της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Ήταν το 2012 όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέμα των εξαρτήσεων, της χρήσης, της πορνείας και όλα αυτα τα άβολα θέματα, τα οποία οι δημοσιογράφοι συνήθως τα προσεγγίζουμε τελείως επιδερμικά, συχνά σχεδόν λαϊκίστικα.
 
Την εποχή εκείνη βρισκόμουν στην Μπανγκόκ. Η Ταϊλάνδη ζούσε τότε μια αύξηση των κρουσμάτων ηπατίτιδας και HIV στους χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών -περίπου όπως και η Ελλάδα την ίδια περίοδο- επειδή η κυβέρνηση θεωρούσε ότι η διανομή και η ανταλλαγή συρίγγων προωθούσε τη χρήση. Αυτό, σε συνδυασμό με μια απίστευτα σκληρή πολιτική καταστολής και έλλειψη δομών, οδηγούσε τους χρήστες στο περιθώριο και στο θάνατο. Θυμάμαι ότι ξεκίνησα μια έρευνα στους δρόμους και τα στέκια των τοξικομανών της Μπανγκόκ και αυτό που κράτησα απο την έρευνα εκείνη ήταν το στίγμα, ο φόβος της καταστολής και αυτό το αίσθημα του να μην μπορείς να στραφείς πουθενά όταν ξέρεις πως αν διαγνωστείς οροθετικός και χρήστης, σε περιμένει φυλάκιση ή το απόλυτο περιθώριο. Την ίδια περίοδο στη διπλανή Μιάνμαρ ξεκινούσε μια μεγάλη επιχείρηση της κυβέρνησης να καταστρέψει τις καλλιέργειες οπιούχας παπαρούνας, καθώς η παραγωγή της Μιανμάρ ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη μετά το Αφγανιστάν και τροφοδοτούσε με ναρκωτικά όλη σχεδόν την ΝΑ Ασία. Οι μεγαλύτερες ποσότητες κατέληγαν στις αγορές της Ταϊλάνδης, ενώ αυτοσχέδια εργαστήρια επεξεργασίας και παραγωγής συνθετικών ναρκωτικών ξεφύτρωναν μεσα στις ζούγκλες της περιοχής. Οι εργαζόμενοι σε αυτά ήταν συνήθως φτωχοί χωρικοί οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις εργάζονταν σε συνθήκες σκλαβιάς.
 
Πήρα μέρος σε μία απο τις επιχειρήσεις της κυβέρνησης ως δημοσιογράφος, η καταστροφή ήταν ολική. Οι επιδρομές άφηναν πίσω καμένα χωριά, σπίτια και τόνους με χημικά που έπνιγαν τους ντόπιους αγρότες και τους άφηναν σε απόγνωση. Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο με εξαίρεση κάποιες οργανώσεις που προωθούσαν την αντικατάσταση της οπιούχας παπαρούνας με πράσινο τσάι, ρύζι ή καλαμπόκι. Όμως, οι καλλιέργειες αυτές απαιτούσαν επενδύσεις, αρδευτικά έργα και λιπάσματα στα οποία οι ντόπιοι δεν είχαν πρόσβαση. Για τους φτωχούς αγρότες, η καλλιέργεια παπαρούνας σήμαινε ότι θα είχαν φαγητό στο τραπέζι, φάρμακα αν αρρωστήσουν και σχολείο για τα παιδιά τους. Ήταν ζήτημα επιβίωσης και όχι πλουτισμού. Η κυβέρνηση εκείνη τη χρονιά κατέστρεψε 22.000 στρέμματα παπαρούνας και ο ΟΗΕ περηφανευόταν ότι 30 τόνοι ηρωίνης δε βγήκαν στην αγορά. Όμως για κάθε οπιούχα παπαρούνα που καταστρέφονταν, δύο φύτρωναν. Ήταν μία μάχη που είχε χαθεί πριν ακόμα ξεκινήσει.
 
Ερχόμενη στην Ελλάδα στα τέλη του 2012, μέσα στην οικονομική κρίση και την απόλυτη κατάρρευση κάθε δομής, ήρθα ξανά αντιμέτωπη με το γνώριμο θέαμα της ανοιχτής χρήσης στους δρόμους. Ήταν σαν όλοι εκείνοι οι ανώνυμοι χρήστες να συνδέονται με ένα συμβόλαιο θανάτου με τον φτωχό αγρότη που είχα συναντήσει στην Ανατολική Μιανμάρ.
 
Η έρευνά μου στους δρόμους της Αθήνας με έφερε αντιμέτωπη με όλα εκείνα τα άβολα θέματα, τη χρήση, την εξάρτηση, το HIV, τη σεξουαλική εργασία, τη διαφθορά των Αρχών και την ακαδημαϊκή και στείρα προσέγγιση πολλών οργανώσεων. Κάθε μέρα ήταν και μία δοκιμασία των ορίων μου, μου πετούσε στα μούτρα -για να το πω απλά- μία πραγματικότητα που όλοι θέλουμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχει.
 
Ο HIV ήταν μια ακόμα πτυχή αυτής της αλήθειας. Μια ασθένεια με τεράστιο στίγμα η οποία σε κατηγοριοποιεί αμέσως μόλις διαγνωσθείς. Μια ασθένεια απόλυτα προσωπική γιατί αγγίζει τα μύχια της ψυχής σου, παίζει με τις ενοχές σου, με ό,τι έκανες και ό,τι δεν έκανες. Και όσο άδικο κι αν είναι αυτό, και όσο πλέον το HIV να είναι μία χρόνια ασθένεια χάρη στη φαρμακευτική αγωγή (όχι θανατηφόρα δηλαδή), όπως ο διαβήτης, η ενοχή της διάγνωσης θα ακολουθεί τον οροθετικό για πολύ καιρό.
 
Όμως, μέσα σε όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό, οι άνθρωποι ενώνουν τις φωνές τους και διεκδικούν το δικό τους χώρο. Άνθρωποι με τη δική του πορεία ο καθένας. Μέσα από τα χρόνια της κρίσης γεννήθηκε η κινητοποίηση των πολιτών και των οργανώσεων και, όπως μου είπε ο Μάριος Ατζέμης, Συντονιστής Δράσεων Μείωσης Βλάβης στη Θετική Φωνή: «Είμαστε εδώ, εργαζόμαστε μέσα στην κοινωνία και δεν κρυβόμαστε».
 
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, έχουμε συνολικά 15.966 οροθετικά άτομα (2016), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι άνδρες. Οι τρόποι μετάδοσης είναι κυρίως η μη προφυλαγμένη σεξουαλική επαφή μεταξύ ανδρών, η χρήση ενδοφλέβιων ουσιών και το ετεροφυλοφυλικό σεξ (κολπικά υγρά και σπέρμα).
 
Οι στατιστικές είναι το ένα κομμάτι της ιστορίας. Το άλλο είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Μιλήσαμε με τον Μάριο από τη Θετική Φωνή και τον Σάββα Πολίτη, Σύμβουλο στο Checkpoint (βλ. βίντεο), έναν χώρο που από το 2012 προσφέρει ανώνυμα τεστ για HIV και ηπατίτιδα, αλλά και παρέχει στήριξη και συμβουλευτική σε όσους το επιθυμούν.