της Αλεξάνδρας Τάνκα

Η αγάπη του Ράμι για τα τατουάζ και η περιέργειά του για τις θρησκείες ήταν αρκετά για να γίνει ανεπιθύμητος στις ιρανικές αρχές, οι οποίες ήδη σε διάστημα ενός χρόνου τον είχαν κυνηγήσει τρεις φορές. «Δεν αισθάνομαι ούτε μουσουλμάνος, ούτε χριστιανός. Απλά μ’ αρέσει να διαβάζω για τις θρησκείες» μου είπε ο Ράμι. Μέσα σε διάστημα ενός χρόνου ο Ράμι είχε τεθεί υπό κράτηση τρεις φορές και εκ των οποίων την μία είχα βασανιστεί. «Τότε ήταν που είπα “τέλος” και αποφάσισα να φύγω. Κινδύνευα».
 

Το ταξίδι του από το Ιράν προς την Ελλάδα ξεκίνησε το 2016, όταν ο νεαρός αποφάσισε να φύγει από τη χώρα του και να περάσει στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πως το δικαίωμά του στην έκφραση και στην ελευθερία θα έπεφτε πάνω σε ένα τοίχος γραφειοκρατίας. Δύο χρόνια μετά ο Ράμι ακόμα περιμένει για τη συνέντευξή του με την υπηρεσία ασύλου, η οποία αναβλήθηκε για ακόμη έναν χρόνο.
 
Είναι ένας ακόμη πρόσφυγας που έπεσε θύμα των διακινητών, πληρώνοντας περίπου 2.000 ευρώ για να ταξιδέψει πρώτα στην Τουρκία κι έπειτα από εκεί στην Ελλάδα. Η πρώτη προσπάθειά του έπεσε στο κενό καθώς η βάρκα στην οποία επέβαινε ο Ράμι μαζί με άλλους 300 πρόσφυγες αναποδογύρισε με αποτέλεσμα κάποιοι πρόσφυγες να χάσουν στη ζωή τους. Η τουρκική ακτοφυλακή περιμάζεψε τους πρόσφυγες στέλνοντάς τους πίσω στην Τουρκία, όμως ο Ράμι γνώριζε πως για έναν Κούρδο η ζωή δε θα ήταν εύκολη στην Άγκυρα.
 
Μετά τη δεύτερη προσπάθειά του κατάφερε να φτάσει στη Λέσβο και να μετακινηθεί στη Μόρια μαζί με άλλους 2.500 περίπου πρόσφυγες. Ο ίδιος αντιλήφθηκε άμεσα τα προβλήματα στο καμπ και κυρίως το γεγονός πως οι εγκαταστάσεις δεν ήταν αρκετές για όλους, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να εγκαθίστανται σταδιακά στο ελαιώνα δίπλα από το κέντρο φιλοξενίας. «Ήρθα στην Ελλάδα χωρίς να γνωρίζω καν αγγλικά, όμως αναγκάστηκα να μάθω για να βοηθήσω στο χτίσιμο του ελαιώνα μαζί με τις οργανώσεις και εθελοντές». 
 

Μια ευκαιρία για ζωή 

Στη Μόρια ο Ράμι δεν έμεινε περισσότερο από έναν μήνα. Μόλις έλαβε το ειδικό δελτίο αιτούντος άσυλο (ροζ κάρτα) αποφάσισε να βρεθεί στην Αθήνα, σίγουρος ότι η συνέντευξή του με την υπηρεσία ασύλου δε θα αργούσε. Το κράτος όμως όπως φαίνεται του επιφύλασσε άλλα. «Όταν ξεκίνησα τις διαδικασίες για την αίτηση ασύλου, με ενημέρωσαν πως η συνέντευξη θα γίνει μέσω Skype, κι έτσι ενήργησα, όμως μου πήρε εφτά μήνες μέχρι να μου απαντήσουν!» μου λέει με έμφαση ο Ράμι. Η πρώτη του συνέντευξη είχε προγραμματιστεί για τις 19 Δεκεμβρίου του ’16, όμως λόγω χριστουγεννιάτικων διακοπών, όπως του εξήγησαν, δεν μπορούσε να γίνει.

«Δεν απογοητεύτηκα. Περίμενα τόσο καιρό, τι θα ήταν άλλες λίγες μέρες;». Η συνέντευξη τελικά προγραμματίστηκε για τις 15 Ιανουαρίου, η οποία πάλι ανεβλήθη λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων. «Το καταλαβαίνω, όπως αναζητώ κι εγώ τα δικαιώματα μου έτσι κι αυτός είχε το δικαίωμά του να απεργήσει» σχολιάζει. Η έκπληξη ήρθε μόλις του ανακοίνωσαν τη νέα προγραμματιζόμενη συνέντευξη η οποία ήταν πολύ αργότερα από ότι υπολόγιζε ο ίδιος. «Βλέποντας τον φάκελο είδα “26 Ιανουαρίου” και σκέφτηκα ότι δεν πήρε μεγάλη παράταση. Είχα παραβλέψει ωστόσο να δω το έτος!». 
 

Η συνέντευξη του Ράμι μετατέθηκε για το 2019 χωρίς να του δοθεί κάποια συγκεκριμένη εξήγηση. «Δεν ήταν θυμός προς κάποιον συγκεκριμένα. Όλο το σύστημα είναι χαλασμένο» τονίζει αργά χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Δε θέλω ούτε το φαί τους, ούτε τη στέγη τους, ούτε τα λεφτά τους, παρά μόνο λίγες ώρες να ακούσουν την υπόθεσή μου κι ας μου πουν να φύγω από τη χώρα. Αρκεί να με ακούσουν» μου λέει ο Ράμι. «Δε θα ήθελα να φύγω. Θέλω να συνεισφέρω και νιώθω ότι έχω συνεισφέρει εδώ. Μέχρι τώρα για το κράτος είμαι απλά ένας αριθμός. Και βαρέθηκα να είμαι ένας αριθμός».
 
«Έχω βασανιστεί στη χώρα μου, αλλά αυτό που κάνουν τώρα, να θέτουν τη ζωή μου σε αναμονή χωρίς να μου δίνουν κάποια απάντηση και χωρίς να γνωρίζω τι θα μου συμβεί είναι επίσης βασανισμός, είναι σκληρό και άδικο».