Η Παρκ, που αποπέμφθηκε και συνελήφθη τον Μάρτιο του 2017 με την Ν. Κορέα να εκλέγει για πρώτη φορά φιλελεύθερο πρόεδρο, κρίθηκε ένοχη για δωροδοκία, καθώς και στις 16 από τις 18 κατηγορίες που την βάραιναν, με το δικαστήριο να της επιβάλει επίσης πρόστιμο 18 δισεκατομμυρίων γουόν (13 εκατομ. ευρώ). Σε κάθε περίπτωση, έχει ήδη γίνει γνωστό πως οι δικηγόροι της θα ασκήσουν έφεση στην ποινή.
 
«Η κατηγορούμενη είναι ένοχη για κατάχρηση εξουσίας», δήλωσε ο δικαστής Κιμ Σε-γουν, τονίζοντας ότι η πρώην πρόεδρος είχε εξαναγκάσει νοτιοκορεατικές εταιρίες να πληρώσουν 77,4 δισεκατομμύρια γουόν (59 εκατομμύρια ευρώ) σε δύο ιδρύματα που ελέγχονταν από την έμπιστη σύμβουλό της και «φίλη της επί 40 χρόνια», την Τσόι Σουν-Σιλ, η οποία δεν κατείχε καμία επίσημη θέση.
 
Σύμφωνα με την αναμετάδοση του Αθηναϊκού Πρακτορείου, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η Παρκ συνωμότησε με την παλιά φίλη της, Τσόι Σουν-σιλ, για να λάβει δεκάδες δισεκατομμύρια γουόν από μεγάλους ομίλους όπως η Samsung και η Lotte για να βοηθήσουν την οικογένεια της Τσόι και να χρηματοδοτήσουν μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που ανήκαν σε αυτήν. Η 66χρονη Παρκ που αρνείται τις κατηγορίες δεν ήταν παρούσα στο δικαστήριο.
 
Υπενθυμίζεται πως η πρώην Πρόεδρος αντιμετώπιζε εισαγγελικές προτάσεις ποινής κάθειρξης 30 ετών και πρόστιμο 118,5 δισεκατομμυρίων γουόν (89 εκατομμυρίων ευρώ), καθώς το δικαστήριο κρίνει ότι αυτή όφειλε να φέρει, υπό της ιδιότητά της ως πρώην προέδρου, την ευθύνη για το σκάνδαλο.
 
Σημειώνεται πως ένοχος για την ίδια υπόθεση είχε βρεθεί και ο επικεφαλής της Samsung, Λι Τζε-γιονγκ, που είχε καταδικαστεί το 2017 για δωροδοκία και άλλες κατηγορίες διαφθοράς, με την ποινή του αρχικά να προβλέπει πέντε χρόνια φυλάκιση, πριν το δικαστήριο την μειώσει τον περασμένο Φεβρουάριο σε δυόμιση χρόνια, με τέσσερα χρόνια αναστολή.