, στην Τζόρτζια, το Κοννέκτικατ, τη Νεμπράσκα, τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια, φίλοι των προσφύγων, ανεξάρτητες κοινότητες, δήμαρχοι, παίρνουν το σύνθημα από τον βόρειο γείτονά μας και προσπαθούν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα χορηγών για τους πρόσφυγες του Καναδά. Εκκλησίες από το Μπρούκλιν ως το Σαρλότ βάζουν αφίσες στα παράθυρά τους και στους πίνακες ανακοινώσεών τους που γράφουν “Refugees Welcome Here” («Οι Πρόσφυγες είναι ευπρόσδεκτοι εδώ»). Έχει σταματήσει εδώ και καιρό η ρητορική φόβου για την ταυτότητα και την εθνική ασφάλεια. «Αν είσαι ένας δήμαρχος, 3.000 πρόσφυγες σε μα πόλη 3 εκατομμυρίων δεν απειλεί την ταυτότητα ή την ασφάλειά σου γιατί ελέγχονται πολύ καλύτερα από ότι οι δεκάδες εκατομμύρια άλλοι επισκέπτες», λέει ο Τζορτζ Μανιάτις, διευθυντής του Open Society Foundations’ International Migration Initiative. Στη Διάσκεψη των Δημάρχων των ΗΠΑ, είπε: «Μιλάνε για πρακτικές καθημερινές δοκιμασίας»- η σχολική φοίτηση, η εργασία, η μετακίνηση, η στέγαση, οι γιατροί- “σε αντίθεση με τις αφηρημένες συζητήσεις, όπως το αν θα μας ανατινάξουν ή αν θα αλλάξουν αυτό που είμαστε”.
Ο Εμανουέλ Ράνσομ ήταν ο πρώτος αφροαμερικάνος δήμαρχος στο Κλάρκστον της Τζόρτζια, μια πόλη 15.000 κατοίκων που έχει υποδεχθεί περισσότερους από 1.000 πρόσφυγες ανά έτος τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο Ράνσομ ήταν συνηθισμένος στο να βλέπει την Κου Κλουξ Καν να κάνει πορείες δίπλα στο σπίτι του στη δεκαετία του ‘60. Ωστόσο ασχολήθηκε με την πολιτική στην πόλη του για πρώτη φορά επειδή ανησυχούσε για τους πρόσφυγες, πίστευε ότι δεν έχουν καμία θέση στο Κλάρκστον. Μετά έγινε δήμαρχος. Γνώρισε τους Βιρμανούς, τους Μπουτανούς, του Σύριους, τους Αφγανούς και τους Θιβετιανούς, το 80% των οποίων εργάζονται και πληρώνουν φόρους. Όταν ρωτήθηκε σε ένα ντοκιμαντέρ πριν μερικά χρόνια για το πώς αισθάνεται για τις προηγούμενες απόψεις του σχετικά με τους πρόσφυγες, είπε: “Πραγματικά, σαν μαλάκας. Επειδή έπρεπε να ξέρω καλύτερα”.