Όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης οι μήνες που πέρασαν μπορούν να χαρακτηριστούν ως το «τρίμηνο της εξομάλυνσης» των σχέσεών της Ελλάδας με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, ενώ νέο στοιχείο είναι η προσέγγιση με τις ΗΠΑ που – όπως σημειώνεται – είναι σημαντική για λόγους οικονομίας και ασφάλειας.
 
Στην έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καταγράφονται μια σειρά από θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία στο διάστημα του τρίτου τριμήνου του έτους, όπως η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η έξοδος της χώρας από την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος αλλά και η υποχώρηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων στα χαμηλότερα επίπεδα ( 5,33%) των τελευταίων ετών αν και επισημαίνεται ότι εξακολουθούν να κινούνται σε αισθητά μεγαλύτερα επίπεδα από αυτά της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.
 
 

«Έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται με έξοδο από κάθε επιτήρηση»
 

Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. «Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης» σημειώνεται χαρακτηριστικά. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «Ακόμα και μια “καθαρή” έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση! Επίσης, η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία».
 
Σε ότι αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας τονίζεται ότι: «Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα φαίνεται ότι βγαίνει από την κρίση. Για το 2017 αναμένεται σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης με 1,8%. Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2018 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%». Στο σημείο αυτό οι συντάκτες της έκθεσης υπενθυμίζουν τις εκτιμήσεις ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται επενδύσεις πάνω από 100 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία 2017-2022.
 
Σύμφωνα με την έκθεση στην βελτίωση της μακροοικονομικής εικόνας της χώρας έχει συμβάλει η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η σταδιακή αποπληρωμή των οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και η προσπάθεια απεμπλοκής συμβολικά και υλικά σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων όπως το Ελληνικό.
 
Σε άλλο σημείο σημειώνεται ότι «Κατά την εκτίμησή μας δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας από την οποία εξαρτώνται οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις. Ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (κόκκινα δάνεια). Ορισμένες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, αλλά γενικά διαπιστώνουμε βραδύτητα. Συναφώς, κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018. Από τις δημοσιονομικές επιδόσεις ως τότε θα εξαρτηθεί αν θα χρειασθούν νέα μέτρα το 2018 και αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου). Ανησυχία, ωστόσο, προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία. Επίσης, η χώρα παραμένει τρωτή έναντι απρόοπτων και απότομων εξωτερικών διαταραχών («σοκ») κυρίως λόγω του υπέρογκου χρέους. Το ΓΠΚΒ υποστήριξε εξ αρχής ότι χρειάζεται να εξαλειφθεί ιδίως αυτή η πηγή κινδύνων».
 
«Από πολιτική άποψη ένα χαρακτηριστικό των τελευταίων μηνών είναι ότι η κυβέρνηση αναβάθμισε τον στόχο της ανάπτυξης (έναντι της αναδιανομής). Τονίζει πλέον την ανάγκη για αύξηση των (ιδιωτικών) επενδύσεων και αναγνωρίζει τον ρόλο της επιχειρηματικότητας για την επιστροφή της χώρας σε συνθήκες διαρκούς αναπτυξιακής ομαλότητας. Δεν είναι διαφορετικοί οι γενικοί προσανατολισμοί της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Ακόμα και σε ζητήματα εργαλείων ή μέσων πολιτικής σημειώνονται ευρύτατες συγκλίσεις όπως φερ? ειπείν στις αποκρατικοποιήσεις. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται εξ αντικειμένου προϋποθέσεις για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις στη χώρα. Θα δούμε βέβαια αν οι καλές διακηρύξεις θα αντέξουν τη δοκιμασία της πολιτικής πραγματικότητας» τονίζεται στην έκθεση.
 
Σε ότι αφόρα τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας σημειώνεται ότι «Η δημοσιονομική πορεία μειώνει την αβεβαιότητα βραχυχρόνια. Ο γενικός στόχος για το 2017 και 2018 είναι να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα 1,75% ΑΕΠ και 3,5% ΑΕΠ αντίστοιχα. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποφευχθεί η λήψη νέων μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα το 2018. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το εννεάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2017, ο στόχος για το έτος αυτό επιτυγχάνεται. Επίσης, το υπουργείο οικονομικών ανεπίσημα πληροφορεί ότι για ολόκληρο το 2017 οι θεσμοί συμφωνούν ότι θα επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,05% πάνω από τον στόχο της χρονιάς. Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές τότε θα υπάρχει ένα περιθώριο πάνω από 1,8 δισ. ευρώ για τη διανομή “κοινωνικού μερίσματος”. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να το διανείμει ως το τέλος του τρέχοντος έτους. Η εξαγγελία κάνει πάλι επίκαιρο το δίλημμα «αναδιανομή ή ανάπτυξη». Σημειώνουμε ότι ο τρόπος χρησιμοποίησης των πόρων που προκύπτουν από την υπέρβαση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων έχει σαφώς καθορισθεί στις συμφωνίες με τους θεσμούς, πράγμα που περιορίζει τη σχετική διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης».


Συστάσεις στην κυβέρνηση

 
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προχωρά μέσω της έκθεσής του σε συστάσεις προς την κυβέρνηση:
 
1) Να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη διάχυση της καινοτομίας και επομένως, της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας (growth potential). Πολλές μεταρρυθμίσεις παραμερίζουν τα εμπόδια για παραγωγικές επενδύσεις. Σοβαρές επενδυτικές αποφάσεις εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος (όπου ένα πρώτο βήμα έγινε με την πρόβλεψη στον αναπτυξιακό νόμο ότι επενδύσεις που υπάγονται σε αυτόν δεν θα φοβούνται αλλαγές για μια δεκαετία), τη χωροταξία που θα βελτίωνε την προβλεψιμότητα της ρυθμιστικής πολιτικής και την αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση. Υπενθυμίζουμε ότι σε σχέση με την τελευταία η χώρα έχει δεσμευθεί για σειρά αλλαγών (αξιολόγηση κλπ), που όμως αντιμετωπίζουν ισχυρές αντιδράσεις.
 
2) Να εντείνει τις προσπάθειες για ρύθμιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
 
3) Να συνεχίσει τις προσπάθειες για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, μειώνοντας το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα.
 
4) Να ολοκληρώσει την επανεξέταση των κρατικών δαπανών (spending review). Η διαδικασία έχει ήδη αρχίσει με πρωτοβουλία του Αν. Υπουργού Οικονομικών και φαίνεται ότι αποδίδει αν κρίνουμε από την προβλεπόμενη για το 2018 μείωση της κρατικής κατανάλωσης. Συναφώς, η επανεξέταση δεν θα πρέπει να έχει μοναδικό στόχο τη μείωση των δαπανών αλλά κυρίως τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας τους με τις αναγκαίες ανακατανομές.
 
5) Να εντείνει τις προσπάθειες κατά της φοροδιαφυγής αρχίζοντας από τις εμφανέστερες και μεγάλες ευκαιρίες για φοροδιαφυγή που συνδέονται με τη διακίνηση του πετρελαίου.
 
6) Να ενθαρρύνει σαφή πρόοδο στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να αρχίσει σταδιακά να αποκαθίσταται η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στη χώρα, παρέχοντας την απαιτούμενη ρευστότητα στην οικονομία
 
7) Να αξιοποιήσει πλήρως, εγκαίρως και αποτελεσματικά όλες οι δυνητικές πηγές ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
 
8) Να εκτελεί ομαλά τον προϋπολογισμό, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων.
 

Λάθος στο ύψος των τόκων


Όπως αναφέρει δημοσίευμα της «Εφ.Συν.», το γραφείο προυπολογισμού χρησιμοποιώντας στοιχεία του 2014 υπολόγισε λανθασμένα το ύψος των τόκων που καλείται να πληρώσει η Ελλάδα από το 2020 μέχρι και το 2026 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει». Με δήλωσή του στην «Εφ.Συν.» ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για λάθος του Γραφείου Προϋπολογισμού.