του Γιώργου Ρήγα
Η πρώτη εργασία που ανέλαβα ως φοιτητής απαιτούσε τη συγγραφή μιας βιβλιοκριτικής. Η επιλογή του βιβλίου δεν ήταν ελεύθερη αλλά έπρεπε να επιλέξουμε από μια συγκεκριμένη λίστα. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να διαλέξω, μιας και στον κατάλογο, μεταξύ άλλων, φιγούραρε ο Λεβιάθαν του Χομπς. Είχα ακούσει γι’ αυτό ως μαθητής και έτσι είδα την όλη περίσταση ως την τέλεια ευκαιρία για να το διαβάσω. Ο Λεβιάθαν αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο ο Χομπς ανέλυε με ένα μαθηματικό τρόπο την κοσμοθεωρία του, μέρη της οποίας εξακολουθούν και σήμερα να έχουν νόημα. Το δεύτερο μέρος αντίθετα είναι από τα πιο βαρετά αναγνώσματα που έπεσαν στα χέρια μου. Επί της ουσίας αφορά μια ανάλυση βασισμένη σε αποσπάσματα της Αγίας Γραφής την οποία ο Άγγλος φιλόσοφος απηύθυνε σε μια πολύ συγκεκριμένη και σημαντική ομάδα αναγνωστών, την ηγεσία της εκκλησίας. Πάρα την φιλότιμη προσπάθεια ο Χομπς δεν γλίτωσε τελικά τον αφορισμό. Δίχως αμφιβολία λίγες δεκαετίες μετά τη συγγραφή του ο δεύτερος τόμος του Λεβιάθαν είχε γίνει εξαιρετικά παρωχημένος και ανούσιος αλλά αν έμαθα κάτι από αυτή την κοπιαστική ανάγνωση είναι ότι έχει αξία όταν απευθύνεσαι σε ένα ευρύ ακροατήριο να δίνεις κάποιες εξηγήσεις για τα κίνητρα και τις προθέσεις σου. Και επειδή σε μεγάλο βαθμό αφορμή γι’ αυτές τις γραμμές αποτελούν οι αντιδράσεις σε προηγούμενο άρθρο μου, να μου επιτραπεί να καταθέσω δύο πράγματα. Ένα, ο λόγος που έχω ασχοληθεί και παρακολουθήσει σε βάθος τη συριακή κρίση είναι γιατί ήμουν στη χώρα λίγους μήνες πριν και μετά από την έναρξη των ταραχών που εξελίχθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο. Δύο, να τονίσω πως δεν θεωρώ την ανάμιξη ισχυρών χωρών με συμφέροντα στην περιοχή αμελητέα αλλά όπως έχει δείξει η Ιστορία οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και όρια έχουν και ίχνη αφήνουν.
Η βιασύνη και ευκολία πολλών να ταυτίσουν το Ισλαμικό Κράτος με τις ΗΠΑ οφείλεται στο όχι και τόσο πρότερο έντιμο βίο των τελευταίων. Συγκεκριμένα, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ουάσινγκτον έχει ουκ ολίγες φορές αναμιχθεί στα πολιτικά πράγματα της Μέσης Ανατολής με τραγικά συνήθως αποτελέσματα για τους λαούς της περιοχής. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι του Πενταγώνου είναι παντοδύναμοι και αλάνθαστοι. Με άλλα λόγια ο επεμβατισμός των ΗΠΑ και ήταν εύκολο να ανιχνευθεί, και δεν απέφερε πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα, και δεν επικάλυπτε όλες τις εξελίξεις. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το μεταπολεμικό Ιράν. Η ανατροπή του μεταρρυθμιστή σοσιαλιστή Μοσαντέκ το 1953 με την επιχείρηση “Αίας” είναι μια μελέτη περίπτωσης για τη δράση της CIA στη Μέση Ανατολή. Όμως αυτή καθαυτή η συνέχεια της ιστορίας του Ιράν δείχνει ότι σημαντικά πράγματα δύνανται να συμβούν τόσο χωρίς όσο και κόντρα στις αμερικάνικες επιδιώξεις. Συγκεκριμένα ο Σάχης, καίτοι φίλος του Ροκφέλερ και παρά το ότι οι δυνάμεις ασφαλείας του είχαν εκπαιδευθεί από τη Μοσάντ, δεν κατάφερε να αποτρέψει την ανατροπή του από το Χομεϊνί το 1979. Δεν αποκλείεται κάποιοι συνωμοσιολόγοι της εποχής να είδαν αμερικάνικο δάκτυλο πίσω από την ανεξήγητη απόφαση του ιρανικού στρατού να μην πυροβολήσει τους διαδηλωτές, αλλά μετά από σχεδόν 40 χρόνια έχθρας, κυρώσεων και κρίσεων μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ αυτές οι σκέψεις έχουν μάλλον οριστικά εγκαταλειφθεί.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη Συρία και τη θέση της χώρας το 2010. Μια γρήγορη ματιά αρκούσε για να διαπιστώσει κανείς πως εκείνη την χρονική στιγμή η μόνη αραβική χώρα που δεν είχε στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ ήταν η Συρία. Κάποιοι θα ισχυριστούν το ίδιο για τη Λιβύη αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Καντάφι είχε κάνει σημαντικά ανοίγματα στη Δύση μετά το 2000. Το 2011 η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη ανέτρεψε τις πολιτικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Σημαντικά για τη Δύση απολυταρχικά καθεστώτα, προεξάρχοντος αυτό του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα. Μέσα σε αυτό το τοπίο ήταν λογικό για τις ΗΠΑ να επιθυμούν να εξισορροπήσουν την απώλεια επιρροής στην Αίγυπτο με την ενίσχυση της θέσης τους στη Συρία. Ένα σενάριο κατά το οποίο μαζικές διαδηλώσεις θα προκαλούσαν την πτώση του καθεστώτος Άσσαντ και την αντικατάστασή του με μια προσωρινή κυβέρνηση, στην οποία θα είχαν σημαντικό ρόλο φιλελεύθερες προσωπικότητες, ήταν το ιδανικό για την Ουάσιγκτον. Τα πράγματα όμως για πολλούς λόγους δεν εξελίχθηκαν έτσι. Εν συντομία οι διαδηλώσεις δεν έφτασαν ποτέ στο κέντρο της Δαμασκού και οι δυνάμεις ασφαλείας έδειξαν ετοιμότητα να καταφύγουν σε εκτεταμένη καταστολή.
Πορείες και κινητοποιήσεις σημειώνονταν σποραδικά για μήνες. Την ίδια στιγμή, ενδεικτικό της ανάμιξης και στόχευσης των ΗΠΑ, σημαίνουσες προσωπικότητες της εξόριστης συριακής αντιπολίτευσης έβρισκαν εύκολα βήμα στα μεγάλα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα. Το καθεστώς Άσσαντ όμως εξακολουθούσε να μην πέφτει και οι ειρηνικές διαδηλώσεις εγκαταλείφθηκαν σαν modus operandi μετά τα γεγονότα της Χάμα. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως ειρηνικές διαδηλώσεις νοούνται οι κινητοποιήσεις που, αν και έχουν συγκρουσιακό χαρακτήρα, οι διαδηλωτές δεν φέρουν όπλα, ούτε επιχειρούν οργανωμένα εναντίον προκαθορισμένων στόχων. Σε αυτό το πλαίσιο το καλοκαίρι του 2011 η πόλη της Χάμα έπεσε στα χέρια των αντικυβερνητικών διαδηλωτών. Το καθεστώς αντέδρασε άμεσα με την αποστολή στρατού που ανέκτησε εύκολα τον έλεγχο της πόλης. Μετά από αυτό το γεγονός στους κύκλους της αντιπολίτευσης κυριάρχησε η άποψη ότι ήταν αναγκαία η προσφυγή στα όπλα.
Εκείνη τη στιγμή οι ΗΠΑ και οι περιφερειακοί της σύμμαχοι, που έβλεπαν θετικά την ανατροπή Άσσαντ, βρέθηκαν προ ενός σημαντικού διλήμματος. Όφειλαν να αποφασίσουν αν θα στηρίξουν ή όχι την προσπάθεια της συριακής αντιπολίτευσης να ανατρέψει το καθεστώς με ένοπλο αγώνα. Με την ελπίδα ότι η παροχή βοήθειας θα έδινε αποφασιστική ώθηση στο κύμα λιποταξιών του συριακού στρατού οι ΗΠΑ έστειλαν εκπαιδευτές και πολεμικό υλικό στη νοτιοανατολική Τουρκία. Όπως ήταν φυσικό η εμπλοκή τους έγινε γρήγορα αντιληπτή από όλους τους βασικούς παίχτες και παρατηρητές. Άλλη μια απόδειξη ότι ο επεμβατισμός συνήθως αφήνει ανεξίτηλα ίχνη. Ο λεγόμενος Ελεύθερος Συριακός Στρατός δεν κατάφερε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας αξιόπιστης και πειθαρχημένης δύναμης που θα άλλαζε τους συσχετισμούς στα πεδία των μαχών με τον στρατό του Άσσαντ. Μοιραία οι Αμερικανοί δέχτηκαν να εξοπλιστούν και άτομα με περισσότερες θρησκευτικές ευαισθησίες καθώς αποδεικνύονταν καλύτεροι μαχητές. Κάπως έτσι ήρθαν στο προσκήνιο μια σειρά από ισλαμιστικές ομάδες ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Τζάμπχατ αλ-Νούσρα” (Μέτωπο Νίκης) που θεωρείτο το τοπικό παρακλάδι της αλ-Κάιντα. Το ότι υπήρχε ένα κάποιο είδος ανοχής από τη Δύση απέναντί της φαίνεται και από το γεγονός ότι ο ηγέτης της, ο επονομαζόμενος αλ-Τζουλανί, θα έδινε αργότερα σειρά συνεντεύξεων στο Al Jazeera, μια εξ αυτών μάλιστα επί σαουδαραβικού εδάφους.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το ότι οι ΗΠΑ διατηρούσαν τη Τζάμπχατ αλ-Νούσρα στη λίστα με τις τρομοκρατικές ομάδες, δείχνουν πως ο σχεδιασμός-επιθυμία της Ουάσιγκτον ήταν να χρησιμοποιήσει ευκαιριακά τους σκληροτράχηλους ισλαμιστές, και στη μετά-Άσσαντ εποχή να τους περιθωριοποιήσει. Δηλαδή να αποτελέσουν οι τελευταίοι τους χρήσιμους ηλίθιους της αμερικάνικής πολιτικής. Αλλά επειδή κανένας δεν λειτουργεί ως απόλυτο πιόνι κάποιου άλλου, σημειώθηκαν σημαντικές διεργασίες εντός του ισλαμιστικού χώρου. Συγκεκριμένα, κάποιοι ακραίοι αμφισβήτησαν την αναγκαιότητα και την ηθική της διατήρησης εμμέσων δεσμών με τη Δύση. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Απρίλιο του 2013 ανακοίνωσαν πως αυτοί αποτελούν τη γνήσια έκφραση της αλ-Κάιντα στη Συρία και όχι η οργάνωση του αλ-Τζουλανί. Τόσο ο τελευταίος όσο και η επίσημη ηγεσία της αλ-Κάιντα απέρριψαν τους ισχυρισμούς των ακραίων. Έχει αξία να δει κανείς πώς ένας θιασώτης της αλ-Κάιντα αντιλαμβάνεται ως ακραίο κάποιον άλλο ισλαμιστή. Ο όρος που του επιφυλάσσει είναι αυτός του “τακφιριστή” εξαιτίας της τάσης να αφορίζει ως άπιστο (κάφιρ) καθέναν που δε συμφωνεί μαζί του.
Έγιναν προσπάθειες το χάσμα να γεφυρωθεί αλλά αυτές απέβησαν άκαρπες καθότι οι τακφιριστές απαίτησαν από τον επικεφαλής της Τζάμπχατ αλ-Νούσρα να αφορίσει ως απίστους εκτός των ΗΠΑ και της Δύσης, τις Τουρκία, Κατάρ και Σαουδική Αραβία. Η διαφωνία εξελίχθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση και τα πράγματα θα ήταν πιο απλά αν είχε επικρατήσει η παράταξη του αλ-Τζουλανί. Αντίθετα, αυτοί που κέρδισαν έδαφος αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της Ράκκας και πολλών περιοχών βορειονατολικά του Χαλεπίου ήταν οι τακφιριστές που αυτοαποκαλούνταν Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε. Οι τζιχαντιστές αύξησαν τη δύναμή τους με γεωμετρική πρόοδο διότι μετά τις πρώτες επιτυχίες τους πολλοί μαχητές από άλλες οργανώσεις έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή στο Ντάες (αραβικό ακρωνύμιο της οργάνωσης).
Η αλληλουχία των παραπάνω γεγονότων δείχνει πως η όποια σχέση Τζιχαντιστών-ΗΠΑ είναι έμμεση και τριτογενής. Φυσικά ενδέχεται να είχαν υπάρξει μυστικές συμφωνίες και σχέδια που να ευνοούσαν την ενδυνάμωση της ομάδας του αλ-Μπαγνταντί. Αν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, τότε χρειαζόταν μια κρίση για να αποκαλυφθεί ο ρόλος όλων. Αυτή η κρίση ήρθε τον Ιούνιο του 2014 όταν μια ομάδα ανταρτών του Ντάες επιτέθηκε σε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Μοσούλης αποσκοπώντας μάλλον στην αρπαγή όπλων και πυρομαχικών. Όμως τα γεγονότα πήραν μια απροσδόκητη τροπή όταν οι υπερασπιστές του φυλακίου τράπηκαν σε φυγή συμπαρασύροντας σε άτακτη υποχώρηση ολόκληρη την φρουρά της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ. Τις επόμενες μέρες ο αποδιοργανωμένος ιρακινός στρατός θα εγκατέλειπε, σχεδόν χωρίς αντίσταση, στους μαχητές του Ντάες όλες τις σημαντικές πόλεις στο δρόμο για τη Βαγδάτη. Μάλιστα, ο αλ-Μπαγντάντι διάλεξε αυτή την ώρα του θριάμβου για να αλλάξει το όνομα της οργάνωσης υιοθετώντας τον απλό, πλην επιβλητικό, όρο Ισλαμικό Κράτος.
Ο Ιούνιος του 2014 είναι μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, καθώς, από τη σκοπιά ενός κυνικού, αναδεικνυόταν ένας συμπαγής και αποτελεσματικός παίκτης που μπορούσε ταυτόχρονα και να απειλήσει το καθεστώς Άσσαντ, και να περιορίσει σημαντικά την αυξημένη επιρροή του Ιράν στο Ιράκ, ένα από τα πολλά παράδοξα της ανατροπής του Σαντάμ το 2003. Αν υπήρχε συμπαιγνία ΗΠΑ-Ισλαμικού Κράτους το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνει ο Ομπάμα ήταν να παραμείνει άπραγος κάτι που ήταν πανεύκολο διότι θα μπορούσε να ανατρέξει και στο προηγούμενο του μη βομβαρδισμού της Συρίας το Σεπτέμβρη του 2013, και στις παλιές του υποσχέσεις για περαιτέρω αποδέσμευση από το Ιράκ. Τι έκανε όμως αντ’ αυτού; Διέταξε τον άμεσο βομβαρδισμό των θέσεων του Ισλαμικού Κράτους σταματώντας την προέλασή του τόσο προς το Ερμπίλ του Ιράκ, όσο και προς το Κομπάνι της Συρίας.
Οι ΗΠΑ δε σταμάτησαν εκεί. Όχι μόνο συνέχισαν τους βομβαρδισμούς, αλλά και πλήρωσαν για την οργάνωση και εκπαίδευση μιας συμμαχίας χερσαίων δυνάμεων που εκτός του τακτικού ιρακινού στρατού περιλάμβανε κουρδικές δυνάμεις και τη φιλο-ιρανική σιιτική πολιτοφυλακή Χασντ αλ-Σααμπί (Λαϊκή Κινητοποίηση). Παράλληλα ενίσχυσαν τους δεσμούς τους με τους Κούρδους της Συρίας και αναγκάστηκαν να δώσουν χώρο σε Ιράν και Ρωσία να βοηθήσουν αποφασιστικά τον Άσσαντ στον πόλεμο εναντίον της αντιπολίτευσης. Αυτή η πολιτική που ξεκίνησε επί Ομπάμα, και εντάθηκε επί Τραμπ, επέφερε μεν την στρατηγική ήττα του Ισλαμικού Κράτους αλλά υπονόμευσε δε σημαντικά τη θέση των ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική διελκυστίνδα με τη Ρωσία και το Ιράν.
Παρόλο που τα παραπάνω είναι η γενικώς παραδεκτή σειρά των πραγμάτων είναι εντούτοις ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι ένα ευθύ δημιούργημα της αμερικανικής πολιτικής. Αυτό εν πολλοίς συμβαίνει διότι το συγκεκριμένο αφήγημα βολεύει τόσο τους λάτρεις των θεωριών συνωμοσίας, όσο και εκείνους που διέπονται από αντι-ιμπεριαλιστικές ευαισθησίες. Το θέμα όμως παραμένει ότι δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής κανένα στοιχείο που να στηρίζει την ταύτιση ΗΠΑ-Ισλαμικού Κράτους. Επιπρόσθετα, από γεωπολιτικής απόψεως, η δράση του Ισλαμικού Κράτους έβλαψε ποικιλοτρόπως τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, κινητοποίησε επιθέσεις μοναχικών λύκων σε αμερικάνικο έδαφος, ανάγκασε την Ουάσιγκτον να ξοδέψει πολλά επιπλέον δισεκατομμύρια στο Ιράκ, και εν τέλει μείωσε τη συνολική της επιρροή στην περιοχή. Μια άλλη άποψη, που έχει κάποια αξία, θέλει το Ισλαμικό Κράτος να είναι ένα όργανο της CIA που ξέφυγε. Όμως ούτε αυτό είναι ακριβές. Αντίθετα, η μόνη θεωρία που στέκει είναι ότι γύρισε μπούμερανγκ στους Αμερικανούς η εργαλειοποίηση των ισλαμιστών στο πλαίσιο του εξοπλισμού της συριακής αντιπολίτευσης. Αλλά αυτό σημειώθηκε σε δεύτερο χρόνο και άρα, όπως υποστήριξα και στο προηγούμενο μου άρθρο, οι απαντήσεις στα ερωτήματα για την αντοχή του Ισλαμικού Κράτους την περίοδο 2014-2017 δεν πρέπει να αναζητηθεί στις σχέσεις του με τη CIA ή το Πεντάγωνο.
ΥΓ. Τις τελευταίες μέρες κάνει το γύρο του διαδικτύου η είδηση για τα συνθήματα που έγραψε σε τοίχους της Ράκκας αναρχικός οπαδός του Άρη που πολέμησε στο πλευρό των Κούρδων. Παρόλο που ο συγκεκριμένος άνθρωπος πολέμησε με όπλα και σφαίρες που προέρχονται από αμερικανικές ενισχύσεις και παρόλο που οι επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε είχαν αμερικάνικη αεροπορική κάλυψη κανείς δεν έσπευσε να τον χαρακτηρίσει πράκτορα των Αμερικανών. Γιατί δε συνέβη κάτι τέτοιο; Μα για τον απλό λόγο ότι η συμμετοχή του ήταν εθελοντική και δεν απαιτούσε βάπτισμα στις αξίες του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο Έλληνας αναρχικός, ορθώς πιστεύεται, ότι δεν άλλαξε ιδεολογία. Συνεπώς, αντί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, μάλλον εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία για να προωθήσει τη δική του ατζέντα. Αν αφιερώσει κάποιος λίγο χρόνο στο παραπάνω σχήμα τότε θα πάρει μια ιδέα για την πολυπλοκότητα του ζητήματος που προέκυψε όταν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι με κατασταλαγμένες θρησκευτικές και πολιτικές ιδέες βρέθηκαν στη δίνη του συριακού εμφυλίου και επιχείρησαν να προσαρμόσουν τις συγκυρίες στις εφηβικές τους ουτοπίες.