Διαβάσεις και κατώφλια
Η διαβατήρια τελετή είναι μια φράση που επινοήθηκε από τον ανθρωπολόγο Arnold van Gennep στις αρχές του 20ου αιώνα και έκτοτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκείνες τις τελετουργίες που σηματοδοτούν σημαντικές μεταβάσεις της ζωής των ατόμων σε μια κοινότητα. Ο van Gennep όριζε τη ζωή των ατόμων ως ένα σύνολο από συμβάντα, καταστάσεις: χωρισμού και επανασύνδεσης, θανάτου και γέννησης κοκ. Θεωρούσε ότι αυτό το σύνολο καταστάσεων δεν εξελίσσεται εντός μιας διαρκούς κίνησης που δεν σταματά ποτέ, αλλά αντίθετα έχει μικρές στάσεις, αναμονές και ότι υπάρχουν μια σειρά από κατώφλια τα οποία ο άνθρωπος θα διασχίσει κάθε φορά και τα οποία είναι μονίμως νέα, εφόσον δεν έχουν διασχιστεί πριν, ούτε όμως μπορεί κανείς να γυρίσει πίσω εφόσον τα διαβεί. Τα κατώφλια αυτά ορίζονται συνήθως με βάση τον χρόνο (τον τρόπο που μετράμε τον χρόνο με την έννοια των εποχών, ακόμα και μιας στιγμής) ή τα όρια του βιολογικού σώματος, όπως η γέννηση, η εφηβεία, η ωριμότητα και τα γηρατειά και βέβαια το κατώφλι του θανάτου και για όσους πιστεύουν σε αυτό, εκείνο της μετά θάνατον ζωής.
Το πρόβλημα με αυτόν τον ορισμό ήταν ότι εν πολλοίς παραμένει ένας ορισμός που εκφράζεται μέσα σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Οι σύγχρονες κοινωνίες όμως είναι κοινωνίες που ο χώρος λειτουργεί με πιο διευρυμένη σημασία και ταυτόχρονα με διαφορετικούς περιορισμούς. Συνεπώς, από τη δεκαετία του ’70 και μετά, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της μεταμοντέρνας θεωρίας, γίνεται όλο και περισσότερο ξεκάθαρο ότι μια «διάβαση», η οποία συνδέεται με διάφορους τύπους ορίων-κατωφλιών της ζωής, συνεχίζει να αποτελεί μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά οι τελετές που συνδέονται με ατομικές διαβάσεις είναι όλο και πιο σπάνιες στις μεταβιομηχανικές και μεταμοντέρνες κοινωνίες.
Στις σύγχρονες, υλιστικές κοινωνίες, όπου κυριαρχεί ο φετιχισμός του εμπορεύματος, τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να επισημάνουν τη μετάβασή τους μέσα από τα καταναλωτικά τους πρότυπα, αναπτύσσοντας νέους ρόλους και εκτελώντας νέες πράξεις. Σε αυτή τη συζήτηση βοήθησε πολύ το έργο ενός άλλου ανθρωπολόγου, του Victor Turner, ο οποίος τόνισε ότι χωρίς πολιτισμικές προδιαγραφές και κοινές τελετές μετάβασης, οι άνθρωποι δεν μπορούν να μετακινούνται ομαλά από έναν ρόλο σε άλλον μέσω της διαδικασίας αποχωρισμού, μετάβασης και ενσωμάτωσης, αλλά παραμένουν σε μια κατάσταση περιορισμού. Επίσης ο Turner, στα ύστερα έργα του, προσπάθησε να αποδείξει ότι η τελετουργία υποκαθίσταται από την επιτελεστικότητα και μεταφέρεται σε άλλες σφαίρες, όπως το παιχνίδι.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω να αναπτύξω ένα ερώτημα, περισσότερο συμπυκνώνοντας υπάρχουσες αναφορές παρά γράφοντας κάτι καινούριο, το οποίο αφορά τη διαβατήρια τελετή του θανάτου και τη διαχείριση του πένθους στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και κυρίως στο Facebook. Αυτό που με αφορά εδώ είναι ότι μέρος των μεταμοντέρνων κοινωνιών αναφέρεται σε παραπάνω από μία υλικές σφαίρες αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων και, συνεπώς, τα Μέσα ΚοινωνικήςΔικτύωσης, λειτουργούν ως «τόποι» στην ιδιότυπη γεωγραφία των οποίων αναπτύσσονται κοινότητες και κοινωνικές σχέσεις. Επομένως, έχει αξία να μελετήσουμε πώς ενσωματώνονται, εντός των τόπων αυτών, προϋπάρχουσες διαβατήριες τελετές και πώς αναπαράγονται τελετουργίες.
Θρήνος και θάνατος στον ψηφιακό κόσμο
Ο πυρήνας του επιχειρήματος βασίζεται στην ανθρωπολογική συζήτηση που περιέγραψα νωρίτερα, αν και κατά πόσο δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει σε μια αναπτυγμένη, μεταμοντέρνα κοινωνία βιώνει μια διαδικασία προσωπικής μεταμόρφωσης η οποία μπορεί να έχει διάφορες πτυχές και να είναι αποκαλυπτική ή αγωνιώδης –ακόμα και διασκεδαστική— και πώς η διαδικασία αυτή εμπεριέχει μέσα της κάποιο τελετουργικό μετάβασης. Σε δεύτερο χρόνο εξετάζω αν αυτή η διαδικασία είναι μια μοναχική, προσωπική εμπειρία ή μια εμπειρία που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την υποστήριξη της κοινότητας, η οποία είναι και αυτή που συμμετέχει ενεργητικά στις παραδοσιακές διαβατήριες τελετές. Το τελευταίο ερώτημα είναι αν αυτή η διαβατήρια τελετή μεταγράφεται σε νέα πολιτιστικά συμφραζόμενα και ποια είναι τα αποτελέσματά αυτής της μεταγραφής. Υποστηρίζω αρχικά ότι στην περίπτωση του θανάτου υπάρχει μια προσπάθεια να επιμηκυνθεί η διάρκεια της τελετουργίας κι αυτό λειτουργεί περισσότερο ευεργετικά, παρά αρνητικά για την κοινότητα, η οποία απαλύνει πιο εύκολα τον πόνο και υποβοηθείται στην επεξεργασία του πένθους της.
Πρώτα όμως πρέπει να απαντηθεί ένα άλλο ερώτημα: γιατί να εμφανίζεται σήμερα, εντός των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης οποιαδήποτε τελετουργία; Εδώ θα χρησιμοποιήσω το επιχείρημα της Catherine Bell (2009: 9) το οποίο συνοψίζεται στο ότι η τελετουργία είναι κάτι που αναδύεται, καθώς αποτελεί μια μορφή κοινωνικής δραστηριότητας, πολιτιστικά προσδιορισμένης. Η τελετουργία αναδύεται ως ένα νέο σημείο εκκίνησης για να διαφοροποιηθεί η εννοιολογική και η συμπεριφορική συνιστώσα του ατόμου και ταυτόχρονα θεωρείται ως ένας μηχανισμός που συνθέτει και ενσωματώνει μέσα του σκέψη και δράση. Η τελετουργία υπάρχει ως μια πολιτιστική στρατηγική, ενέχει δηλαδή έναν βαθμό συνειδητότητας και ταυτόχρονα λειτουργεί διαλεκτικά, ως μηχανισμός συγχώνευσης αντίθετων εννοιών (Bell, 2009: 23). Έτσι, διαφοροποιεί αλλά και ενώνει. Στην ανάδυσή της, η τελετουργία, κατασκευάζει νόημα και λόγο (discourse), ακόμα και εάν τα δανείζεται από προϋπάρχουσες τελετουργίες, μπορεί και τα μετασχηματίζει. Με αυτή την έννοια η τελετουργία είναι κάτι που κατασκευάζει ο άνθρωπος για να αντεπεξέρχεται στην πραγματικότητα. Στην όποια πραγματικότητα.
Ο Grimes (2000: 273) διερευνά πιο βαθιά το ερώτημα της τελετουργίας και της διαβατήριας τελετής του θανάτου. Αναρωτιέται, όχι αν η ψηφιακή πραγματικότητα είναι αληθινή, αλλά πώς καθίσταται αληθινή. Και εδώ τίθεται το ερώτημα της υποκατάστασης μιας εκδοχής σωματικότητας. Σε πολλές διαβατήριες τελετές θανάτου και στη διαχείριση του πένθους το νεκρό σώμα απέχει. Τη θέση του παίρνουν φωτογραφίες, απεικονίσεις ή και προσωπικά αντικείμενα του νεκρού, τα οποία ενεργοποιούν τη χρήση της ανάμνησης. Αυτό συμβαίνει από τα αρχαία χρόνια (βλ. νεκρικές μάσκες, αναθηματικές στήλες κλπ) και μεταβάλλεται ως και σήμερα.
Όσον αφορά συγκεκριμένα το Facebook και ειδικά τον λόγο (discourse) που αναπτύσσεται σχετικά με τους θανόντες, η μελέτη των Kern, Forman και Gil-Egui (2013: 8) δείχνει κάτι που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει προφανές. Τόσο σε προσωπικές σελίδες χρηστών που έχουν αποβιώσει, όσο και σε γενικές σελίδες που λειτουργούν ως αναμνηστικές σελίδες (RIP memorial pages), τα οικεία πρόσωπα γράφουν σε πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο, απευθύνονται δηλαδή στον νεκρό ή στο προσωπικό τους συναίσθημα, ενώ τα μη οικεία πρόσωπα ή οι εντελώς ξένοι απευθύνονται στο τρίτο πρόσωπο και μάλιστα είτε εκφράζοντας ενσυναίσθηση κι αλληλεγγύη προς τους οικείους, είτε ακόμα και εξυβρίζοντας το νεκρό πρόσωπο. Συνεπώς το Facebook, ως Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης, μπορεί και καθορίζει πως ανεξάρτητα από την πρόθεση (καλή ή κακή), τα σχόλια ξένων σχεδόν ποτέ δεν απευθύνονται προς τον εκλιπόντα αλλά προς τους οικείους που ζουν, όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και στις παραδοσιακές διαβατήριες τελετές, όπου οι άγνωστοι έχουν αποστάσεις από τον νεκρό και συλλυπούνται τους οικείους.
Επιπρόσθετα, ένα χαρακτηριστικό που δείχνει να συνεισφέρει θετικά στο επιχείρημα ότι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης επανακαθορίζουν μια αναδυόμενη πραγματική κοινότητα ανθρώπων που συνδράμει στο πένθος, είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σχετικών σελίδων στο Facebook αφορά άτομα που πέθαναν είτε ξαφνικά, είτε βίαια και γενικώς «πριν την ώρα τους». Αυτή η συνθήκη, ακόμα κι όταν δεν είναι ευρέως γνωστή στον καθένα που συμμετέχει στο πένθος, καθιστά όσους επισκέπτονται τα σχετικά προφίλ-σελίδες να συμπάσχουν πιο εύκολα και πιο δημόσια, όπως θα συνέβαινε αν παρευρίσκονταν σε μια κηδεία σε δημόσια θέα.
Το ερώτημα του αληθινού συναισθήματος της μετοχής στο πένθος
Σε αντίθεση με τις «φυσικές» κηδείες, που βλέπει κανείς να αναπαράγονται πιο εύκολα στερεότυπα για την έκφραση των συναισθημάτων (π.χ. το κλασικό έμφυλο στερεότυπο «οι άντρες δεν κλαίνε»), ο ψηφιακός χώρος δίνει μια ελευθερία, στην οποία συμβάλλει η λιγότερη σωματικότητα, η απουσία σωματικής αλληλεπίδρασης. Τα ταμπού τα οποία σχετίζονται με τον θάνατο, τον θρήνο, τα συναισθήματα, μέσα στον ψηφιακό τόπο χαλαρώνουν και αυτό βοηθά εξίσου τους άνδρες όσο και τις γυναίκες να συμμετέχουν με πιο προσωπικό τρόπο στο πένθος καθώς δεν υπάρχει μια κοινωνική παρότρυνση που να επιδρά άμεσα. Το βασικό χαρακτηριστικό εδώ, που διαφέρει από τη «φυσική», ενσώματη συμμετοχή σε μια κηδεία ή έναν συλλογικό αποχαιρετισμό του νεκρού, είναι ότι η κοινοποίηση των φυσικών εκφράσεων των συναισθημάτων γίνεται κυρίαρχα μέσω της γραφής και έτσι, καθίστανται διάφορες συμπεριφορές, πολιτισμικά αποδεκτές με κοινό τρόπο και από τα δύο φύλα (Kern, Forman και Gil-Egui, 2013: 9). Οι πρόσφατες έρευνες διαφωτίζουν περισσότερο σχετικά με την γενικότερη συνεισφορά των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στην άρση του ταμπού που αφορούσε το να μιλά κανείς για τον θάνατο, τη θνητότητα και τον αποχωρισμό.
Τα παραπάνω συνηγορούν περισσότερο στο ότι παρέχεται μια σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία να θρηνήσει κανείς συλλογικά με άλλους, χρησιμοποιώντας την ασφαλή απόσταση που παρέχει το Μέσο από τους άλλους και από το συμβάν του θανάτου και ταυτόχρονα ο θρήνος του να είναι και κυρίως να νομιμοποιείται ως πραγματικός από μια σημαντική μερίδα συμμετεχόντων. Ο Grimes (2000: 276) αναφέρει ένα εμφατικό παράδειγμα συλλογικής συμμετοχής σε πένθος που αφορούσε κατοίκους του Μόντρεαλ οι οποίοι έκλαιγαν μπροστά στην οθόνη τους βλέποντας την κηδεία της πριγκίπισσας Νταϊάνα, μιας καθόλα άγνωστής τους φυσικά. Ο ίδιος δεν αρνείται ότι σε μια μεγάλη πλειοψηφία περιπτώσεων η συμμετοχή στο πένθος ήταν αληθινή, όπως επίσης υπήρξε και μια αντίστοιχη κυνική αντιμετώπιση από μερίδα του κοινού. Αυτό όμως που γεφύρωσε τις δύο αντιλήψεις και τις έκανε συμμετέχουσες ήταν η ίδια η κηδεία και η τηλεοπτική της μετάδοση. Η τελετουργία αυτή λειτούργησε, όπως είδαμε και στην αρχή, ως πολιτιστική στρατηγική που ενώνει αντίθετες έννοιες.
Αντί επιλόγου μερικά ακόμα σημεία
Το Facebook έχει μια σοβαρή δυναμική λειτουργία η οποία είναι η οπτικοποίηση του εαυτού. Τα κείμενα και τα άλλα μέσα εντός του μέσου -τα λεγόμενα posts και status updates- λειτουργούν κατά κύριο λόγο ως εικόνες και απεικονίσεις του εαυτού παρά με την αρχική τους μορφή. Το άτομο «ποστάρει» βίντεο, κείμενα, μουσική, φωτογραφίες και με αυτό τον τρόπο θέλει να οπτικοποιήσει το ποιος-α είναι, να διεκδικήσει δηλαδή διάφορες ταυτότητες, επιβάλλοντας μια εικόνα προς τους «φίλους» του. Σε σχετικές μελέτες βλέπουμε ότι η πλειοψηφία των χρηστών του μέσου (περίπου 81%) έχει φωτογραφία του -ατομική ή ομαδική- στο πεδίο «εικόνα προφίλ», ενώ οι λογαριασμοί που έχουν ένα άβαταρ ή μια άσχετη εικόνα μετά βίας φτάνουν το 15% (Zhao, Grasmuck, Martin, 2008) και αυτά τα ποσοστά σε σύγχρονες έρευνες μπορεί να έχουν αλλάξει ακόμα περισσότερο προς όφελος της ρεαλιστικής απεικόνισης του ατόμου.
Αυτή η λειτουργία βοηθά αρκετά στο να αναδυθούν τελετουργίες που σχετίζονται με τη διαβατήρια τελετή του θανάτου και να αναδομήσουν σε νέο πλαίσιο παραδοσιακές τελετές συλλογικού θρήνου, καθώς καθιστά το νεκρό πρόσωπο οιονεί παρόν και απόν μαζί με πιο άμεσο τρόπο από ό,τι συνέβαινε στις παραδοσιακές τελετουργίες. Ο άνθρωπος που λείπει, είναι -ως έναν βαθμό- συμμετέχων στη διαβατήρια τελετή, καθώς ο λογαριασμός του στο Facebook λειτουργεί ως φυσικός τόπος συνάντησης της κοινότητας που πενθεί. Στην έρευνα τους οι Brubaker, Hayes και Dourish (2013: 154) θεωρούν ότι υπάρχουν τρεις βασικές πρακτικές που συμπυκνώνουν το πένθος και τη διαχείρισή του με τελετουργικό τρόπο, από την πλευρά των ζωντανών οικείων: πρώτη είναι ο διαμοιρασμός αναμνήσεων με τον αποθανόντα. Δεύτερη η συνεχής αναφορά (posting) συμβάντων από τις ζωές των ζωντανών οι οποίες έχουν μια ρητή ή υπόρρητη αναφορά στο γεγονός ότι η ζωή συνεχίζεται μετά το θάνατο του αγαπημένου προσώπου (κυρίως με την υπόνοια ότι ο νεκρός παρακολουθεί τη συνέχεια της ζωής των ζωντανών) και τέλος η διατήρηση δεσμών μέσω της δημιουργίας σχολίων που περιλαμβάνουν τον αποθανόντα μέσα σε συμβάντα των ζωντανών ή σε αναμνήσεις τους. Αυτή η τελευταία πρακτική στο Facebook περιλαμβάνει την συνδετική αναφορά του προφίλ του νεκρού χρήστη, αν αυτό είναι ενεργό (η ενέργεια είναι γνωστή στην αργκό του Facebook ως «tag»).
Τέλος, θεωρώ ότι παρόλη την τεχνοφοβική και συχνά υποτιμητική αναφορά από αρκετούς στην έλλειψη σωματικότητας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, έχει μεγάλη σημασία να θυμηθούμε ότι ο θρήνος και ο θάνατος στο διαδίκτυο δεν είναι φαινόμενο της εποχής μας, αλλά ξεκινά με την ύπαρξη ιστοσελίδων. Τα πρώτα διαδικτυακά «νεκροταφεία» δημιουργήθηκαν στις αρχές του 1990 (Grimes, 2000). Συνεπώς δεν είμαστε στην αρχή, αλλά στο μέσον μιας διεργασίας ανάδυσης συγκεκριμένων τελετουργικών που σχετίζονται με τις κοινότητες, όπως αυτές προβάλλονται και διαμεσολαβούνται από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Το Facebook ως μέσο έχει βοηθήσει αυτή τη διαδικασία κυρίως αλλάζοντας την παλιά, στατική εικόνα, που είχαν οι πρώτες ιστοσελίδες που απεικόνιζαν τον θάνατο ή τις διαβατήριες τελετές. Η σημερινή πραγματικότητα, αν και οι έρευνες είναι ακόμα περιορισμένες, φαίνεται να προσπερνά τα παλιά προβλήματα που είχε το διαδίκτυο στην ενσωμάτωση πρακτικών από την καθημερινή ζωή και τελετουργία. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης πλέον δεν λειτουργούν αποσπώντας μας από την πραγματικότητα, όπως ένα στατικό html που απλά αναπαριστά μια ταφόπλακα, αλλά το άτομο γνωρίζει ότι δεν είναι «πραγματική ταφόπλακα». Αντίθετα έχουμε την ανάδυση ολοκληρωμένων διαβατήριων τελετών οι οποίες είναι αυτή τη στιγμή σε μια ρευστή κατάσταση. Σήμερα είμαστε μέτοχοι και παρατηρητές μιας συνθήκης όπου οι χρήστες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης χρησιμοποιούν συλλογικά τις εμπειρίες τους για να δημιουργήσουν τρόπους που, σε σχέση με τον θάνατο και τη διαχείριση του πένθους, θα είναι σε μια κατάσταση πιο άνετη, λιγότερο περιορισμένη και με λιγότερα ταμπού. Έτσι, το πρόσωπο που χάθηκε μπορεί να παραμένει «μεταξύ των ζωντανών» για περισσότερο χρόνο, εκμηδενίζοντας ίσως την απόσταση της λειτουργίας της ανάμνησης (καθώς υπάρχει άμεση πρόσβαση σε οπτικοποιημένη μνήμη του προσώπου) και λειτουργώντας ευεργετικά και καταπραϋντικά περισσότερο από μια προηγούμενη περισσότερο κλειστή και ατομική διαχείριση του πένθους.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Bell, C. (2009). Ritual theory, ritual practice. 2nd edition. Oxford: Oxford University Press
Brubaker, J., Hayes, G. R. & Dourish, P. (2013). ‘Beyond the Grave: Facebook as a Site for the Expansion of Death and Mourning’. Στο: The Information Society: An International Journal, νο. 29, τ. 3, σελ. 152-163
Grimes, R. (2000). Deeply into the Bone: Re-Inventing Rites of Passage. Berkeley-Los Angeles: University of California Press
Kern, R., Forman, A., Gil-Egui, G. (2013). ‘R.I.P.: Remain in perpetuity. Facebook memorial pages’. Στο: Telematics and Informatics, νο. 30, σελ. 2–10
Turner, V.W. (1969). The Ritual Process: Structure and Anti-Structure. London: Routledge
Van Gennep, A. (1960). The Rites of Passage.London: Routledge
Zhao, S., Grasmuck, S., Martin, J. (2008). ‘Identity construction on Facebook: Digital empowerment in anchored relationships’. Στο: Computers in Human Behavior, νο. 24, σελ. 1816–1836