Σύμφωνα με στοιχεία της εφημερίδας Documento η ΤτΕ ελέγχεται για προσπάθεια συγκάλυψης φοροδιαφυγής που ξεπερνά το 1 εκατομμύριο ευρώ, προς το Νομισματοκοπείο, καθώς και κατάχρηση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ στα κυλικεία της τράπεζας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στις αρχές Ιανουαρίου το Documento έλαβε φάκελο, χωρίς όνομα αποστολέα, στον οποίο περιεχόταν επιστολή – καταγγελία με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 2017 και παραλήπτη την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, με κοινοποίηση στον επικεφαλής της ΑΑΔΕ Γιώργο Πιτσιλή.
Ως συντάκτες της επιστολής εμφανιζόταν «μία ομάδα χαμηλόβαθμων στελεχών της τράπεζας», οι οποίοι κατήγγειλαν φοροδιαφυγή άνω του 1 εκατ. ευρώ που φέρεται να είχε γίνει από το ΙΕΤΑ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την καταγγελία, η φοροδιαφυγή αφορούσε τη μη απόδοση ΦΠΑ στο υπουργείο Οικονομικών ο οποίος είχε εισπραχθεί από την πώληση διαφόρων προϊόντων που παράγει το Νομισματοκοπείο.
Στην επιστολή αναφερόταν ότι κατά τον τακτικό έλεγχο που είχε διεξαγάγει το α΄ εξάμηνο του 2017 η Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης της ΤτΕ στο Νομισματοκοπείο είχε διαπιστώσει προβλήματα στο λογιστικό σύστημά του αναγόμενα στο 2009. Τον Ιούνιο του 2017 η Διεύθυνση ενημέρωσε τη Διοίκηση και λίγες μέρες μετά η Διοίκηση της ΤτΕ έδωσε εντολή για τη διεξαγωγή ειδικής έρευνας η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι συντάκτες της επιστολής διατύπωναν επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα της έρευνας και κατήγγελλαν τον διευθυντή Εσωτερικής Επιθεώρησης ότι προσπαθούσε να συγκαλύψει το γεγονός. Ζητούσαν να γίνει έλεγχος από ανεξάρτητους ελεγκτές και όχι από αυτούς της ΤτΕ.
Καταγγελία για κατάχρηση ύψους 700.000 στα κυλικεία
Σύμφωνα με τα όσα αναφέροντα στην επιστολή, κατά το παρελθόν υπήρχε κατάχρηση ύψους 700.000 ευρώ στα κυλικεία της τράπεζας. Όπως αναφέρεται, το 2014 διατάχθηκε έρευνα προκειμένου να ερευνηθεί η απώλεια χρημάτων από τα δύο κυλικεία. Οι ελεγκτές φέρονται να συνέταξαν ένα πόρισμα το οποίο παραδόθηκε στη διοίκηση.
Σύμφωνα με τις καταγγελίες, αντί να καταλογιστούν ευθύνες από το Συμβούλιο Διευθυντών, η διοίκηση προχώρησε σε απομακρύνσεις υπαλλήλων. Η τράπεζα υποστήριξε ισχυρίστηκε ότι όντως υπήρξε κατάχρηση στα κυλικεία, αλλά αφορούσε σε ποσό της τάξης των 20.000 ευρώ. Παράλληλα, ισχυρίστηκε πως είχαν επιβληθεί οι ενδεδειγμένες ποινές.
Προνόμια στελεχών και διευθυντών
Στην ίδια καταγγελία γινόταν λόγος για «στελέχη» και «διευθυντές» της τράπεζας που φέρονται να απολαμβάνουν προνόμια σε σχέση με άλλα στελέχη και υπαλλήλους της ΤτΕ. Για παράδειγμα γινόταν λόγος για «κατ’ εξαίρεση πιστωτική κάρτα που δεν προβλέπεται για ισόβαθμα στελέχη της τράπεζας», «ταξίδια στο εξωτερικό με διαφορετικά αεροπορικά εισιτήρια», «δωμάτια πολυτελών ξενοδοχείων και έξοδα» κ.λπ.
Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας, η εισαγγελική έρευνα στρέφεται γύρω από τις καταγγελίες για φοροδιαφυγή στο Νομισματοκοπείο και ήδη έχουν παραληφθεί τα πορίσματα που έχει συντάξει η Εσωτερική Επιθεώρηση της τράπεζας. Ο έλεγχος αναμένεται να μην αρκεστεί και να περιλάβει το σύνολο των φορολογικών στοιχείων της ΤτΕ. Είχε ζητηθεί από την τράπεζα η παροχή όλων των σχετικών στοιχείων, τα οποία έπρεπε να παραδοθούν μέχρι την 1η Απριλίου στις αρχές της ΑΑΔΕ. Ωστόσο, δόθηκε παράταση μέχρι τις αρχές Μαΐου.
Λίγο μετά το δημοσίευμα έφτασε στα γραφεία της εφημερίδας μία ακόμη επιστολή, η οποία φερόταν να έχει συνταχθεί από την ίδια ομάδα εργαζομένων. Η επιστολή, φαίνεται να αποδομεί τις απαντήσεις της ΤτΕ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει, η διαφορά στον ΦΠΑ «δεν βρέθηκε από τον τακτικό έλεγχο των επιθεωρητών» αλλά από «ιδιωτική εταιρεία που υποστηρίζει το πληροφοριακό σύστημα (του Νομισματοκοπείου) κατά τον έλεγχο που έκανε με βάση τα λογιστικά στοιχεία στο λογιστικό σύστημα της ΤΕ (SAP), μετά από σχετικό αίτημα του διευθυντή του ΙΕΤΑ». Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες ο τελευταίος δεν περίμενε να υπάρξει τέτοιο εύρημα.
Σχετικά με την διακράτηση στα κυλικεία, οι συντάκτες της επιστολής επιμένουν ότι «δεν ήταν 20.000 ευρώ» και ότι το ποσό αυτό προέκυψε μετά από «συγκάλυψη που έκανε ο διευθυντής της Εσωτερικής Επιθεώρησης», ενώ παραθέτουν συγκεκριμένα επιχειρήματα επί του θέματος. Στην δεύτερη επιστολή γίνεται λόγος για συγκεκριμένα πρόσωπα εντός της ΤτΕ τα οποία χαρακτηρίζουν «σκιώδη διοίκηση της τράπεζας», ενώ τίθενται ερωτήματα για τα «προνόμια» διευθυντικών στελεχών.