του Κωνσταντίνου Πουλή
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες τις απόψεις για την πολιτική βία: μπορεί να πιστεύει κανείς (με διάφορες παραλλαγές) ότι το κράτος θα πρέπει να κατέχει το «μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση της φυσικής βίας», οπότε θεωρεί την τρομοκρατία πρόβλημα αστυνομικό και δεν ενδιαφέρεται για τα όσα θα εκθέσω παρακάτω. Αυτό ισχύει στην περίπτωση ενός δημοσιογράφου που έγραφε πως πρόκειται για πάλη ανάμεσα στη δημοκρατία και τους εχθρούς της και συνέχιζε χρησιμοποιώντας ένα απόφθεγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ: «Το έγκλημα δεν είναι πολιτική. Είναι έγκλημα, έγκλημα». Η υποστήριξή της στον Πινοσέτ δεν στάθηκε επαρκής λόγος για να αποφύγει τον συσχετισμό ο δημοσιογράφος, ούτε ότι η Θάτσερ είχε αποκαλέσει τρομοκράτη τον Νέλσον Μαντέλα. Εμείς ωστόσο μπορούμε με αυτή την αφορμή να πούμε ότι ο διαχωρισμός των στρατοπέδων σε δημοκράτες και τρομοκράτες είναι μάλλον απλουστευτικός. Τα αμερικανικά παραδείγματα, παλαιά και νεώτερα, είναι κοινοί τόποι της σχετικής συζήτησης.
Η δεύτερη προσέγγιση διατείνεται ότι υπάρχει ενσωματωμένη βία στις υπάρχουσες σχέσεις κυριαρχίας, λοιπόν το ερώτημα είναι αν, πότε, πόσο και υπό ποιες προϋποθέσεις οι κυριαρχούμενοι θα μπορούν να καταφύγουν στη βία για να ανατρέψουν αυτές τις σχέσεις κυριαρχίας (σε αυτή την περίπτωση η «τρομοκρατία» ονομάζεται «αντάρτικο πόλης» από τους θιασώτες της). Το βιβλίο του Κουφοντίνα προσαρμόζει ένα πλήθος από τα σχετικά επιχειρήματα στην ελληνική πραγματικότητα και τη δράση της 17Ν. Μια που πρόκειται για κοινά επιχειρήματα της υπεράσπισης της ένοπλης πάλης, θα προσπαθήσω να πάρω τα λόγια του τοις μετρητοίς και να δω τι κατά την άποψή μου αντέχει σε κριτική και τι όχι..
Η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής
Η πρώτη μας αντίδραση στην τρομοκρατία συνήθως είναι η ηθική αποστροφή που μας προκαλεί η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Επειδή όμως η ηθική αποστροφή είναι μια πολύ ρευστή και υποκειμενική πραγματικότητα (η δουλεία δεν προκαλούσε καμία ηθική αποστροφή για αιώνες), πρέπει να επιμείνουμε στο περιεχόμενο. Το υπονοούμενο επιχείρημα είναι η αδιαπραγμάτευτη αξία της ανθρώπινης ζωής, κατ’ ουσίαν η ιερότητά της. Μα η αξία της ζωής δεν είναι ούτε αδιαπραγμάτευτη ούτε ιερή: όχι μόνο η επαναστατική ρητορική και ηθική, αλλά ακόμη η τρέχουσα ηθική και μαζί το ποινικό μας δίκαιο παζαρεύουν διακρίνοντας εξαιρέσεις. Ο (δίκαιος) πόλεμος και η (νόμιμη) άμυνα είναι μερικές απ’ αυτές. Ιστορικά, παρότι όλες οι κοινωνίες που γνωρίζουμε δεν παραλείπουν κάποια απαγόρευση της αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής, πολύ σπάνια ο κανόνας αυτός είναι απροϋπόθετος. Η αρχαία Ελλάδα εξαιρούσε δούλους και ανάπηρα παιδιά, ληστή του δρόμου η κάποιον που επιτίθεται τη νύχτα, κάποιον που συλλαμβάνεται να διαπράττει μοιχεία με τη γυναίκα του δράστη κ.ο.κ, και η αλήθεια είναι ότι αν με τον χριστιανισμό ξεκινά η καθολική απαγόρευση της αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής, αυτή η απαγόρευση παρέμεινε μια πολύπλοκη στάθμιση, ακόμη και εκεί. Αν η αξία της ζωής δεν είναι απόλυτη, δηλαδή αν κανείς δεν προσυπογράφει έναν απόλυτο πασιφισμό, τότε πρέπει να μπούμε στον κόπο να ορίσουμε ποιες είναι για μας οι συνθήκες υπό τις οποίες η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής θα μας φαινόταν εσφαλμένη ή ηθικώς αδικαιολόγητη και ποιες όχι. Η προϋπόθεση της αμυντικής χρήσης της βίας δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί, όπως έχει ειπωθεί, η άμυνα και η επίθεση είναι σχετικές, όχι απόλυτες καταστάσεις, υπόκεινται δηλαδή στην πολιτική ερμηνεία των ανταγωνιζόμενων μερών.
Η ευθύνη των παραλείψεων και τα εργατικά ατυχήματα
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας ισχυρίζεται ότι η 17Ν σκότωνε φονιάδες, καθώς περιγράφει τα εργατικά ατυχήματα επανειλημμένως ως φόνους των αφεντικών εναντίον των εργαζομένων τους, αυτό που ο Ρενάτο Κούρτσιο ονόμαζε «λευκές δολοφονίες». Αναφέρεται στην οικογένεια Αγγελοπούλου και θεωρεί τη Χαλυβουργική σημαδεμένη από τους σαρανταπέντε νεκρούς και τους εκατοντάδες σακατεμένους (276)• ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα κατέχει «μία από τις υψηλότερες θέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, με τριτοκοσμικά ποσοστά δολοφονιών που ονομάζονται “εργατικά ατυχήματα”» (280) (γεγονός το οποίο παρεμπιπτόντως δεν επιβεβαιώνεται στατιστικώς). Στα Μαντεμοχώρια αναφέρει πως πέθαναν, «δολοφονήθηκαν, σωστότερα», εκατόν δέκα μεταλλωρύχοι μόνο τη δεκαετία του ’70, από τα μειωμένα μέτρα προστασίας, «για να μη μειωθούν ούτε στο ελάχιστο τα υπερκέρδη» (295)• οι εφοπλιστές δεν είχαν καθαρίσει το γκαζάδικο «Κρήτη Σι» από τα εύφλεκτα υλικά και σκοτώθηκαν άλλοι δύο εργάτες, τον Φεβρουάριο του 1990• «Στα εικοσιεπτά χρόνια δράσης της 17Ν, στα εργοστάσια και τα πλωτά φέρετρα του πλούτου δολοφονήθηκαν πάνω από 3.500 εργάτες. Μόνο στην έκρηξη στα Σωληνουργεία Κορίνθου ΑΕ, του ομίλου ΒΙΟΧΑΛΚΟ, είχαμε έξι νεκρούς και τρεις τραυματίες. Αιτία; Η έλλειψη ενός πάμφθηνου εξαρτήματος (βαλβίδες αντεπιστροφής) στις φιάλες της οξυγονοκόλλησης. Είχαν υπολογίσει ότι το κόστος των προστίμων θα ήταν μικρότερο από την τοποθέτηση των βαλβίδων» (365).
Το επιχείρημα έχει καταλοιδωρηθεί ως ανυπόστατο, όμως αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Η σχετική βιβλιογραφία για την ευθύνη των παραλείψεων είναι συγκεντρωμένη στα βιβλία των Τζον Χάρις και Τζόναθαν Γκλόβερ και συνοψίζεται στο ότι όταν κανείς αφήνει να συμβεί εν γνώσει του ένας φόνος χωρίς να τον σταματήσει, ενώ γνωρίζει και μπορεί, είναι υπαίτιος. Αν επιπροσθέτως ωφελείται από αυτόν τον θάνατο, όπως σαφώς συμβαίνει στην περίπτωση των πλημμελών μέτρων ασφαλείας, η ευθύνη αυξάνει αναλόγως. Το επιχείρημα για τα εργατικά ατυχήματα υπάρχει ήδη στον Μαρξ και τον Ένγκελς, και το ανασύρει βεβαίως ο Χάρις. Αντιγράφει ένα απόσπασμα από την Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία:
Όταν ένα άτομο προκαλεί σε ένα άλλο μια τέτοια βλάβη που έχει σα συνέπεια τον θάνατο, αυτό το αποκαλούμε ανθρωποκτονία• αν ο αυτουργός γνωρίζει από τα πριν ότι η ενέργειά του θα προκαλέσει τον θάνατο, αποκαλούμε την ενέργειά του δολοφονία. Όταν όμως η κοινωνία καταδικάζει εκατοντάδες χιλιάδες προλετάριους σε μια κατάσταση που αναγκαστικά είναι εκτεθειμένοι σ’ έναν πρόωρο και ανώμαλο θάνατο, σ’ έναν θάνατο τόσο βίαιο όσο ο θάνατος από σπαθί η από σφαίρα• όταν αφαιρεί από χιλιάδες όντα τ’ απαραίτητα μέσα ύπαρξης, επιβάλλοντάς τους άλλες συνθήκες ζωής, τέτοιες που τους γίνεται αδύνατο να επιβιώσουν• όταν τους αναγκάζει με το ισχυρό χέρι του νόμου να παραμένουν σ’αυτή την κατάσταση ώσπου να ακολουθήσει ο θάνατος, που αποτελεί και την αναπόφευκτη συνέπεια• όταν γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτές οι χιλιάδες τα όντα θα γίνουν θύματα αυτών των συνθηκών της ύπαρξης κι ωστόσο τις αφήνει να υπάρχουν, τότε πρόκειται πολύ απλά για μια δολοφονία, ακριβώς όπως εκείνη που διαπράττεται από ένα άτομο, εκτός από το ότι εδώ είναι πιο συγκαλυμμένη, πιο δόλια, μια δολοφονία ενάντια στην οποία κανένας δεν μπορεί να αμυνθεί, που δεν μοιάζει με δολοφονία, γιατί δεν βλέπουμε τον δολοφόνο, γιατί δολοφόνος είναι όλος ο κόσμος και κανένας, γιατί ο θάνατος του θύματος φαίνεται φυσικός, και γιατί το αμάρτημα διαπράττεται λιγότερο από μια ανάλογη ενέργεια και περισσότερο από παράλειψη.
Το γεγονός ότι τα εργατικά ατυχήματα δεν εκλαμβάνονται στην κοινή συνείδηση ως φονικά ηθικά ατοπήματα οφείλεται απλώς στο ότι ο ηθικός μας κώδικας είναι μεροληπτικός, ρέπει προς τη δικαιολόγηση συγκεκριμένων ομάδων. Το ότι δηλαδή μας φαίνεται λογικό («φυσικός νόμος», όπως έλεγε ο Μαρξ) να σκοτώνονται εργάτες στα ολυμπιακά έργα, λόγω των συνθηκών εργασίας, οφείλεται στο ότι τα εγκλήματα των επιφανών και ισχυρών οικονομικά ανθρώπων συγχωρούνται ευκολότερα, αρκεί να αγοράσουν μια ποδοσφαιρική ομάδα και/ή ένα ΜΜΕ.
Το ερώτημα ωστόσο είναι όχι αν υπάρχει κάποια αλήθεια στο βασικό επιχείρημα, αλλά αν η αλήθεια αυτή δικαιολογεί τον φόνο. Η αρχή της «ευθύνης διά της παραλείψεως» έχει χρησιμοποιηθεί στη φιλοσοφική συζήτηση για την τρομοκρατία και έχει επισημανθεί ότι αν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι υπάρχει τέτοια ευθύνη, το ζήτημα είναι ότι θα πρέπει να καθοριστεί πόση είναι αυτή και τι ακριβώς σημαίνει να «γνωρίζει» ο πράττων, όταν μάλιστα ο βαθμός της εμπλοκής μας σε μια πράξη που «αφήσαμε να συμβεί» θα είναι απολύτως κρίσιμος, αν πρόκειται έτσι να αποφασιστεί ότι κάποιος πρέπει να πεθάνει γι’ αυτόν τον λόγο! Η άποψή μου είναι πως το επιχείρημα αυτό πολύ σωστά στρέφει την προσοχή μας στα ηθικά αμαρτήματα που ξεφεύγουν από τον φακό της ηθικής μας, απλώς και μόνο γιατί η τρέχουσα ηθική είναι πολύ φιλικότερη προς τους ισχυρούς και προς τους πολίτες που απολαμβάνουν αμέριμνοι τα προιόντα εγκλημάτων εναντίων άλλων λαών (όπως όταν ο φιλήσυχος αμερικανός πολίτης απολαμβάνει φτηνά καύσιμα για το αυτοκίνητό του). Όμως, αν ευθύνεται ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου, δεν θα έχει κάποια ευθύνη και ο υπεύθυνος ασφαλείας; Ο βοηθός του; Η γυναίκα του, αν υποθέσουμε ότι συζητά μαζί της τα προβλήματα της δουλειάς; Και αν υποθέσουμε ότι κάποιος από αυτούς πρότεινε κάποιο μέτρο ασφαλείας και δεν έγινε δεκτό; Πόσο έπρεπε να επιμείνει; Κανένας από αυτούς τους υπολογισμούς δεν μπορεί να μπεί στο ζύγι με την πράξη της επιβολής θανατικής ποινής από ένοπλους εκδικητές. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό είναι πολιτικά σημαντικό στον βαθμό που στρέφει την προσοχή μας στις ευθύνες των εγκληματιών του λευκού κολάρου ή των καλοθρεμμένων δυτικών που τρέφονται με τα προϊόντα εγκλήματος της εταιρείας Φόρντ στα εργοστάσια της οποίας στη Λατινική Αμερική γίνονταν βασανιστήρια, και έχουν το θράσος να κάνουν και κηρύγματα στον υπόλοιπο κόσμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή σε όσους με τις παραλείψεις τους στηρίζουν τη φονικότητα χωρίς να λερώνουν οι ίδιοι τα χέρια τους. Δεν μπορεί να οδηγήσει σε ηθική δικαιολόγηση της θανατικής ποινής. Συμφωνώ απολύτως με τη διατύπωση του Γκλόβερ πως «η ύπαρξη των πολέμων, της φτώχειας και πολλών ακόμη από τα δεινά που καταστρέφουν η φθείρουν τη ζωή των ανθρώπων οφείλεται στην εκτεταμένη αδιαφορία, όχι μόνο σε κίνητρα χειροπιαστής εθελοκακίας». Ως εκεί μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το επόμενο βήμα είναι αδικαιολόγητο. Εξάλλου παραμένει μυστήριο στα δικά μου μάτια πώς γίνεται αριστεροί που φρίττουν μπροστά στην υπεράσπιση της θανατικής ποινής, επικαλούμενοι ανθρωπιστικά επιχειρήματα, να δέχονται την εκτέλεση. Ναί μεν η διαφορά είναι ότι πρόκειται για ποινή που την επιβάλλει το κράτος, αλλά δεν νομίζω ότι ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών ή ο κατά συρροήν σφαγέας/βιαστής είναι πρόσωπα πιο συμπαθή από έναν εργοστασιάρχη.
Η θεσμική λύση στα προβλήματά μας, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα
Το δεύτερο επιχείρημα σχετίζεται με την ύπαρξη ενός πλαισίου θεσμικής λύσης των παραπόνων μας, που καθιστά την ένοπλη δράση ακατανόητη και παράλογη. Εν ολίγοις, αν μας προστατεύει ο νόμος, δεν υπάρχει κανένας λόγος και χώρος για αυτόκλητους εκδικητές. Αν κατανοούμε τον δράστη που θα έβγαζε από τη μέση τον Χίτλερ ή τον Παπαδόπουλο, δεν ισχύει το ίδιο με μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, διότι απλώς εκεί, θα έλεγε κανείς, υπάρχουν και άλλα μέσα. Η καταψήφιση και η προσφυγή στη δικαιοσύνη.
Επιστρέφουμε στον Κουφοντίνα. Μιλά για τον πόθο να τιμωρηθούν οι βασανιστές της χούντας, που το κράτος αθώωσε σε δίκες-παρωδίες, όπου οι βασανιστές είχαν το θράσος να λοιδωρούν τα θύματά τους, με την «προκλητική ατιμωρησία από τον “Ευρωπαίο” και “εθνάρχη” Καραμανλή των βασανιστών και των χουντικών» (173). «Όταν δικάστηκε ο Θεοφιλογιαννάκος και τα άλλα τσιράκια του στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, οι βασανιστές περιγελούσαν τα θύματά τους που κατέθεταν τα σημάδια της κτηνώδους βίας. Ο Αλέκος Παναγούλης δηλώνει ορθά κοφτά στο δικαστήριο: “Μόνο η απόδοση δικαιοσύνης μπορεί να εμποδίσει την αυτοδικία”» (174). Ο Μάλλιος αρνείται στο δικαστήριο ότι έγιναν βασανιστήρια και αθωώνονται οκτώ βασανιστές που δικάζονται μαζί του, ανάμεσά τους και ο Μπάμπαλης (181). Επαναλαμβάνεται ο συλλογισμός ότι εφόσον το κράτος δεν θα τιμωρήσει, θα το κάνουν αυτοί. Όταν λέει ο Κουφοντίνας ότι η φράση «το προηγούμενο της ατιμωρησίας του δοσιλογισμού δεν θα επαναληφθεί» (182) τον σημάδεψε, προφανώς αυτό σημαίνει ότι πηγή της δικής του βίας θεωρεί πως είναι η απροθυμία του κράτους να τιμωρήσει τους εγκληματίες που του είναι χρήσιμοι. Το ερώτημα είναι: Αν η δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με τη νομιμότητα, εξακολουθεί να ισχύει η προτροπή πως στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας οι λύσεις πρέπει να είναι πάντοτε θεσμικές; Ας μεταφέρουμε τη συζήτηση στη σημερινή εποχή.
Την κριτική ως προς το αν νομιμοποιούμαστε σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να μιλούμε για «χούντα», προσαρμοσμένη σε πιο σύγχρονα δεδομένα, έχει απευθύνει ο Γ. Καλιόρης στον Φ. Τερζάκη. (Βλ. και τα δικά μου κείμενα εδώ και εδώ) Λέγεται εκεί ότι η αμετροέπεια του χαρακτηρισμού «χούντα» για μια σύγχρονη δημοκρατία αναδεικνύει ότι πρέπει να έχει κανείς γνωρίσει την αληθινή χούντα για να μπορεί να εκτιμήσει τη διαφορά. Αναφέρεται στις διώξεις στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν, για να γίνει γλαφυρότερη η έκταση της υπερβολής στη ρητορική του Τερζάκη.
Αν πρόκειται για το αν υπάρχουν χειρότερα, η απάντηση είναι ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα, και από αυτήν την άποψη πάντα είναι παρήγορο να βλέπεις ότι η κατάσταση είναι εδώ πολύ καλύτερη απ’ ο,τι στην Τουρκία ή το Ιράν. Όμως όταν ο Καλιόρης λέει ότι στη σημερινή Ελλάδα δεν διώκεται κανείς για τις ιδέες του, δεν έχει δίκιο. Υπάρχουν περιπτώσεις αναρχικών σαν τον Θεοφίλου ή τον Σακκά που ευαισθητοποίησαν ανθρώπους εκτός του κύκλου των συντρόφων τους, ακριβώς διότι οι διώξεις τους θεωρήθηκαν πολιτικά μεροληπτικές και νομικά μετέωρες. Το ίδιο όταν σύρθηκε στα δικαστήρια ο διαχειριστής μιάς σατιρικής ιστοσελίδας για τον γέροντα Παίσιο. Εξάλλου η πολιτική κάλυψη στους βασανισμούς που έγιναν σε αντιφασίστες διαδηλωτές και η πλήρης αστυνομική ασυδοσία σε σχέση με τη βία που ασκείται στους μετανάστες, τεκμηριωμένη πιά με πλήθος αναφορών διεθνών οργανισμών, δείχνουν ότι η χώρα μας δεν είναι Ιράν ούτε Τουρκία, αλλά δεν ξέρω αν αυτό μας αρκεί. Όταν κανείς βλέπει τον υπουργό να κόβει την εκπομπή του δημοσιογράφου που ρώτησε τι έγινε τελικά εκείνη η μήνυση στον Γκάρντιαν, δεν μπορεί να διατηρεί βάσιμα καμία πίστη στους θεσμούς, και αυτό μοιραία αποδυναμώνει τα επιχειρήματα υπέρ της θεσμικής απορρόφησης της διαμαρτυρίας και οδηγεί δυνητικά σε πράξεις αυτοδικίας, είτε «καταδικάσουμε τη βία» είτε όχι. Η αιχμή μιάς τέτοιας κριτικής δεν είναι να δικαιολογηθεί η ένοπλη βία. Είναι όμως να γίνει κατανοητό ότι αυτό που ο Καλιόρης ονομάζει ευγενικά «αδυναμίες της δημοκρατίας μας» σημαίνει τσακισμένες ζωές, πολύ βαρύτερα απ’ όσο μπορεί να φαντάζεται ο μέσος αναγνώστης της Καθημερινής, που σοκάρεται περισσότερο από τα γκράφιτι και την αντιγραφή στο πανεπιστήμιο, παρά από την αστυνομική βαρβαρότητα. Εν ολίγοις, το επιχείρημα του Κουφοντίνα είναι κατ’ αρχήν σωστό: η φιλολογία περί του μονοπωλίου της νόμιμης βίας έχει νόημα στον βαθμό που η βία αυτή δεσμεύεται από τη νομιμότητα.
Ζούμε σήμερα σε συνθήκες που η κρατική βία δεν δεσμεύεται από τη νομιμότητα, σε βαθμό ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή στην ένοπλη απάντηση; Όχι. Η ανησυχία μου είναι ωστόσο ότι όσοι εντίμως κόπτονται για την ελάττωση της βίας, θα πρέπει να δούν ότι σε περίπτωση που η δικαιοσύνη γελοιοποιηθεί ακόμη περισσότερο υπηρετώντας τις πολιτικές σκοπιμότητες της όλο και πιο αυταρχικής στροφής της πολιτικής μας, πραγματικά δεν ξέρω τι θα έχουμε να απαντήσουμε σε όποιον μας πεί ότι θεωρεί την προσφυγή σε αυτήν πικρό αστείο.
Προβλήματα τακτικής
Μπροστά στην έλλειψη επαφής με την εργατική τάξη,
η νιτρογλυκερίνη αντικατέστησε το μαζικό κίνημα.
Ου. Μάινχοφ
Το αποφασιστικό ζήτημα της αποτελεσματικότητας, που επανέρχεται στη συζήτηση για την τρομοκρατία, το είχε διατυπώσει ήδη ο Κλαούζεβιτς. Πρόκειται για την ανικανότητα να ριζώσουν οι σκοποί του αγώνα στις λαϊκές μάζες, που εμποδίζει για πάντα την εκπλήρωση του ονείρου σύμφωνα με το οποίο ο αντίπαλος (η κυβέρνηση) καταρρέει τελικά κάτω από την επιμονή των επιθέσεων. Ο Κουφοντίνας επανέρχεται στην απώλεια επαφής με τις μάζες, και είναι μάλλον το μόνο σημείο για το οποίο διατυπώνεται μια αυτοκριτική. Η 17Ν θα συνδύαζε την ένοπλη και τη μαζική δράση (73), το ένοπλο κίνημα θα ήταν η πρωτοπορία του κινήματος (116), συνέχεια του ΕΑΜ (119). Αναφέρει τις πολιτικές διαφωνίες και συγκρούσεις που λάμβαναν χώρα μέσα στην οργάνωση, λέγοντας ότι εκείνος πίστευε πως «η 17Ν θα πρέπει να μετασχηματίσει το ρεύμα συμπάθειας που έχει γεννήσει και θα δημιουργήσει με τη δράση της σε πραγματική υλική δύναμη• ότι χρειάζεται ένα “μπροστά” που θα κεφαλαιοποιεί τους καρπούς της ένοπλης προπαγάνδας του “πίσω”, του ένοπλου μηχανισμού• ότι το ένα σκέλος, της (ενιαίας) πολιτικής δράσης είναι προϋπόθεση για την επιτυχία και την ανάπτυξη του άλλου» (212). Κάθε φορά που επιστρέφει σε αυτό το θέμα λέγοντας ότι η οργάνωση «αμέλησε τον πολιτικό ρόλο της» (269), υποβάθμισε την επικοινωνία με το λαϊκό κίνημα (220) και δεν μπόρεσε να γίνει πυροκροτητής της ταξικής πάλης (257, βλ. και 385, 398, 471, 473, 474), σκοντάφτει στο ίδιο πάντα πρόβλημα. Θεωρεί, με λίγα λόγια, ως κακό χειρισμό κάτι που είναι το θεμελιώδες και ιστορικά αξεπέραστο αδιέξοδο της τρομοκρατίας. Η συζήτηση που έγινε στην Ιταλία συνοψίζει σε επίπεδο ιστορικής εμπειρίας τη θεωρητική διατύπωση του Κλαούζεβιτς (και πολλών άλλων). Στη συλλογή κειμένων που δημοσιεύονται στα Ελληνικά με γενικό τίτλο Αυτοκριτική του αντάρτικου επανέρχεται ένας προβληματισμός για την αποξένωση των ανταρτών από το μαζικό κίνημα, που ουσιαστικά δεν προχωράει ρούπι από τα αδιέξοδα που είχαν ήδη αναφανεί με την πρώτη φορά που εφαρμόστηκε σε φιλόδοξη κλίμακα η προπαγάνδα της πράξης, με τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου στη Ρωσία. Ο λαός θρήνησε τον Τσάρο, προδίδοντας τα όνειρα των επαναστατών που νόμιζαν ότι αυτό θα πυροδοτήσει μια γενικευμένη επανάσταση κατά του τσαρικού καθεστώτος. Το αδιέξοδο που ο Κουφοντίνας αντιμετωπίζει σαν να επρόκειτο για έναν κακό χειρισμό, που θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει αν είχαν διαμορφωθεί αλλιώς οι ισορροπίες και ο διάλογος στο εσωτερικό της οργάνωσης, είναι απλώς το πολιτικό όριο της τρομοκρατίας. Η πορεία από το πολιτικό όραμα στην όλο και πιο περίκλειστη εσωστρέφεια, στη μιλιταριστική οργάνωση που αποξενώνει τον κόσμο και επιβεβαιώνει στη συνείδηση των πολλών τον αναγκαίο εναγκαλισμό του κράτους, είναι κοινή πορεία.
Όσο μάλιστα φεύγουμε από τη μαρξιστικής αφετηρίας 17Ν και πλησιάζουμε προς τις μηδενιστικής εμπνεύσεως ομάδες του σύγχρονου ένοπλου, η απόσταση από τις μάζες δεν θεωρείται πιά αδυναμία για την οποία πρέπει να απολογηθούν, αλλά μια συνειδητή και αποδεκτή πραγματικότητα. Περιφρονούν τους παραιτημένους μικροαστούς, δεν περιμένουν τίποτε από αυτούς, και απλώς οι πράττοντες επιβεβαιώνουν την ελευθερία τους. Αυτό για το οποίο παλιότερα η αριστερή ένοπλη δράση απολογούνταν, εδώ έχει γίνει πιά δεδομένο: οι μάζες κοιμούνται, ο αντάρτης πράττει για λογαριασμό τους.
Τη συνέπεια των παραπάνω τη γνωρίζουμε πολύ καλά, γιατί έχει μελετηθεί διεξοδικότατα τα τελευταία χρόνια. Η αντιτρομοκρατική πολιτική -ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου- συνιστά ολόκληρο πεδίο έρευνας πιά, του οποίου το κεντρικό σημείο συνοψίζεται στο ότι η τρομοκρατία συνιστά το ιδανικό άλλοθι προκειμένου να καταστέλλεται ο,τι απομένει από τις δημοκρατικές ελευθερίες. Η σταθερή αριστερή κριτική στην τρομοκρατία είναι πως πρόκειται για βία πολιτικά ατελέσφορη, που πετυχαίνει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, δίνοντας άλλοθι στο κράτος για να νομιμοποιεί στην κοινωνική συνείδηση τους κατασταλτικούς σκοπούς του.
Συμπεράσματα
Έχοντας περάσει κανείς τρεις δεκαετίες στην παρανομία και άλλη μία στη φυλακή, έχοντας κάνει κάτι που είναι μαζί οριακό και αμετάκλητο, όπως είναι ο φόνος, περιμένουμε να ακούσουμε πώς σκέφτεται σήμερα γι’ αυτό. Ο Κουφοντίνας μετανιώνει μόνο για την απόσταση από τις μάζες, αυτή είναι η μόνη αυτοκριτική που αποδέχεται για τη δράση της 17Ν.
Ο φόνος είναι πάντοτε μια πράξη βαρβαρότητας, απέναντι στην οποία ο άνθρωπος που δεν είναι αιμοδιψής στέκεται με δέος και αποστροφή. Το ερώτημα είναι όμως τι γίνεται όχι όταν αποφασίζει ξαφνικά να πυροβολήσει έναν τυχαίο περαστικό στο πλήθος, αλλά να απαντήσει σε μια ήδη υπάρχουσα βαρβαρότητα. Η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής δεν μου φαίνεται επαρκής λόγος για να απορρίψει κανείς την ένοπλη πάλη. Παρ’ ολ’ αυτά, κι αν η ενοχή των θυμάτων μπορεί να είναι συζητήσιμη, δεν δικαιολογεί τον φόνο. Στα δύο τελευταία επιχειρήματα, τη δικαιοσύνη και τη μαζικότητα, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο. Όσο οι δικαιικοί θεσμοί στρατεύονται ενάντια στους αδύναμους, τα επιχειρήματά μας ενάντια στην αυτοδικία θα είναι πάντοτε υπονομευμένα. Όσο και αν αποστρεφόμαστε τη βία, δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αντίλογος στην αυτοδικία, όσο η δικαιοσύνη ειρωνεύεται τους καταπιεζόμενους και κλείνει το μάτι στους ισχυρούς, όσο δηλαδή οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της νόμιμης βίας υπερασπίζονται τη θεσπισμένη αδικία.
Όσο για το τελευταίο ζήτημα, τη μόνιμη επωδό της αυτοκριτικής του ένοπλου, τη μόνη που συμμερίζεται ο Κουφοντίνας και που διαπερνά όλο το βιβλίο και καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στις καταληκτικές σελίδες του, την αποξένωση από τις μάζες: Δεν πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα των ισορροπιών ή επιλογών της 17Ν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορεί κάτι να αλλάξει. Γι’ αυτό και όταν το κράτος μιλά για «τρομοκρατία» δεν έχει κατά νού μόνο μια δράκα οπλισμένων, αλλά αυτό που κυρίως φοβάται, δηλαδή τη μαζική δράση ενάντια στα συμφέροντα των λίγων. Ο αντιτρομοκρατικός λόγος αφορά υποτίθεται την ένοπλη πάλη, αλλά στην πράξη αφορά κάθε πάλη. Η ενδυνάμωση του κρατικού λόγου και η εμπέδωση του δόγματος της τάξης και ασφάλειας σημαίνει ότι θα καταστέλλονται πολιτικές κινήσεις που δεν είναι καθόλου ένοπλες, αλλά απλώς αντιστέκονται στο γράμμα ενός άδικου νόμου. Η τρομοκρατία του τύπου που συζητούμε, όχι γενικώς και αορίστως η βία των εξεγερμένων, αλλά η συνωμοτική βία κλειστών ολιγομελών ομάδων, δεν έχει να προσφέρει πολιτικά τίποτα από αυτή την άποψη, εκτός από το να νομιμοποιεί την κρατική καταστολή απέναντι σε κάθε πράξη εξέγερσης. Και όταν κανείς βάφει τα χέρια του με αίμα, όπως αναγκάστηκαν να κάνουν με κόστος οι επαναστάτες σε πολλές στιγμές της ιστορίας, θα έπρεπε να υπάρχουν λόγοι που να μην επιδέχονται αμφισβήτηση: όχι μόνο να αντέχουν στο ζύγι, αλλά να μη γίνεται αλλιώς. Όταν στην προκήρυξη με τίτλο «Μανιφέστο του ’92» αναφέρεται ότι «επιτυχία της 17Ν είναι και μόνη η ύπαρξή της» (406), αντιλαμβανόμαστε ότι αυτός ο λόγος, του ανθρώπου που νιώθει δικαιωμένος και μόνο που πράττει, ερήμην της πολιτικής, έχει πιά διαχωρίσει τη θέση του από οποιοδήποτε επαναστατικό όραμα, και συνιστά ψυχολογική παραμυθία των μελών της οργάνωσης. Θυμίζει τη χαρμόσυνη αναφορά του Αναρχικού Εργατικού Συνδέσμου Αθηνών, το 1900: «ο σύντροφός μας Ανδρέας Θεοδωρίδης, για να γιορτάσει τον γάμο του με τη συντρόφισσα Αγγελική Δροσοπούλου, αποπειράται την ημέρα του γάμου τους να εκτελέσει δύο γνωστούς τοκογλύφους της Πάτρας». Η πράξη περιγράφεται περίπου ως κοσμικό γεγονός, ανεξαρτήτως συνεπειών και ηθικής.
Η συζήτηση για το βιβλίο του Κουφοντίνα έγινε στον αστερισμό της προσπάθειας να ταυτιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία, μέσω του προλόγου, και η πολιτική συζήτηση να περιοριστεί στο δράμα των συγγενών των ανθρώπων που δολοφονήθηκαν. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ποιες ακριβώς είναι οι επιδιώξεις του αντιτρομοκρατικού λόγου. Η δική μας προσπάθεια εκτιμώ ότι θα πρέπει να κατευθυνθεί στο να συζητήσουμε με προσοχή πού εντοπίζονται τα αδιέξοδα της ένοπλης δράσης, καταδεικνύοντας συνάμα την υποκριτική καταδίκη της βίας και τη χρήση της τρομοκρατίας ή της «τρομοκρατίας» ως μεθόδου διαφήμισης της ανάγκης για περισσότερη καταστολή. Ένας κόσμος δίχως βία θα ήταν καλύτερος, δεν αντιλέγω. Η μονόπλευρη και υποκριτική καταδίκη της βίας μόνο της μίας πλευράς δεν συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση.