Δημοσιεύτηκε στο Political Critique
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ- Πριν από δεκαπέντε χρόνια δημοσίευσα το «Globalization and Its Discontents» [Σ.τ.Μ. το βιβλίο κυκλοφορεί στην Ελλάδα με τον τίτλο «Η Μεγάλη Αυταπάτη»], ένα βιβλίο που επεδίωκε να εξηγήσει γιατί υπήρξε τόσο μεγάλη δυσαρέσκεια με την παγκοσμιοποίηση στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πολύ απλά, πολλοί πίστευαν ότι το σύστημα ήταν «στημένο» εναντίον τους, και οι παγκόσμιες εμπορικές συμφωνίες θεωρούνταν πολύ άδικες.
Τώρα, η δυσαρέσκεια για την παγκοσμιοποίηση πυροδότησε ένα κύμα λαϊκισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες προηγμένες οικονομίες, υπό την καθοδήγηση των πολιτικών που ισχυρίζονται ότι το σύστημα είναι άδικο για τις χώρες τους. Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Ντόνταλντ Τραμπ επιμένει ότι οι εμπορικοί διαπραγματευτές της Αμερικής παγιδεύτηκαν από εκείνους από το Μεξικό και την Κίνα.
Λοιπόν, πώς γίνεται τώρα, κάτι που υποτίθεται ότι θα ωφελούσε τους πάντες, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, να περιφρονείται σχεδόν από όλους; Πώς μπορεί μια εμπορική συμφωνία να είναι άδικη για όλους;
Για όσους ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι ισχυρισμοί του Τραμπ- όπως και ο ίδιος ο Τραμπ- είναι γελοίοι. Οι ΗΠΑ βασικά έθεσαν τους κανόνες και δημιούργησαν τα θεσμικά όργανα της παγκοσμιοποίησης. Σε ορισμένα από αυτά τα θεσμικά όργανα- για παράδειγμα, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, παρά τον μειωμένο ρόλο της Αμερικής στην παγκόσμια οικονομία (ένα ρόλο που ο Τραμπ φαίνεται αποφασισμένος να μειώσει περαιτέρω).
Για κάποιον σαν εμένα, που παρακολουθώ στενά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, είναι σαφές ότι οι εμπορικοί διαπραγματευτές των ΗΠΑ πήραν τα περισσότερα από όσα ήθελαν. Το πρόβλημα ήταν με το τι ήθελαν. Η ατζέντα τους ορίστηκε, πίσω από κλειστές πόρτες, από εταιρείες. Ήταν μια ατζέντα που γράφτηκε από και για μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, σε βάρος των εργαζομένων και των απλών πολιτών σε όλον τον κόσμο.
Πράγματι, φαίνεται συχνά ότι οι εργαζόμενοι, που έχουν δει τους μισθούς τους να μειώνονται και τις θέσεις εργασίας να εξαφανίζονται, είναι απλώς παράπλευρες απώλειες- αθώα αλλά αναπόφευκτα θύματα στην αμείλικτη πορεία της οικονομικής προόδου. Αλλά υπάρχει μια άλλη ερμηνεία για το τι συνέβη: ένας από τους στόχους της παγκοσμιοποίησης ήταν να αποδυναμωθεί η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Αυτό που ήθελαν οι εταιρείες ήταν φθηνότερη εργασία, όπως και αν κατάφερναν να το πετύχουν αυτό.
Αυτή η ερμηνεία βοηθάει στην εξήγηση κάποιων αινιγματικών πτυχών των εμπορικών συμφωνιών. Γιατί, για παράδειγμα, οι προηγμένες χώρες έδωσαν ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα τους, το κράτος δικαίου; Πράγματι, οι διατάξεις που ενσωματώνονται στις πιο πρόσφατες εμπορικές συμφωνίες παρέχουν στους ξένους επενδυτές περισσότερα δικαιώματα από αυτά που παρέχονται στους επενδυτές των ΗΠΑ. Αυτό εξισορροπείται, αν, για παράδειγμα, η κυβέρνηση υιοθετήσει έναν κανονισμό που να βλάπτει τα κέρδη ή τις απώλειές τους, ανεξάρτητα από το πόσο επιθυμητή είναι η ρύθμιση ή πόσο μεγάλη είναι η ζημιά που μπορεί να προκληθεί από την εταιρεία σε περίπτωση απουσίας της ρύθμισης.
Υπάρχουν τρεις αντιδράσεις απέναντι στην παγκόσμια δυσαρέσκεια για την παγκοσμιοποίηση. Η πρώτη- που αποκαλείται η στρατηγική του Λας Βέγκας- είναι να διπλασιαστεί το στοίχημα της παγκοσμιοποίησης, όπως έχει γίνει στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Αυτό το στοίχημα, όπως και όλα τα στοιχήματα σε αποδεδειγμένες αποτυχίες πολιτικής (όπως η διάχυση των οικονομικών οφελών σε πολλαπλά επίπεδα), βασίζεται στην ελπίδα ότι με κάποιο τρόπο θα επιτύχει στο μέλλον.
Η δεύτερη απάντηση είναι ο Τραμπισμός: το να απομακρύνεσαι από την παγκοσμιοποίηση, με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα φέρει κάπως τις παλιές μέρες. Αλλά ο προστατευτισμός δεν θα λειτουργήσει. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης βρίσκονται σε ύφεση, απλώς και μόνο επειδή η αύξηση της παραγωγικότητας υπερέβη την αύξηση της ζήτησης.
Ακόμη και αν επανέλθει η παραγωγή, οι θέσεις εργασίας δεν θα επιστρέψουν. Η προηγμένη τεχνολογία στη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των ρομπότ, σημαίνει ότι οι λίγες θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν, θα απαιτούν περισσότερες δεξιότητες και θα βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις από αυτές που χάθηκαν. Όπως και με τον διπλασιασμό του στοιχήματος, αυτή η στρατηγική είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αυξάνοντας περαιτέρω τη δυσαρέσκεια αυτών αφήνονται πίσω.
Ο Τραμπ θα αποτύχει ακόμα και στον ανακηρυγμένο στόχο του να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο καθορίζεται από τη διαφορά μεταξύ της εγχώριας αποταμίευσης και των επενδύσεων. Τώρα που οι Ρεπουμπλικάνοι τα κατάφεραν και έχουν θεσπίσει φορολογικές περικοπές για τους δισεκατομμυριούχους, οι αποταμιεύσεις της χώρας θα μειωθούν και το εμπορικό έλλειμμα θα αυξηθεί, λόγω της αύξησης της αξίας του δολαρίου. (Τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα εμπορικά ελλείμματα συνήθως κινούνται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να ονομάζονται «δίδυμα» ελλείμματα.) Στον Τραμπ ίσως να μην αρέσει αυτό, αλλά όπως ανακαλύπτει σιγά-σιγά, υπάρχουν μερικά πράγματα που ακόμη και κάποιος στην πιο ισχυρή θέση του κόσμου δεν μπορεί να ελέγξει.
Υπάρχει μια τρίτη προσέγγιση: η κοινωνική προστασία χωρίς προστατευτισμό, το είδος της προσέγγισης που υιοθέτησαν οι μικρές σκανδιναβικές χώρες. Ήξεραν ότι ως μικρές χώρες έπρεπε να παραμείνουν ανοικτές. Ωστόσο, γνώριζαν επίσης ότι αν μείνουν ανοιχτές θα θέσουν τους εργαζομένους σε κίνδυνο. Έτσι, έπρεπε να έχουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα βοηθήσει τους εργαζόμενους να μετακινηθούν από τις παλιές θέσεις εργασίας σε νέες και να παράσχουν κάποια βοήθεια στο μεσοδιάστημα.
Οι σκανδιναβικές χώρες είναι βαθιά δημοκρατικές κοινωνίες, επομένως γνώριζαν ότι, αν οι περισσότεροι εργαζόμενοι θεωρούσαν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν τους ωφελεί, δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί. Και οι πλούσιοι σε αυτές τις χώρες αναγνώρισαν ότι αν η παγκοσμιοποίηση λειτουργούσε όπως θα έπρεπε, θα υπήρχαν αρκετά οφέλη για όλους.
Ο αμερικανικός καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίστηκε από αχαλίνωτη απληστία- η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είναι μια ολοφάνερη απόδειξη για αυτό. Όμως, όπως έχουν δείξει μερικές χώρες, η οικονομία της αγοράς μπορεί να λάβει μορφές που να μετριάζουν τις υπερβολές τόσο του καπιταλισμού όσο και της παγκοσμιοποίησης και να προσφέρουν πιο βιώσιμη ανάπτυξη και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο για τους περισσότερους πολίτες.
Μπορούμε να μάθουμε από τέτοιες επιτυχίες το τι πρέπει να κάνουμε, όπως μπορούμε να μάθουμε από λάθη του παρελθόντος το τι να μην κάνουμε. Όπως έχει καταστεί προφανές, εάν δεν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε την παγκοσμιοποίηση, ώστε να είναι προς όφελος όλων, η αντίδραση- από τους νέους δυσαρεστημένους στο Βορρά και από τους παλιούς δυσαρεστημένους στο Νότο- κινδυνεύει να ενταθεί.