του Glenn Greenwald για το The Intercept

Τα αποτελέσματα που προβλέψαμε ότι θα έχουν οι συναντήσεις αυτές, τώρα είναι ξεκάθαρα και καλά τεκμηριωμένα. Από τότε, το Facebook έχει τη μανία να λογοκρίνει τους παλαιστίνιους ακτιβιστές που διαμαρτύρονται για την παράνομη ισραηλινή κατοχή που υπάρχει εδώ και δεκαετίες και η οποία κατευθύνεται και ορίζεται από ισραηλινούς αξιωματούχους. Πράγματι, ισραηλινοί αξιωματούχοι καυχιούνται δημόσια για το πόσο υπάκουο είναι το Facebook όταν πρόκειται για ισραηλινές διαταγές για λογοκρισία:

Λίγο μετά την είδηση που ξέσπασε νωρίτερα αυτόν το μήνα σχετικά με τη συμφωνία μεταξύ της ισραηλινής κυβέρνησης και του Facebook, η ισραηλινή υπουργός Δικαιοσύνης Αγιαλέτ Σάκεντ είπε ότι το Τελ Αβίβ είχε υποβάλει 158 αιτήματα στον κολοσσό των κοινωνικών μέσων δικτύωσης τους τελευταίους τέσσερις μήνες, ζητώντας του να αφαιρέσει περιεχόμενο που θεωρούσε «πρόκληση». Είπε ότι το Facebook είχε ικανοποιήσει το 95% των αιτημάτων.

Έχει δίκιο. Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς για την υποταγή στις επιταγές του Ισραήλ: Όπως το έθεσαν οι New York Times τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, «οι ισραηλινές υπηρεσίας ασφάλειας παρακολουθούν το Facebook και στέλνουν τις δημοσιεύσεις που θεωρούν πρόκληση. Το Facebook έχει ανταποκριθεί με την αφαίρεση των περισσότερων από αυτές».

Αυτό που κάνει σημαντική την εν λόγω λογοκρισία είναι ότι «το 96% των παλαιστινίων δήλωσε ότι η κύρια χρήση του Facebook ήταν για να παρακολουθούν τα νέα». Αυτό σημαίνει ότι οι ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν σχεδόν απεριόριστο έλεγχο σε ένα βασικό φόρουμ επικοινωνίας των παλαιστινίων.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν μετά τις συναντήσεις Facebook-Ισραήλ, ο  Independent ανέφερε ότι «το συλλογικό παλαιστινιακό κέντρο πληροφοριών ακτιβιστών ανέφερε ότι τουλάχιστον δέκα από τους λογαριασμούς των διαχειριστών τους για τις αραβικές και αγγλικές σελίδες του Facebook- που ακολουθούνται από περισσότερα από 2 εκατομμύρια άτομα- έχουν κλείσει προσωρινά, επτά από αυτούς για πάντα, γεγονός που λένε ότι είναι αποτέλεσμα των νέων μέτρων που θεσπίστηκαν μετά τη συνάντηση του Facebook με το Ισραήλ». Τον περασμένο Μάρτιο, το Facebook έκλεισε με σύντομες διαδικασίες τη σελίδα στο Facebook του πολιτικού κόμματος Fatah, που είχε εκατομμύρια ακολούθους «εξαιτίας μιας παλιάς φωτογραφίας που δημοσιεύτηκε κι απεικόνιζε τον πρώην ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ που κρατούσε ένα τουφέκι».

Μια έκθεση του 2016 του Παλαιστινιακού Κέντρου για την Ανάπτυξη και την Ελευθερία του Τύπου αναφέρει λεπτομερώς πόσο εκτεταμένη ήταν η λογοκρισία του Facebook:

Σελίδες και προσωπικοί λογαριασμοί που φιλτραρίστηκαν και μπλοκαρίστηκαν: το Δίκτυο για τον Παλαιστινιακό Διάλογο (PALDF.net), το Gaza now, το Jerusalem News Network, το πρακτορείο Shihab, το Radio Bethlehem 2000, το Orient Radio Network, το Mesh Heck, το Ramallah news, ο δημοσιογράφος Χουζαΐφα Ζαμούς από το Abu Dis, ο ακτιβιστής Κιουσάμ Μπεντιέρ, ο ακτιβιστής Μοχάμεντ Γκάναμ, ο δημοσιογράφος Καμέλ Ζμπέιλ, όλοι οι διαχειριστές των σελίδων του Al Quds και του πρακτορείου Shihab, ο ακτιβιστής Αμπντέλ-Κιαντέρ αλ-Τίτι, οι νεαροί ακτιβιστές Χουσεΐν Σατζά, Ραμάχ Μουμπαράκ (ο λογαριασμός τους ενεργοποιήθηκε ξανά), Αχμέντ Αμπντέλ Αάλ (ο λογαριασμός του ενεργοποιήθηκε), ο Μοχάμαντ Ζα’Ανίν (ακόμα διαγραμμένος), ο Αμέρ Αμπί Αράφα (ακόμα διαγραμμένος), ο Αμπντουλράχμαν αλ-Καχλούτ (ακόμα διαγραμμένος). 

Περιττό να πούμε ότι οι Ισραηλινοί έχουν ουσιαστικά πλήρη ελευθερία να δημοσιεύσουν ό,τι θέλουν για τους Παλαιστίνιους. Τα καλέσματα Ισραηλινών για δολοφονία Παλαιστινίων είναι συνηθισμένα στο Facebook και σε μεγάλο βαθμό οι καλούντες παραμένουν ανενόχλητοι.

Όπως ανέφερε το Al Jazeera πέρυσι, «Η προκλητική ομιλία που δημοσιεύτηκε στην εβραϊκή γλώσσα… έχει προσελκύσει πολύ λιγότερη προσοχή από τις ισραηλινές αρχές και το Facebook». Μία μελέτη διαπίστωσε ότι «122.000 χρήστες καλούσαν άμεσα για βία με λέξεις όπως “δολοφονήστε”, “σκοτώστε” ή “κάψτε”. Οι Άραβες ήταν οι νούμερο 1 αποδέκτες σχολίων μίσους». Ωστόσο, φαίνεται ότι το Facebook δεν κάνει κάποια προσπάθεια για να λογοκρίνει κάτι τέτοιο.

Αν και κάποια από τα πιο προκλητικά και ρητά καλέσματα για δολοφονία απομακρύνονται μερικές φορές, το Facebook συνεχίζει να επιτρέπει τα πιο εξτρεμιστικά καλέσματα που καλούν τον κόσμο κατά των Παλαιστινίων. Πράγματι, ο ηγέτης του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δημοσιεύσει πράγματα που είναι σαφώς υποκίνηση σε βία κατά των Παλαιστινίων γενικά. Σε αντίθεση με την ενεργή καταστολή των Παλαιστινίων από το Facebook, η ιδέα ότι το Facebook θα χρησιμοποιήσει τη λογοκρισία του ενάντια στον Νετανιάχου ή άλλους εξέχοντες Ισραηλινούς που ζητούν βία και υποκινούν επιθέσεις είναι αδιανόητη. Πράγματι, όπως το έθεσε συνοπτικά το Al Jazeera, «το Facebook δεν συναντήθηκε με παλαιστίνιους ηγέτες για να συζητήσουν σχετικά με το πρόβλημά τους».

Το Facebook φαίνεται τώρα να παραδέχεται ξεκάθαρα ότι προτίθεται να ακολουθήσει τις διαταγές περί λογοκρισίας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Την περασμένη εβδομάδα, η εταιρεία διέγραψε τους λογαριασμούς σε Facebook και Instagram του Ραμζάν Καντίροφ, του καταπιεστικού, βίαιου και αυταρχικού ηγέτη της Τσετσενικής Δημοκρατίας, ο οποίος είχε συνολικά 4 εκατομμύρια ακόλουθους σε αυτούς τους λογαριασμούς. Για να το θέσω πιο ευγενικά, ο Καντίροφ- ο οποίος έχει την πλήρη ελευθερία να κυβερνήσει την επαρχία με αντάλλαγμα την απόλυτη πίστη στη Μόσχα- είναι το αντίθετο ενός συμπαθητικού προσώπου: Έχει κατηγορηθεί με συγκεκριμένα στοιχεία για ένα μεγάλο πλήθος τρομερών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τη φυλάκιση και τα βασανιστήρια ΛΟΑΤ ατόμων μέχρι την απαγωγή και τη θανάτωση των αντιφρονούντων.

Αλλά τίποτα από αυτά δεν μειώνει το πόσο ανησυχητικό και επικίνδυνο είναι το σκεπτικό του Facebook για τη διαγραφή των λογαριασμών του. Ένας εκπρόσωπος του Facebook δήλωσε στους New York Times ότι η εταιρεία διέγραψε αυτούς τους λογαριασμούς όχι επειδή ο Καντίροφ είναι μαζικός δολοφόνος και τύραννος, αλλά ότι «οι λογαριασμοί του κ. Καντίροφ απενεργοποιήθηκαν επειδή είχε μόλις προστεθεί σε κατάλογο κυρώσεων των ΗΠΑ και ότι η εταιρεία ήταν νομικά υποχρεωμένη να λάβει δράση».

Όπως σημειώνουν οι Times, αυτή η λογική φαίνεται αμφίβολη ή τουλάχιστον ασυνεπώς εφαρμοσμένη: Άλλοι που βρίσκονται στον ίδιο κατάλογο κυρώσεων, όπως ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νίκολας Μαδούρο, παραμένουν ενεργοί τόσο στο Facebook όσο και στο Instagram. Αλλά σκεφτείτε τους απίστευτα απειλητικούς υπαινιγμούς των ισχυρισμών του Facebook.

Το νόημα είναι προφανές: ότι η αμερικανική κυβέρνηση – δηλαδή αυτήν τη στιγμή η κυβέρνηση του Τραμπ – έχει τη μονομερή και ανεξέλεγκτη εξουσία να εξαναγκάσει τη διαγραφή από το Facebook και το Instagram όσων αυτή θέλει, με την απλή συμπερίληψή τους σε έναν κατάλογο κυρώσεων. Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι αυτό είναι ένα καλό αποτέλεσμα; Εμπιστεύεται κανείς την κυβέρνηση του Τραμπ- ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση- για να είναι αυτή που θα αναγκάσει τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να διαγράψουν και να εμποδίσουν οποιονδήποτε θέλει αυτή να φιμώσει; Όπως δήλωσε η Τζένιφερ Γκράνικ της Αμερικάνικης Ένωσης για τις Πολιτικές (ACLU) στους Times:

Δεν είναι ένας νόμος που φαίνεται να είναι γραμμένος ή σχεδιασμένος για να αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες καταστάσεις όπου είναι νόμιμη ή σκόπιμη η καταστολή της ελευθερίας του λόγου. … Αυτός ο νόμος για τις κυρώσεις χρησιμοποιείται για την καταστολή της ελευθερίας του λόγου χωρίς να υπολογίζει τις αξίες της ελεύθερης έκφρασης και των ιδιαίτερων κινδύνων της παρεμπόδισης του λόγου, σε σύγκριση με το μπλοκάρισμα του εμπορίου ή των επενδύσεων, όπως είναι σχεδιασμένες να κάνουν αυτές οι κυρώσεις. Αυτό είναι πραγματικά προβληματικό.

Μήπως η πολιτική του Facebook να μπλοκάρει τους ανθρώπους στην πλατφόρμα του επειδή τους έχουν επιβληθεί κυρώσεις ισχύει για όλες τις κυβερνήσεις; Προφανώς όχι. Είναι αυτονόητο ότι αν, για παράδειγμα, το Ιράν αποφάσιζε να επιβάλει κυρώσεις στον Τσακ Σάμερ επειδή υποστήριξε την πολιτική του Τραμπ σχετικά με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως ισραηλινή πρωτεύουσα, το Facebook δεν θα διέγραφε ποτέ τους λογαριασμούς του ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος που έχει τη μειοψηφία στη Γερουσία- όπως ακριβώς δεν θα διαγράψει ποτέ το Facebook τους λογαριασμούς ισραηλινών αξιωματούχων που υποκινούν τη βία κατά των παλαιστινίων ή αυτών που τους έχουν επιβληθεί κυρώσεις από Παλαιστινίους αξιωματούχους. Μόλις τον περασμένο μήνα, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι επιβάλει κυρώσεις εναντίον διαφόρων καναδών αξιωματούχων και ανώτερων στελεχών ως αντίποινα, αλλά είναι περιττό να πούμε ότι το Facebook δεν έλαβε μέτρα για να τα λογοκρίνει ή να μπλοκάρει τους λογαριασμούς τους.

Ομοίως, θα τολμούσε ποτέ το Facebook να λογοκρίνει αμερικανούς πολιτικούς ή δημοσιογράφους που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να  καλέσουν για βία κατά των εχθρών της Αμερικής; Το ερώτημα είναι ρητορικό.


Όπως ισχύει πάντα για τη λογοκρισία, υπάρχει μία και μόνο μία αρχή που τα κατευθύνει όλα: η δύναμη. Το Facebook θα υποταχθεί και θα υπακούσει στις απαιτήσεις για λογοκρισία από κυβερνήσεις και αξιωματούχους που πραγματικά μπορούν να το εξουσιάζουν, αγνοώντας όσους δεν μπορούν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δηλωμένοι εχθροί των ΗΠΑ και των ισραηλινών κυβερνήσεων είναι ευάλωτοι στα μέτρα λογοκρισίας από το Facebook, ενώ οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του Ισραήλ (και οι πιο τυραννικοί και καταπιεστικοί σύμμαχοί τους) δεν είναι:

Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι οι ίδιοι σοβαροί κίνδυνοι της κρατικής λογοκρισίας προκύπτουν και από την απαίτηση στους γίγαντες της Silicon Valley για πιο ενεργή λογοκρισία στον «κακό λόγο». Οι εκκλήσεις για κρατική λογοκρισία μπορεί συχνά να είναι καλοπροαίρετες- η επιθυμία προστασίας των περιθωριοποιημένων ομάδων από την καταστροφική «ρητορική μίσους»- αλλά, προφανώς, πολύ πιο συχνά χρησιμοποιούνται ενάντια σε περιθωριοποιημένες ομάδες: για να τις λογοκρίνουν αντί να τις προστατεύουν. Χρειάζεται απλώς να δούμε το πώς χρησιμοποιούνται οι νόμοι για την ρητορική μίσους στην Ευρώπη ή στις πανεπιστημιουπόλεις των ΗΠΑ για να διαπιστώσουμε ότι τα θύματα της λογοκρισίας είναι συχνά οι επικριτές των ευρωπαϊκών πολέμων ή ακτιβιστές κατά της ισραηλινής κατοχής ή υποστηρικτές των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Μπορεί κανείς να δημιουργήσει έναν φανταστικό κόσμο στο μυαλό του, αν το επιθυμεί, στον οποίο τα στελέχη της Silicon Valley χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να προστατεύσουν τους περιθωριοποιημένους λαούς σε όλο τον κόσμο, λογοκρίνοντας εκείνους που θέλουν να τους βλάψουν. Αλλά στον πραγματικό κόσμο, αυτό δεν είναι παρά ένα όνειρο θερινής νυκτός. Όπως ακριβώς οι κυβερνήσεις, έτσι και αυτές οι εταιρείες θα χρησιμοποιήσουν τη λογοκρισία τους για να εξυπηρετήσουν, όχι να υπονομεύσουν, τα πιο ισχυρά τμήματα του κόσμου.

Ακριβώς όπως θα μπορούσε κάποιος να επιδοκιμάσει τη λογοκρισία εναντίον κάποιου που αντιπαθεί χωρίς να σκεφτεί τις μακροπρόθεσμες συνέπειες επικυρώνοντας τέτοιες αξίες, μπορεί επίσης να επιδοκιμάσει την εξαφάνιση από το Facebook και το Instagram ενός τσετσενικού τέρατος. Αλλά το Facebook σας λέει ρητά ότι ο λόγος που ενεργεί έτσι είναι γιατί υπακούει στα διατάγματα της κυβέρνησης των ΗΠΑ σχετικά με το ποιος πρέπει να αποφεύγεται.

Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η ιδανική άποψη κάποιου για το Διαδίκτυο συνεπάγεται την ανάθεση της εξουσίας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, την ισραηλινή κυβέρνηση και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις για να αποφασίσουν αυτές το ποιος μπορεί να ακουστεί σε αυτό και ποιος πρέπει να κατασταλεί. Όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει όλο και περισσότερο, στο πλαίσιο της παράκλησής μας προς τις εταιρείες διαδικτύου για να μας προστατεύσουν.