του Κώστα Λαπαβίτσα
Η πρόκληση για την ισπανική κυριαρχία
Ο αγώνας των Καταλανών για ανεξαρτησία μετατράπηκε σε μαζικό κίνημα κατά τη δεκαετία του 2010, εν μέρει ως αντίδραση στην εχθρότητα του ισπανικού κράτους. Η τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα στην Ισπανία βασίζεται στον μετα-φρανκικό συνταγματικό συμβιβασμό του 1978, ο οποίος αναγνώρισε και χορήγησε σημαντική αυτονομία στους λαούς της Καταλονίας, της περιοχής των Βάσκων και της Γαλικίας. Το 2006, το Καταλανικό Καταστατικό Αυτονομίας ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο της Καταλονίας, επικυρώθηκε στη συνέχεια με μεγάλη πλειοψηφία σε ένα νόμιμο δημοψήφισμα, ενώ μια τροποποιημένη του μορφή έγινε επίσημα δεκτή από το ισπανικό κοινοβούλιο.
Αμέσως μετά τη ψήφιση του Καταστατικού, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP) προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε, το 2010, ότι τα σημαντικά μέρη του ήταν αντισυνταγματικά, ειδικά εκείνα που αφορούσαν στην εθνική ταυτότητα και τα δικαιώματα της Καταλονίας. Το 2011 εξελέγη η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος του Μαριάνο Ραχόι, η οποία συνέχισε πεισματικά να υπονομεύει την καταλανική αυτονομία. Οι ενέργειές της προκάλεσαν περαιτέρω ταπείνωση στην Καταλονία, ενισχύοντας το κίνημα για ανεξαρτησία.
Εξίσου σημαντική ήταν η απόφαση, το 2012, του τότε προέδρου της Καταλονίας, Αρτούρ Μας να προσχωρήσει ανοιχτά στο κίνημα της ανεξαρτησίας. Αντιμέτωπος με την εντεινόμενη κοινωνική κινητοποίηση ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και τα μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς, ο Μας επιχείρησε να διαφύγει κατηγορώντας τη Μαδρίτη για τα δεινά της Καταλονίας. Το κίνημα ανεξαρτησίας προήλθε από τις λαϊκές κινητοποιήσεις του 2010-12 και είχε επικεφαλής το συντηρητικό PDeCat και το κεντροαριστερό ERC, ενώ συμμετείχε επίσης το ριζοσπαστικό, αντικαπιταλιστικό CUP. Η ύπαρξή του ήταν αναπόφευκτα μια άμεση πρόκληση για την ισπανική κυριαρχία, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου 2017 και την επακόλουθη ανακήρυξη μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Καταλονίας.
Η απάντηση του ισπανικού κράτους ήταν αμείλικτη , συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης αστυνομικής βίας και της σύλληψης της εκλεγμένης ηγεσίας των Καταλανών με την κατηγορία της εξέγερσης και του στασιασμού . Οι ενέργειές του κατέρριψαν την αντίληψη ότι «τέτοια πράγματα» δεν συμβαίνουν στην Ευρώπη. Οι Καταλανοί ανακάλυψαν – με σημαντικό κόστος – ότι η τελικός μοχλός της κυριαρχίας στην Ισπανία, αλλά και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, είναι η φυσική, νομική και ιδεολογική βία.
Ανακάλυψαν επίσης – και πάλι με σημαντικό κόστος – ότι η κυριαρχία που επιδιώκουν, αν πρόκειται να είναι κάτι παραπάνω από μια απλή λέξη, θα πρέπει να στηρίζεται σε εξουσία η οποία θα πηγάζει πρακτικά από νέους θεσμούς όσον αφορά την φορολογία, το δίκαιο και την ασφάλεια. Τέτοιοι θεσμοί δεν μπορούν να δημιουργηθούν ούτε με τεχνάσματα, ούτε με σταδιακή αποσύνδεση από τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα. Πρέπει να προκύψουν από μια ανοιχτή διαδικασία που θα δημιουργήσει ένα εναλλακτικό κέντρο εξουσίας, δημιουργώντας έτσι αναπόφευκτα σύγκρουση με το εδραιωμένο ισπανικό κράτος.
Εν ολίγοις, το ισπανικό κράτος κατέδειξε ότι έχει πλήρη επίγνωση της υπόρρητης πραγματικότητας των σημερινών ευρωπαϊκών κρατικών οντοτήτων. Αντίθετα, η συντηρητική ηγεσία του καταλανικού κινήματος αποδείχτηκε εντελώς απροετοίμαστη για τις απαιτήσεις της κυριαρχίας, καθώς δεν κατάφερε να δώσει ένα νέο περιεχόμενο στην έννοια του πολίτη ή να προτείνει μια ριζοσπαστική οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι η ηγεσία του κινήματος είναι νεοφιλελεύθερη ως προς την οικονομική ιδεολογία και πιστεύει ένθερμα στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, το καταλανικό κίνημα απέτυχε να προσελκύσει τη μαζική στήριξη των εργατικών και λαϊκών μαζών της Βαρκελώνης και άλλων αστικών κέντρων, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό από σχετικά πρόσφατους μετανάστες από την υπόλοιπη Ισπανία, και μιλούν επί το πλείστον και καταλανικά και ισπανικά. Η έλλειψη πολιτικής ετοιμότητας έδωσε στο κίνημα έναν αέρα εξωπραγματικό, κάποιες φορές προσεγγίζοντας τα όρια του παραλόγου.
Η κυριαρχία στην ΕΕ
Το φως που έριξαν τα γεγονότα της Καταλονίας στην έννοια της κυριαρχίας στην ΕΕ δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτικό. Η επίσημη και ευρέως διαδεδομένη θέση υποστηρίζει ότι τα κράτη-μέλη έχουν παραδώσει ένα μέρος της δικής τους κυριαρχίας στην ΕΕ, συναθροίζοντας έτσι την κυριαρχία σε μια μεγαλύτερη οντότητα ικανή να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της «παγκόσμιας αγοράς» και άλλων μεγάλων κρατών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ και της Κίνας. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας ήταν η δημιουργία της ΟΝΕ, η οποία βασίζεται στην εκχώρηση της εθνικής νομισματικής κυριαρχίας.
Από τη σκοπιά αυτή το έθνος-κράτος στην Ευρώπη μοιάζει τελικά να είναι ένας ιστορικός αναχρονισμός. Η άποψη αυτή συχνά αποκτά ένα οικονομικό περίβλημα με το λεγόμενο «τρίλημμα του Ρόντρικ» σχετικά με την αδυναμία της ταυτόχρονης ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης, της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Το έθνος-κράτος είναι είτε πηγή συναλλακτικού κόστους,χάνοντας έτσι τα υποτιθέμενα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, είτε ένα απλό πιόνι που έρχεται αντιμέτωπο με τη δύναμη της «αγοράς». Η συνάθροιση της κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται ως ασπίδα έναντι των πιέσεων της αγοράς, καθώς και ως εγγυητής των δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία στην ΕΕ ήταν πάντα πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση και δεν υπάρχει μια απλή διελκυστίνδα μεταξύ των εθνικών κρατών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Η συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων της ΕΕ καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα εθνικά κράτη, καθώς και από την αδιάλειπτη άσκηση πιέσεων από επιχειρήσεις-κολοσσούς και μεγάλες τράπεζες με μόνιμη παρουσία στις Βρυξέλλες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, ο ρόλος ορισμένων εθνικών κρατών ενισχύθηκε, όπως και ο ρόλος των κυβερνήσεων σε κοινή σύσκεψη. Στην ΕΕ δεσπόζει η ιεραρχία των «κεντρικών» εθνικών κρατών, δηλαδή κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία. Ωστόσο, η διαδικασία παραμένει ρευστή, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης αποκτήσει νέες εξουσίες στο πλαίσιο της «Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος», καθώς και με την αστυνόμευση των εθνικών κρατών στα πλαίσια της δημοσιονομικής πειθαρχίας (το λεγόμενο Six Pack).
Η ΕΕ στάθηκε απολύτως αδιάφορη απέναντι στις παραβιάσεις της δημοκρατίας και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από πλευράς ισπανικού κράτους. Δεν έχει σημασία ότι η καταλανική ηγεσία έχει σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, είναι συντηρητική ως προς την οικονομική πολιτική και ελπίζει να εδραιώσει την κυριαρχία της στο εσωτερικό της ΕΕ. Η ιεραρχία των εθνικών κρατών της ΕΕ, η οποία ανησυχεί βαθιά για περαιτέρω κατακερματισμό του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και ούτω καθεξής, κώφευσε στα αιτήματα για υπεράσπιση των Καταλανών. Η υποτιθέμενη συνάθροιση της κυριαρχίας στην ΕΕ δεν προσέφερε κανένα δημοκρατικό πλεονέκτημα στους Καταλανούς όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ισπανικό κράτος.
Μια νέα προοπτική
Τους επόμενους μήνες οι εντάσεις είναι πιθανό να αυξηθούν και πάλι. Το ισπανικό κράτος συνέτριψε την πρώτη αδέξια πρόκληση κατά της κυριαρχίας του, αλλά οι ενέργειές του έχουν περισσότερο επιδεινώσει το αδιέξοδο παρά έχουν βοηθήσει στην επίλυση της κρίσης. Εάν γίνουν οι καταλανικές εκλογές στις 21 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση του Ραχόι μπορεί να αντιμετωπίσει μια ήττα που θα δώσει νέα ώθηση στο αίτημα για ανεξαρτησία. Είναι επίσης πιθανό να υπάρξει αλλαγή ισορροπιών στο κίνημα για την ανεξαρτησία, καθώς η στήριξη του κεντροδεξιού PDeCat μειώνεται υπέρ του κεντροαριστερού ERC, ενώ το ριζοσπαστικό CUP σημειώνει επίσης πρόοδο. Αυτό θα δώσει μια νέα ευκαιρία για την αναμόρφωση της κυριαρχίας τόσο στην Καταλονία όσο και στην Ισπανία.
Το σημείο εκκίνησης πρέπει σίγουρα να είναι το δικαίωμα του λαού της Καταλονίας στην αυτοδιάθεση. Ωστόσο, το περιεχόμενό της θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής επεξεργασίας με στόχο την αναμόρφωση της κυριαρχίας με τρεις σημαντικούς τρόπους. Συγκεκριμένα, η κυριαρχία στην Δημοκρατία της Καταλονίας θα πρέπει να είναι, πρώτον, ριζοσπαστική από οικονομική και κοινωνική άποψη, δεύτερον, να είναι δυνητικά ανοιχτή για ομοσπονδία ή συνομοσπονδία με την Ισπανία και, τρίτον, να είναι απαλλαγμένη από αυταπάτες όσον αφορά την ΕΕ.
Για να το θέσω διαφορετικά, η Καταλονία θα μπορούσε να νοηματοδοτήσει και να προσφέρει στην Ευρώπη μια νέα και πιο ολοκληρωμένη άποψη για τον πολίτη που θα υποστηρίζεται από ριζοσπαστικές πολιτικές και θα βασίζεται σε νέους δημοκρατικούς θεσμούς, οι οποίοι θα αμφισβητούν άμεσα την ισπανική συνταγματική διευθέτηση του 1978. Μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να προσελκύσει τους εργαζόμενους τόσο στην Καταλονία όσο και στην Ισπανία. Σε αυτή τη βάση, η ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Καταλονίας θα μπορούσενα επαναπροσδιοριστεί από τα κάτω προς τα πάνω, αφήνοντας ανοικτή την επιλογή της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας με την Ισπανία.
Οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να προωθήσουν μια τέτοια προοπτική ανήκουν στην καταλανική ριζοσπαστική Αριστερά – τόσο εντός όσο και εκτός του κινήματος της ανεξαρτησίας – καθώς και στην ισπανική ριζοσπαστική Αριστερά. Το καθήκον τους δεν είναι καθόλου εύκολο, ιδιαίτερα καθώς η ριζοσπαστική Αριστερά της Καταλονίας είναι χωρισμένη ανάμεσα στο CUP και οργανώσεις που έχουν κρατήσει απόσταση από το κίνημα ανεξαρτησίας, όπως το En Comu Podem, υπό την ηγεσία της Άντα Κολάου, δημάρχου της Βαρκελώνης, ή ακόμα και οργανώσεις που υπερασπίζονται την αυτοδιάθεση, χωρίς να υποστηρίζουν το αίτημα για ανεξαρτησία. Είναι όμως εφικτό να επιτευχθεί μια συμφωνία μεταξύ τους, ιδιαίτερα καθώς μια ακόμη αποτυχία του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας θα οδηγούσε ενδεχομένως στην αναβίωση της ισπανικής Άκρας Δεξιάς, η οποία ήδη καραδοκεί.
Η δημιουργία εθνικών κρατών δεν υπήρξε ποτέ ένας θεμιτός στόχος για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Ωστόσο, η ριζοσπαστική Αριστερά έχει υπερασπιστεί με συνέπεια το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, συμμετέχοντας και υποστηρίζοντας εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, πάντα με στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Εάν η Καταλονία και η Ισπανία θέλουν να ξεφύγουν από το αδιέξοδο και να αποφύγουν νέες εκρήξεις βίας και αυταρχισμού, αυτή είναι η ιστορική παράδοση προς την οποία θα πρέπει να στραφούν.