των Ειρήνη Κωνσταντοπούλου και Esra Dogan
(αναδημοσίευση από το fylosykis.gr με την άδεια των συγγραφέων)
Η οριστική απόφαση του δικαστηρίου εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για άμυνα (ΠΚ αρθ, 22 & 23), υπογραμμίζοντας ότι η Ν. διέπραξε την κρινόμενη πράξη για να υπερασπισθεί την εαυτή της, «απαντώντας» στην άδικη και παρούσα επίθεση που είχε ξεκινήσει ο σύντροφος της εναντίον της. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι η Ν. προέβη στην σωματική βλάβη του συντρόφου της με το μοναδικό εκείνη τη στιγμή πρόσφορο μέσο άμυνας που βρισκόταν κοντά της, δηλαδή το μαχαίρι, προκειμένου να προασπίσει το έννομο αγαθό της ζωής της. Επέλεξε αυτόν τον τρόπο αυτό-άμυνας, εξαιτίας του φόβου και της ταραχής που προκλήθηκε σε αυτήν από την προηγούμενη επίθεση του συντρόφου της.
Η ιστορία της Ν.:
Η Ν. είναι μια νεαρή μετανάστρια, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς με καταγωγή από την Αφρική. Το χειμώνα του 2015, όσο ζούσε σε ένα ελληνικό νησί για δουλειά συναντήθηκε με έναν Έλληνο-Γάλλο άντρα και άρχισαν να συζούν. Σύντομα η συντροφική τους σχέση μετατράπηκε σε μια καταπιεστική και βίαιη κατάσταση, με επαναλαμβανόμενες λεκτικές και σωματικές επιθέσεις σε βάρος της Ν.. Στις 8 Απριλίου 2016,κι όταν ένας καυγάς ξεκίνησε στο σπίτι τους, η συμπεριφορά του Σ. έγινε τόσο βίαια, σε σημείο που η Ν. φοβήθηκε για την ίδια την σωματική της ακεραιότητα λόγω της επίθεσης, και έτσι πήρε ένα μαχαίρι με σκοπό να ακινητοποιήσει τον Σ, τελικώς τραυματίζοντας τον.
Η Ν. είχε εξηγήσει αυτή τη μέρα έτσι:
«Μιλάγαμε ήρεμα και ωραία και εκεί ξεκίνησε πάλι τσακωμός, να με χτυπάει. Με τράβαγε από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα, με χτύπαγε, και είδα εκεί ένα μαχαίρι. Εκεί μου πέρασε από το μυαλό μου… δεν ξέρω τι… πήγαινε να με σκοτώσει. Είδα τη ζωή μου να περνάει μπροστά στα μάτια μου. Και ήθελα να τον ακινητοποιήσω. Και πήρα το μαχαίρι και τον τραυμάτισα.
Παίρνει τους φίλους του τηλέφωνο να ‘ρθουνε να τον πάνε νοσοκομείο. Πάμε όλοι νοσοκομείο και μετά ήρθε η αστυνομία από ‘κει και με πήρανε και με πήγαν στον εισαγγελέα στη Σύρο την επόμενη μέρα, μετά με άφησαν ελεύθερη.
Στο μεταξύ αυτός ήταν νοσοκομείο δύο βδομάδες και εγώ ήμουν στο σπίτι και μου έκανε ασφαλιστικά μέτρα. Και έφυγα από το σπίτι χωρίς τα πράγματά μου».
Ξαφνικά η Ν. βρήκε την εαυτή της να κατηγορείται ως υπεύθυνη για τα αποτελέσματα της αντρικής βίας που έχει δεχτεί. Παρόλο που ήταν εκείνη το θύμα τόσων και τόσων βίαιων επιθέσεων από τον πρώην σύντροφό της, η ίδια πήρε την ταυτότητα της «κατηγορουμένης». Από εκεί ξεκίνησε ο αγώνας της Ν. για την αναγνώριση του δικαιώματος της σε αυτοάμυνα.
Η πρώτη ορισθείσα δικάσιμος ήτανε το περασμένο Ιούνιο, άλλα αναβλήθηκε για δικαστικούς λόγους. Στο μεταξύ η φεμινιστική ομάδα «Καμία Ανοχή» μαζί με την «Ένωση Αφρικανών Γυναικών» οργάνωσαν, για να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα χρήματα για την ανανέωση της άδειας παραμονής και τα δικαστικά έξοδα της Ν., Αφρικανική κουζίνα αλληλεγγύης και πάρτι οικονομικής στήριξης. H «Καμία Ανοχή» δημοσίευσε τότε κάλεσμα για συμπαράσταση που ανάφερε μεταξύ άλλων «Εμείς αρνούμαστε να περιμένουμε να χυθεί το αίμα μιας γυναίκας πριν πιστέψουμε την ίδια για τη βία που έχει δεχτεί. Η Ν. είναι μία από εμάς. Θέλουμε ολόκληρη η κοινωνία να ακούσει πως οι γυναίκες δεχόμαστε βία και καταπίεση και επιδιώκουμε μέσα από αυτή μας την παρέμβαση να ανοίξει η συζήτηση για το δικαίωμά μας στην αυτοάμυνα, η οποία συχνά είναι ο μόνος τρόπος για να σώσουμε τις ζωές μας».
Στην αίθουσα του δικαστήριου:
Η υπόθεση της Ν. δεν ήτανε καθόλου εύκολη.
Πολλές προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις μας έχουν διδάξει ότι η αποδεικτική διαδικασία παραβλέπει τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκδηλώνονται τα περιστατικά της έμφυλης και σεξουαλικής βίας. Δεδομένου ότι οι περισσότερες πράξεις αντρικής βίας γίνονται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού ή σε σημεία απόμερα, μακριά απ’ τα μάτια των περαστικών ή τρίτων, ως γυναίκες πέρα από την μαρτυρία μας, δύσκολα βρίσκουμε άλλα αποδεικτικά μέσα για να δείξουμε το πόσο βίαιες κι επικίνδυνες είναι οι επιθέσεις που έχουμε δεχτεί. Από την μια, όταν καταγγέλλουμε κακοποιητική συμπεριφορά η ακροαματική διαδικασία ξεκινά με το να αμφισβητεί εμάς τις ίδιες για την αλήθεια των ισχυρισμών μας. Από την άλλη, κοινωνία και δικαστές δείχνουν απορία και μεγάλη δυσπιστία στον φόβο που έχουμε για την ίδια μας τη ζωή.
Είχαμε ήδη μάθει πως τα δικαστήρια δεν αναγνωρίζουν στις γυναίκες το δικαίωμα τους στην αυτοάμυνα, με την αιτιολογία ότι δεν είναι επαρκή τα αποδεικτικά μέσα. Όπως και στην πρόσφατη περίπτωση της Π. που είχε αμυνθεί έναντι σε σεξουαλική βία και το δικαστήριο του Ναυπλίου επί της ουσίας απέρριψε περίπτωση αυτοάμυνας, αφού δεν κατείχε και το «θύμα» (επιτιθέμενος άνδρας) μαχαίρι.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου η Ν. αγωνίστηκε να της αναγνωριστεί το δικαίωμα της σε αυτοάμυνα. Ήξερε την πραγματικότητα των δικαστικών αποφάσεων γενικά, αλλά και τις αδυναμίες που είχε η υπόθεση της λόγω έλλειψης αρκετών αποδεικτικών στοιχείων, που έδειχναν το ιστορικό βίας που της ασκούσε ο σύντροφος της.
Η Ν, ως κατηγορουμένη είχε το βάρος απόδειξης για τον ισχυρισμός της για κατάσταση άμυνας. Δυστυχώς, παρά το ότι αυτός ο ισχυρισμός ήταν και στην αρχική της απολογία, δεν συνοδευόταν από ιατροδικαστική έκθεση. Να σημειωθεί εδώ ότι κανένας από την αστυνομική υπηρεσία του νησιού δεν της είχε αναφέρει την αναγκαιότητα της εξέτασης της από ιατροδικαστή για να αποδείξει τις σωματικές βλάβες που της είχε προκαλέσει ο Σ. Έτσι η Ν. είχε πιστέψει πως όσα περιστατικά είχε καταθέσει στο αστυνομικό τμήμα ήτανε αρκετά.
Τώρα έπρεπε από το εδώλιο, να πείσει την έδρα για την ύπαρξη κατάστασης άμυνας, χωρίς όμως να έχει στα χέρια της ιατροδικαστική έκθεση.
Και ο Σ., ο οποίος κλήθηκε στο ακροατήριο να καταθέσει ως μηνυτής και μάρτυρας, ανέφερε ότι πριν τον τραυματισμό προηγήθηκε μόνο μια μικρή λογομαχία, όπου η Ν. είχε βρίσει την μητέρα του. Αρνήθηκε τη σωματική βία κατά της Ν. κατά τη διάρκεια της προηγούμενης μάχης, καθώς και σε όλη τη διάρκεια της σχέσης του με την Ν.. Η Εισαγγελέας σε αυτό τον ισχυρισμό του, ρώτησε κάτι πολύ ορθά, που από ό,τι φάνηκε άλλαξε την έκβαση της δίκης: «Μου φαίνεται αδιανόητο μία γυναίκα να τραυματίσει τον σύντροφό της έτσι στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι, μόνο μια λογομαχία. Δύο είναι τα τινά: Είτε είναι ανισόρροπη, τρελή, είτε κάτι της κάνατε και δε μας το λέτε». Και όντως ο Σ. δεν το έλεγε.
Ώσπου η Ν. και η συνήγορος της ανέφεραν τα περιστατικά της συγκεκριμένης μάχης και των παλιότερων περιπτώσεων βίας, οπότε ο Σ. δυσκολεύτηκε να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις και προσπαθούσε να αποφύγει να τοποθετηθεί, λέγοντας ότι τάχα δεν θυμάται καλά και ότι έχει πιει αρκετά. Έφτασε όμως στο σημείο να μην μπορεί πλέον να αρνηθεί την ύπαρξη του ιστορικού της σωματικής βίας, όταν η συνήγορος της Ν. του έδειξε φωτογραφίες της Ν. που απεικόνιζαν τραυματισμούς και μελανιές στο σώμα της και είχαν τραβηχτεί ένα μήνα πριν το επίδικο συμβάν. Ήταν αδύνατο να αποκρούσει την κακοποιητική του στάση σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους.
Η εισαγγελέας τόνισε ότι αποδείχθηκε ότι ο Σ. όντως κακοποιούσε την Ν, η οποία μην μπορώντας να πράξει αλλιώς για να προστατευτεί, τον τραυμάτισε. Τελικά πρότεινε να αναγνωριστεί στην Ν. περίπτωση «αναγκαίας άμυνας». Οι δικαστές, μετά το διάλειμμα, ανακοίνωσαν την απόφαση τους για την Ν. «ΑΘΩΑ».
Έτσι η Ν. νίκησε τον αγώνα της για το δικαίωμα σε αυτοάμυνα. Νίκησε ενάντια στην κοινωνικοπολιτική νόρμα, που δίνει αξία στο λόγο του άντρα, υποτιμώντας και σιωπώντας το λόγο της γυναίκας, στην νόρμα που μας στερεί το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, δηλαδή το δικαίωμά μας στη ζωή την ίδια.
Μετά τη δίκη η Ν. είπε ότι δεν θα μπορούσε να είχε νικήσει χωρίς το γυναικείο κίνημα δίπλα της. Ήταν χαρούμενη όχι μόνο για την εαυτή της, αλλά και για όλες οι γυναίκες που αμύνθηκαν απέναντι στη σεξιστική βία κι αυτό γιατί η αθωωτική απόφαση της δημιουργεί νομολογία και για το μέλλον.
Η υπόθεση της Ν. ήταν τρομερά σημαντική νίκη για όλες μας. Ήταν ένα μεγάλο βήμα για να αναγνωριστεί το δικαίωμά μας σε αυτοάμυνα στις δικαστικές αίθουσες. Αλλά μέχρι το δικαίωμά μας στην αυτοάμυνα να θεωρείται αυτονόητο από όλους και αναφαίρετο, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!