του Θάνου Καμήλαλη
Η υπόθεση της Novartis και γενικά των σκανδάλων στην Υγεια περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος, είναι φυσικά η πιθανή εμπλοκή πολιτικών προσώπων, που μονοπωλεί τη δημόσια συζήτηση. Ο δεύτερος, είναι η συνολική ζημία του ελληνικού κράτους από τις ανεξέλεγκτες δραστηριότητες των φαρμακευτικών. To 2000, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα ήταν 1,2 δις. ευρώ. Εννέα χρόνια αργότερα, είχε εκτοξευθεί στα 5,1 δις., αυξανόμενη σταδιακά, χρόνο με το χρόνο, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη παρέμενε σχεδόν σταθερός. Έπειτα, στα χρόνια των μνημονίων, η δαπάνη μειώθηκε μεν, ωστόσο, με την συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ το 2012-2014 ένα μέρος της μετακυλίθηκε στους πολίτες, στοιχείο που «ξεχνούν» τα εμπλεκόμενα στελέχη της ΝΔ και ο Γιάννης Στουρνάρας, που χρησιμοποιούν τη μείωση της δαπάνης επί των ημερών τους ως επιχείρημα για την αθωότητά τους. Μπροστά στο μέγεθος της οικονομικής καταστροφής η συζήτηση για το αν τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα είναι αθώα ή ένοχα χάνει αισθητά σε πολιτική ουσιά.
Όσον αφορά τα πιθανά εγκλήματα πολιτικών, το χειρότερο σενάριο (γι αυτούς, αλλά και το πολιτικό σύστημα γενικότερα) είναι φυσικά εμφανές και αφορά την υπόθεση ότι όσα έχουν καταθέσει οι τρεις μάρτυρες στις ελληνικές αρχές (και οι τρεις ακόμα στις αμερικανικές) ισχύουν. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης. Βαλίτσες με χρήματα μπαινόβγαιναν σε υπουργεία, ακόμα και στο Μέγαρο Μαξίμου, σειρά υπουργών με τη μεσολάβηση προσώπων από την ευρύτερη πολιτική ζωή του τόπου χρηματίζονταν με σκοπό να βοηθούν την κερδοσκοπία μιας εταιρείας και χιλιάδες γιατροί έκαναν το ίδιο, θέτοντας ευθέως σε κίνδυνο τις ζωές των ασθενών τους. Προκαλεί απλά δέος η σκέψη ενός τέτοιου πλέγματος, πόσο μάλλον όταν παράλληλα, τα ίδια πολιτικά πρόσωπα επέβαλλαν (με αρκετή χαρά ορισμένοι) μνημονιακές πολιτικές. Προκαλεί δέος, ακόμα και στο σενάριο που όλες οι αξιόποινες πράξεις έχουν παραγραφεί.
Ας πάρουμε όμως το καλύτερο σενάριο για όλους τους εμπλεκόμενους: Η εμπλοκή τους στο σκάνδαλo Novartis είναι μία «φούσκα», μία «σκευωρία του Μαξίμου», μια υπόθεση γεμάτη συκοφαντίες «κουκουλοφόρων» με σκοπό να πλήξουν τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης. Ας δεχτούμε ότι κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν ήξερε, καμία βαλίτσα δεν διακινήθηκε, οποιαδήποτε δωροδοκία αφορούσε μόνο το επίπεδο της «μικροδιαπλοκής» και οποιαδήποτε συνάντηση υπουργού με στέλεχος της Novartis παρέμειναν στο πλαίσιο του «αθώου» lobbying, δηλαδή των μεθόδων που χρησιμοποιεί κάθε πολυεθνική για να επικοινωνήσει τα συμφέροντά της στα πρόσωπα που αποφασίζουν και νομοθετούν.
Η υπόθεση της «σκευωρίας» δεν αποσείει την πολιτική ευθύνη. Πολυεθνικές όπως η Novartis φαίνεται ότι αποκόμιζαν υπερκέρδη, επιβαρύνοντας κρατικούς προϋπολογισμούς, όπως αποδεικνύεται από τις παρόμοιες εστίες σκανδάλων σε άλλες χώρες (ΗΠΑ, Νότια Κορέα, Πολωνία, Τουρκία κ.α) και τα στοιχεία για την Ελλάδα. Στη χώρα μας η εκτόξευση της φαρμακευτικής δαπάνης, ανεξήγητη βάσει των σχετικών στοιχείων για τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., φαίνεται ότι έχει στοιχίσει 23 δις. από το 2000 (η Novartis φέρεται ως υπεύθυνη για μόλις 3 εξ αυτών). Το «πάρτι στην Υγεία», στο καλό για τους εμπλεκομένους σενάριο, δεν έχει όνομα. Τίποτα όμως, δεν παραγράφει ότι υπήρξε, διογκώθηκε ανεξέλεγκτα μέχρι το 2009, περιορίστηκε αλλά συνεχίστηκε στην μνημονιακή εποχή, παραδίδοντας τον λογαριασμό του στον ελληνικό λαό για την πληρωμή.
Αυτές τις μέρες τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα ξοδεύουν ώρες χτίζοντας και κραυγάζοντας την αθωότητά τους. Κάθε τηλεοπτική εμφάνιση, π.χ, του Άδωνι Γεωργιάδη εξελίσσεται σε αγιογραφία, τα ίδια τα πρόσωπα (ή «κύκλοι» γύρω από αυτά) εκδίδουν καθημερινές ανακοινώσεις, στοχεύοντας είτε την κυβέρνηση, είτε (χωρίς αιδώ) τους προστατευόμενους μάρτυρες. ΜΜΕ και δημοσιογράφοι εξελίσσονται απροκάλυπτα (αλλά καθόλου απρόσμενα) σε συνηγόρους τους, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να αποκαλύπτουν (;) μάρτυρα, αντί για πλευρές του σκανδάλου. Είναι πολύ πιθανό να έχουν δίκιο. Αλλά είναι βέβαιο επίσης ότι έχουν άδικο. Είτε συνέβη λόγω άγνοιας, είτε λόγω κακουργημάτων, το σκάνδαλο δεν ξεπλένεται.
Από την αρχή της κρίσης, η ελληνική κοινωνία διαπνέεται από ένα ερώτημα. «Γιατί μπήκαμε στα μνημόνια». Ένα μέρος του πολιτικού και μιντιακού συστήματος βάλθηκε να μετακυλήσει την ευθύνη στους πολίτες, από το πολυθρύλητο «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου, μέχρι το μόνιμο κήρυγμα για τους «Έλληνες που ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους».
Αξίζει εδώ μία πολύ σύντομη αναδρομή και μία επίκληση στα μαθηματικά. Η επιβολή της λιτότητας και της «δημοσιονομικής προσαρμογής» στηρίχτηκε σε μία μελέτη δύο καθηγητών του Χάρβαρντ το 2010, της Κάρμεν Ρέινχαρτ και του Κένεθ Ρογκόφ, που υποστήριξαν ότι επίπεδα δημοσίου χρέους άνω του 90% του ΑΕΠ εμποδίζουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη των κρατών. Η μελέτη αποδείχθηκε λίγα χρόνια αργότερα λανθασμένη, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη χρήση της για την επιβολή μνημονίων και σκληρών μέτρων σε χώρες της Ευρωζώνης. Το 2009 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θεωρήθηκε μη βιώσιμο, καθώς άγγιξε το 129,7%. Όταν συνδέεται το χρέος με τα σκάνδαλα, μία συνηθισμένη απάντηση είναι «μα φαγώθηκαν 230 δις. σε σκάνδαλα;» Φυσικά και όχι. Αρκούσε απλά, να μην υπήρχε εκείνο το κενό του 40% του ΑΕΠ (περίπου 80 δις.) .
Το ένα τέταρτο περίπου από αυτά τα δισεκατομμύρια που έλειψαν από τα κρατικά ταμεία ήταν αυτά που κατευθύνθηκαν, δόλια ή άδολα, στις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες. Προσθέστε σε αυτόν τον λογαριασμό και σκάνδαλα όπως η Siemens, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τα εξοπλιστικά, το καρτέλ των κατασκευαστικών, το «μαγείρεμα» των στοιχείων για να μπει η Ελλάδα στην ONE και η αιτία της οικονομικής κρίσης γίνεται καθαρότερη. Και μέσα σε όλα αυτά, ένα «μικρό», αλλά πολύ σημαντικό ποσό: 1,3 δις. «θαλασσοδάνεια» σε ΜΜΕ, για να παραπλανούν και να καθοδηγούν την κοινή γνώμη.
Το αν λοιπόν οι εμπλεκόμενοι είναι αθώοι ή ένοχοι μένει να αποδειχθεί. Πολιτικά όμως, πόση σημασία έχει; Πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα, που κατείχαν τις ύψιστες θέσεις ευθύνης, την περίοδο που συντελούταν ίσως η μεγαλύτερη διασπάθιση δημοσίου χρήματος στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Ένα απλό «δεν ήξερα», ίσως σε ένα ποινικό δικαστήριο να είναι αρκετό για την απαλλαγή από πιθανά εγκλήματα. Πολιτικά όμως, η ασχετοσύνη είναι σχεδόν εξίσου εγκληματική. Ας το αναλογιστούν έστω λίγο, όσοι οπαδικά φωνάζουν περί σκευωρίας. Ακόμα κι αν έχουν δίκιο.