του Θάνου Καραμπουρνιώτη
Κατ’ αρχάς είναι απαραίτητο να δοθεί ένας (όχι ιδιαιτέρως αυστηρός) ορισμός περί αλληλεγγύης με στόχο την αποτελεσματικότερη επικοινωνία γράφοντος-αναγνώστη. Ως αλληλεγγύη νοείται μια οριζοντίου τύπου διαδικασία προσφοράς από τη μια μεριά, αποδοχής από την άλλη είτε με υλικούς είτε με άϋλους όρους. Προφανώς ενδιάμεσα στη διαδικασία αυτή μπορούν να μετάσχουν ως μεσάζοντες διάφορες δομές αλληλεγγύης που είτε ανήκουν σε πλαίσιο αυτοοργάνωσης, είτε ακόμη ακόμη κεντρικής διαχείρισης, όπως συμβαίνει με διεθνείς ή εγχώριες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Ποια είναι λοιπόν η ακριβής σχέση αιτίου-αποτελέσματος; Αυτό το οποίο θεωρείται ευρέως αποδεκτό είναι πως η άσκηση αλληλεγγύης έχει μεγάλο βαθμό συσχέτισης με την καλοσύνη κάποιου, η οποία προκύπτει άμεσα από την ικανότητά του για ενσυναίσθηση. Η ικανότητα ενός ανθρώπου να έχει ενσυναίσθηση, δηλαδή να μπορεί να θέσει εαυτόν στη θέση άλλου με περισσότερες κακουχίες ή προβλήματα, διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στο κατά πόσον θα επιλέξει ο πρώτος να σταθεί δίπλα στο δεύτερο σε ώρα ανάγκης. Είναι αρκετά σίγουρο πως η καλοσύνη και η θετική προαίρεση κάποιου απέναντι στον άλλο είναι η βάση επάνω στην οποία χτίζεται η αλληλεγγύη, αλλά όταν η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση είναι τόσο περίπλοκη, οι απαντήσεις στα επιμέρους ερωτήματα ίσως να είναι και αυτές με τη σειρά τους πιο σύνθετες.
Μέσα στην ανιδιοτέλεια μιας καλής πράξης, πολλές φορές κρύβεται το ίδιο το τέρας της ιδιοτέλειας φορώντας το όμορφο προσωπείο της αρετής, προσπαθώντας να μας πείσει για την αγιοσύνη μας. ‘’Και ο πιο γενναίος διστάζει να γίνει κριτής του εαυτού του’’ δήλωσε ο Βίκτωρ Ουγκώ, υπενθυμίζοντάς μας πως η σκονισμένη ντουλάπα του νου, συνήθως αποκρύπτει τους προσωπικούς σκελετούς που δε θέλουμε να αντικρίσουμε κατάματα. Ο άνθρωπος είναι ένα αδύναμο ον το οποίο έχει εσωτερικευμένη την ανάγκη της επιβεβαίωσης και κυρίως της αυτο-επιβεβαίωσης. Ακριβώς λόγω του ότι όπως λέει και ο λαός ‘’ο πιο σκληρός κριτής είναι ο εαυτός’’, πρέπει να βρούμε ή να δημιουργήσουμε λόγους που θα μας βοηθήσουν να αποδεχτούμε ή και να αγαπήσουμε το ποιοι είμαστε ή οδηγηθήκαμε να γίνουμε. Μια μεγάλη ή μικρή κίνηση αλληλεγγύης στον πλησίον μπορεί να κάνει τη διαφορά και ενδεχομένως να χωρίσει την ήρα από το στάρι, αλλά κάτι τέτοιο δεν αναιρεί τον ανθρώπινο χαρακτήρα εν τω συνόλω.
Όση ανάγκη έχουν κάποιοι να πάρουν, άλλη τόση μπορεί να έχουν κάποιοι άλλοι να δώσουν, όχι με όρους συλλογικής λύτρωσης ή μιας κάποιας νίκης του δικαίου και του ηθικού απέναντι στο άδικο και το ανήθικο, αλλά στην προσπάθειά τους να νιώσουν αποδεκτοί ή ίσως απλά ανεκτοί από τον εαυτό τους. Μία δηλαδή επί της ουσίας αυτοαναφορική ηθική εξύψωση του εαυτού από τον εαυτό. Ίσως μερικές φορές το πραγματικό υποκείμενο της αλληλεγγύης στο οποίο έχουμε στραμμένο το βλέμμα δεν είναι ο τελικός και φυσικός αποδέκτης της κίνησής μας, αλλά ο εαυτός μας. Ακριβώς σε αυτό το σημείο είναι που έγκειται μια ενδεχόμενη ιδιάζουσα ιδιοτέλεια.
Μέχρι πριν από περίπου μια δεκαετία τα πράγματα ήταν αρκετά απλούστερα συγκρινόμενα με το σήμερα. Μια φορά το χρόνο θα έκανε είτε το MEGA, είτε ο ΑΝΤ1, είτε οποιοδήποτε μεγάλο κανάλι ένα φιλανθρωπικό μαραθώνιο μέσω του οποίου θα καλούσε τους πολίτες να συνεισφέρουν τον οβολό τους. Θα παίρναμε ένα τηλέφωνο και θα κάναμε μια δωρεά από ένα έως κάποιες εκατοντάδες ευρώ και στη συνέχεια θα νιώθαμε πως ‘’κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε’’, η ευθύνη της προσπάθειας για βοήθεια στο συνάνθρωπο έδωσε τη θέση της στην ευφορία για το καλό του οποίου γίναμε κοινωνοί. Ειδικά εάν σκεφτεί κάποιος πως κυρίαρχη πεποίθηση σε μεγάλο κομμάτι του λαού ήταν το ‘’να βοηθάς αλλά να μην το φωνάζεις’’. Βέβαια ακόμη και να θέλαμε να το φωνάξουμε στην καλύτερη να μας άκουγαν τα ξαδέρφια, οι θείοι, κανα δυο φίλοι και οι γείτονες, ένα όχι ιδιαίτερα μαζικό κοινό. Και πάλι όμως η δουλειά μπορούσε να γίνει, η εξύμνηση του εαυτού από τον εαυτό ελάμβανε χώρα.
Η διαδικασία αυτή πλέον είναι εν πολλοίς τροποποιημένη και αυτό εξ αιτίας του ότι ενώ κάποτε βρισκόμασταν στη θέση του θεατή ή του ακροατή των εξελίξεων, σήμερα είμαστε σε θέση να ανέβουμε στο προσωπικό μας βάθρο και να φωνάξουμε πολύ πιο δυνατά ώστε να μας ακούσουν εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες άλλοι μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Με λίγα λόγια, πλέον η αυτοαναφορική μας εξύψωση δημιουργείται μέσα από τη θέαση και ακρόασή μας από άλλους. Επιδιώκουμε να προκαλέσουμε το θαυμασμό των άλλων στο πρόσωπό μας και μέσω αυτής της διαδικασίας να αντλήσουμε την εσωτερική μας αυτοεπιβεβαίωση.
Όταν για παράδειγμα θα φιλοξενήσουμε Σύρους πρόσφυγες ως απάντηση στη φασιστική ρητορεία του ‘’εάν τους θέλετε να τους πάρετε σπίτι σας’’ και το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε θα είναι να ανεβάσουμε μια φωτογραφία στο facebook που θα είμαστε όλοι μαζί στο σπίτι με λεζάντα του τύπου ‘’ε ναι λοιπόν τους πήραμε σπίτι μας’’, είμαστε απολύτως σίγουροι πως ο μοναδικός και εκ βαθέων ειλικρινής σκοπός μας είναι η βοήθεια σε ανθρώπους σε ανάγκη και όχι το αίσθημα επιβεβαίωσης που θα αντλήσουμε μέσω των γύρω μας; Όταν θα προσφέρουμε μέσω του συλλόγου ή της οργάνωσης στην οποία ανήκουμε είδη ρουχισμού ή πρώτης ανάγκης σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε θα είναι να ‘’φωνάξουμε’’ από το προσωπικό μας βάθρο για την κίνηση αυτή, θα είμαστε βέβαιοι για την ανιδιοτέλεια των σκοπών μας; Σε αυτήν την περίπτωση ποιο θα είναι το υποκείμενο που θα έχουμε από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή στο πίσω μέρος του μυαλού μας είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα;
Το απίστευτο γεγονός είναι πως αυτού του είδους η ιδιοτέλεια (τρομακτικά διαφορετική από μια ιδιοτέλεια που προκύπτει με όρους προσωπικού συμφέροντος) ως βαθύτερο αίτιο δημιουργίας αλληλέγγυων κινήσεων, είναι πως μπορεί να προσφέρει συμπαράσταση και καλοσύνη σε όσους πραγματικά τις χρειάζονται. Οι ενδογενείς μας αντιφάσεις είναι αυτές που έχουν τη δύναμη να μετατραπούν στο όχημα που θα λυτρώσει όσους το έχουν ανάγκη αφενός μέσω μιας άμεσης αυτοεπιβεβαίωσης, αφετέρου μέσω μιας αυτοεπιβεβαίωσης προερχόμενης μέσα από τα μάτια των άλλων. Το προσωπικό μας ιδιωτικό σκοτάδι λοιπόν είναι η πηγή που παράγει συλλογικό φως.
Πολλές φορές έχω την αίσθηση πως ο άνθρωπος ειδικά σε στιγμές μοναξιάς, είναι υποχρεωμένος μέσα στο ασυνείδητό του να παρατηρεί το είδωλό του στο βαθιά προσωπικό του καθρέφτη. Όσο πιο θαρραλέος ο άνθρωπος, τόσο πιο λαμπερό και το φως που συναντά την επιφάνεια του καθρέφτη και του επιτρέπει να βλέπει αυτός, και μόνο αυτός, τις ατέλειές του. Είναι τρομακτική εμπειρία το να έχεις τη δυνατότητα να περιεργαστείς κάθε χαρακτηριστικό του εαυτού σου γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι γνωρίζεις και η γνώση πολλές φορές είναι ευθύνη. Κάποιες φορές η αντανάκλασή σου δεν αλλάζει, το άσχημο στα μάτια σου θα παραμείνει άσχημο ή θα καταντήσει με τον καιρό ποταπό και βδελυρό. Τις φορές όμως που είναι στο δικό σου χέρι να αλλάξεις έστω και ψήγματα αυτού, δε θα εκμεταλλευτείς την ευκαιρία;
Εάν μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι μπορείς να γίνεις ομορφότερος ακόμη και με τον κίνδυνο του να πεις ψέματα, δε θα το κάνεις; Από τη στιγμή που το είδωλό σου θα σε συντροφεύει έως το πέρας της ζωής σου, το πρώτο και τελευταίο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι τουλάχιστον να αποκτήσεις την καλύτερη δυνατή παρέα.
Οι “ανιδιοτελώς ιδιοτελείς” αυτές κινήσεις μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονται ότι τάσσονται είτε με το άσπρο είτε με το μαύρο αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Όλη η ανθρώπινη ύπαρξη άλλωστε είναι άρρηκτα συνυφασμένη με αντιθέσεις.
Η αλληλέγγυα κίνηση που προκύπτει πρωτογενώς από διόλου αλτρουιστικά καταπιεσμένα συναισθήματα καταλήγει στο τέλος να εξυψώνει δύο πλευρές και όχι μία. Τόσο ο αποδέκτης όσο και ο πομπός αντλούν τα δικά τους οφέλη από αυτήν την παράταιρη σύνδεση αισθημάτων και αναγκών. Η μοναδική διαφορά είναι ότι η μια διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα δημόσια, ενώ η δεύτερη επιβάλλεται να παραμείνει υπόγεια.