Ένα κείμενο μονάχα 67 λέξεων σε μορφή επιστολής από τον Υπουργό Εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ προς τον ηγέτη της εβραϊκής βρετανικής κοινότητας Λόρδο Λάιονελ Γουόλτερ Ροθτσάιλντ έγινε η αιτία να ανάψει μια φωτιά στη Μέση Ανατολή που ακόμα δε λέει να σβήσει, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται σε πολλούς. Η σημειολογία της επιστολής, το γεγονός ότι ήρθε στο φως της δημοσιότητας μία εβδομάδα μετά τη σύνταξη της και οι προσδοκίες που δημιούργησε ένθεν κακείθεν οδήγησε πολλούς να βλέπουν στη Διακήρυξη Μπάλφουρ την απαρχή και συνάμα αιτία όλων των δεινών που έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή τα τελευταία 100 χρόνια.
Η προσεκτικά διατυπωμένη διακήρυξη, το τελικό κείμενο της οποίας ήταν αποτέλεσμα πολύμηνων διαβουλεύσεων, δεν έκανε λόγο για δημιουργία εβραϊκού κράτους, αλλά «εθνικής εστίας» (national home) για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη. Αξίζει να σημειωθεί πως ο ανωτέρω γεωγραφικός προσδιορισμός, πέρα από το Ισραήλ και τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, περιελάμβανε τότε τόσο τη σημερινή Ιορδανία, όσο και το Λίβανο. Η κοινοποίηση της Διακήρυξης Μπάλφουρ σε συνδυασμό με τη σχεδόν ταυτόχρονη διαρροή των μυστικών συμφωνιών Σάικς-Πίκο, που χώριζαν τη Μέση Ανατολή σε γαλλικό και βρετανικό τομέα επιρροής, από την νεότευκτη τότεσοβιετική κυβέρνηση της Μόσχας ήταν λογικό να γεμίσουν απογοήτευση τους Άραβες. Σε αυτό το σημείο μάλιστα εντοπίζεται η γένεση ενός ισχυρού αντιδυτικού συναισθήματος στον αραβικό κόσμο.
Στον αντίποδα, το εβραϊκό στοιχείο υποδέχθηκε με τόση θέρμη την Διακήρυξη Μπάλφουρ που μετέτρεψε τη 2α Νοεμβρίου σε οιονεί εθνική εορτή. Αυτός ο ενθουσιασμός εκφράσθηκε με εντατικοποίηση της “αλίγια”, μετανάστευση προς τους Αγίους Τόπους. Οι συνακόλουθες δημογραφικές αλλοιώσεις δημιούργησαν εντάσεις μεταξύ Αράβων, Εβραίων και Βρετανών που στο μεταξύ είχαν αναλάβει τη διακυβέρνηση στην περιοχή. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη σκιά του ολοκαυτώματος και της γενικότερης απο-αποικιοποίησης οι Βρετανοί αποχώρησαν. Στον πόλεμο που ακολούθησε οι εβραϊκές πολιτοφυλακές αποδείχθηκαν νικηφόρες καταφέρνοντας έτσι να δημιουργήσουν το κράτος του Ισραήλ που θα ενισχυόταν και επεκτεινόταν σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες. Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν η κατοχή και η προσφυγιά για το αραβικό και παλαιστινιακό στοιχείο.
Στα παραπάνω γεγονότα πολλοί επιλέγουν να δουν μια ευθεία αλυσίδα που μάρτυρα πως ότι έγινε συνέβη στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Είναι επίσης αλήθεια πως η ταυτότητα του παραλήπτη της επιστολής Μπάλφουρ (σ.σ. Λόρδος Ροθτσάιλντ) δίνει τροφή στους, ακροδεξιάς κυρίως προέλευσης, θιασώτες θεωριών συνωμοσίας. Αυτό που δεν βλέπουν είναι πως ο σιωνισμός στην πραγματική του μορφή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακόμα έκφραση του εθνικισμού που ενισχύθηκε το 19ο αιώνα. Σκοπός του σιωνισμού ήταν η δημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας. Μάλιστα για τον Θεόδωρο Χερτζλ και τους άλλους σιωνιστές ηγέτες ο τελικός προορισμος λίγη σημασία είχε. Γι΄ αυτό άλλωστε είχαν γίνει προτάσεις οι Εβραίοι να εγκατασταθούν στην Αργεντινή, την Ουγκάντα, την Κύπρο, τη Σιβηρία ή, όπως έδειξαν πρόσφατες μελέτες, ακόμα και σε μια όαση του Περσικού Κόλπου κοντά στα Μπαχρέιν. Την τελική απόφαση θα την έπαιρνε μια από τις μεγάλες δυνάμεις και αυτό που θα βάραινε στην απόφαση τους θα ήταν τα συμφέροντα τους και μόνο. Οι πιέσεις που άσκησαν επιφανείς Εβραίοι και σιωνιστικοί όμιλοι είχαν τη σημασία τους αλλά δεν ήταν καθοριστικές.
Η Βρετανία άρχιζε να εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο δημιουργία εθνικής εστίας για τους Εβραίους στις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό μάλιστα που κινητοποίησε τους Βρεττανούς ήταν η ανησυχία μήπως τα ρωσικά πογκρόμ δημιουργήσουν αυξημένα εβραϊκά μεταναστευτικά ρεύματα προς τα βρετανικά νησιά. Ο Μπάλφουρ τότε ήταν πρωθυπουργός και με δική του εντολή ο τότε νεαρός δικηγόρος Λόυντ Τζωρτζ εκπόνησε ένα σχέδιο για δημιουργία μιας πιθανής εβραϊκής αποικίας στην ανατολική Αφρική. Το 1916 ο Λόυντ Τζωρτζ έγινε πρωθυπουργός και ο Μπάλφουρ υπηρετούσε ως ο υπουργός εξωτερικών. Οι αλλαγές στην κυβέρνηση είχαν σαν αποτέλεσμα την παραγκώνιση του Έντουιν Μόνταγκιου, του μοναδικού Εβραίου στο υπουργικό συμβουλίου που παρά την καταγωγή του αντιτίθετο σφόδρα στις σκέψεις για δημιουργία εβραϊκής πατρογονικής εστίας. Η περίπτωση του Μόνταγκιου είναι χαρακτηριστική για τις αντιθέσεις εντός της εβραϊκής κοινότητας. Ο Μόνταγκιου θεωρούσε τη δημιουργία κράτους με συνδετικό κρίκο τη θρησκεία ως μια παράλογη ιδέα. Αν μη τι άλλο είχε κατά νου τη σύγκρουση των χριστιανικών κρατών της Ευρώπης μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστροουγγαρίας στο Σεράγιεβο. Επιπλέον ο Μόνταγκιου φοβόταν πως η δημιουργία εβραϊκού κράτους μπορεί να οδηγούσε το βρετανικό στέμμα να δείξει την πόρτα της εξόδου, ή τουλάχιστον να ψαλιδίσει τα πολιτικά δικαιώματα, των Βρετανών Εβραίων.
Αν όμως δεν ήταν μια καλά οργανωμένη συνωμοσία που χειραγώγησε τη βρετανική κυβέρνηση, τότε τι ώθησε τον Μπάλφουρ να συντάξει και να αποστείλει στον Ροθτσάιλντ την περίφημη διακήρυξη; Η απάντηση βρίσκεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Βρετανίας σε μια ιδιαίτερα ρευστή χρονική συγκυρία. Μετά την είσοδο των Αμερικανών στον πόλεμο η προοπτική της νίκης φαινόταν αρκετά κοντά και συνακόλουθα στο Λονδίνο διαβουλεύονταν κινήσεις και πρωτοβουλίες που θα διασφάλιζαν στη Βρετανική Αυτοκρατορία όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη. Η Διακύρηξη Μπάλφουρ σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντασσόταν. Ήταν άλλη μια υπόσχεση που αποσκοπούσε στη διασφάλιση πρόσκαιρων συμμαχιών. Η υλοποίηση αυτής καθαυτής της υπόσχεσης στην πραγματικότητα ελάχιστα απασχολούσε τους Βρετανούς. Μάλιστα, αν η Διακήρυξη Μπάλφουρ δαιμονοποιήθηκε στην πορεία του χρόνου αυτό έγινε όχι γιατί η μετέπειτα πολιτική του Λονδίνου τίμησε την υπογραφή του Λόρδου Μπάλφουρ, αλλά αντίθετα επειδή αθέτησε τις υποσχέσεις που είχε δώσει σε άλλους, όπως το Χουσεΐν της Μέκκα, πιο πολύ από όσο λησμόνησε τις δεσμεύσεις του έναντι του Λόρδου Ροθτσάιλντ.
Οι Βρετανοί έδωσαν στη δημοσιότητα τη Διακήρυξη Μπάλφουρ λίγο μετά την προέλαση του στρατηγού Άλενμπυ προς την Ιερουσαλήμ. Σύντομα όλη η Παλαιστίνη ήταν υπό βρετανικό έλεγχο και είναι φυσικό πως το Λονδίνο ήθελε να δρέψει τους καρπούς της νέας του κτήσης. Ο προσεταιρισμός της εβραϊκής μειοψηφίας ήταν μια αναμενόμενη επιλογή που στηριζόταν στη δοκιμασμένη λογική του “διαίρει και βασίλευε”. Κάτι ανάλογο έκαναν και οι Γάλλοι για τον καλύτερο έλεγχο της Συρίας όταν πρόκριναν την παροχή προνομίων και στελέχωση του κρατικού μηχανισμού από τις μειονότητες των Χριστιανών και των Αλεβιτών. Ο επιπλέον λόγος που οι Βρετανοί που προσέγγισαν την εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης είχε να κάνει με την κατάσταση στη Ρωσία. Η νέα σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε όλες τις τσαρικές διώξεις κατά των Εβραίων αλλά μια ενδεχόμενη παλινόρθωση ενδεχομένως να σήμαινε νέα πογκρόμ. Σε αυτή την περίπτωση ο Λόυντ Τζωρτζ και η κυβέρνηση του θα προτιμούσαν τα όποια μεταναστευτικά κύματα δημιουργούνταν να είχαν κατεύθυνση τη Μέση Ανατολή και όχι τη Δυτική Ευρώπη.
Το κρίσιμο ερώτημα εν τέλει είναι κατά πόσο η πρωτοβουλία της σύνταξης και δημοσιοποίησης της Διακύρηξης Μπάλφουρ βοήθησε τη Μεγάλη Βρετανία να προωθήσει τους σκοπούς της στη Μέση Ανατολή. Η απάντηση είναι αρνητική διότι ούτε οι Άραβες, ούτε οι Εβραίοι ήταν διατεθειμένοι να χορεύουν αέναα στο ρυθμό των επιθυμιών του Λονδίνου. Έτσι, όταν έγινε πια σαφές πως ο προσεταιρισμός της εβραϊκής κοινότητας από τους Βρετανούς στην Παλαιστίνη δεν εντασσόταν σε ένα σαφή οδικό χάρτη που θα οδηγούσε στη δημιουργία εβραϊκής εθνικής εστίας, οι βρετανικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα τόσο των Αράβων, όσο και των Εβραίων. Μάλιστα, σχεδόν κάθε πρωτοβουλία τους, όπως οι απόπειρες περιορισμού της εβραϊκής μετανάστευσης, έμοιαζε να έκανε τα πράγματα χειρότερα από πριν. Τέλος, ήταν υποχρεωμένοι να επεμβαίνουν για να αποκαθιστούν την τάξη κάθε φορά που σημειώνονταν εντάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Σίγουρα αυτή δεν ήταν η κατάσταση που ονειρεύονταν οι ιθύνοντες στο Λονδίνο όταν με διεθνείς συνθήκες εξασφάλιζαν την επικυριαρχία της Παλαιστίνης. Και ίσως γι’ αυτό το λόγο όταν αποφάσισαν να φύγουν το 1948 δεν έκαναν καμία σοβαρή προσπάθεια να επηρεάσουν τις εξελίξεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Σήμερα εκατομμύρια Παλαιστίνιοι στρέφουν το βλέμμα τους έναν αιώνα πίσω και αναρωτιούνται αν ένα τμήμα του πόνου και του αίματος που χαρακτηρίζουν το συλλογικό θυμικό τους θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν ο Λόρδος Μπάλφουρ δεν είχε υπογράψει την ομώνυμη διακήρυξη. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Όμως, σε κάθε περίπτωση η συσχέτιση της Διακήρυξης Μπάλφουρ με τον αποκλεισμό της Γάζας, τα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης και τους πρόσφυγες σε Λίβανο, Συρία και Ιορδανία είναι ανάλογη του πετάγματος μια πεταλούδας σε νησί του Ειρηνικού με μια καταιγίδα στον Ατλαντικό. Αν υπάρχει ένας λόγος που αξίζει να μνημονεύεται η Διακήρυξη Μπάλφουρ και το πρωτότυπο της να φυλάσσεται ως κειμήλιο στη Βρετανική Βιβλιοθήκη αυτό έχει να κάνει με το ότι αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο την κυνικότητα της νοοτροπίας των ισχυρών έναν αιώνα πριν όπου, όπως σημειώνει ο Άρθουρ Κέσλερ, «ένα έθνος υπόσχεται σε ένα άλλο έθνος τη γη ενός τρίτου έθνους».