του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Είναι το ίδιο εκείνο «κάτι» που λείπει και ορίζεται στο τραγούδι «Ελλάδα» του Γιάννη Μαρκόπουλου «Λένγκω, μάνα, στο καμίνι της φωτιάς, Λένγκω, μάνα, πες μας πάλι τι ζητάς,Λένγκω, μου σπαράζεις την καρδιά, Λένγκω, μου πληγώνεις τη χαρά»,ήδη από το 1975 ή στο «Πλανόδιο Τσίρκο» του Άλκη Αλκαίου, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1996. «Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα, σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δε σε ρώτησα, τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω, τη φωνή σου ακούω μα τι λες δε σε πιάνω». Ολόκληρος ο εικοστός αιώνας βρίσκει την έννοια πατρίδα, στη λαϊκή συνείδηση, συνοδευμένη από τη σκιά μιας βαριάς ατομικής και συλλογικής ματαίωσης. Έτσι κι αλλιώς, η σκιά των δραματικών συνεπειών που υπέστησαν οι αληθινοί πατριώτες του χρονικού της εθνικής αντίστασης, ακολουθεί την ελληνική κοινωνία σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, αλλά όλο και κάπως αφήνεται στην άκρη, όλο και κάπως αυτές οι πληροφορίες παραλείπονται, αφήνοντας μονάχα μια πικρή γεύση που μοιάζει όλο και πιο πολύ με ερωτικό παράπονο.
Για τον Άρη, όπως και για τα αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου, αλλά και γενικότερα για τους ανθρώπους της εποχής, τους συνδεμένους με το χώμα και την χοϊκότητα, η πατρίδα είναι ένα σύστημα αξιών, ιδεών και πρακτικών, που προσανατολίζει τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως προς ό,τι ο Κονδύλης ορίζει ως ήθος αντίστασης, και επιπλέον διευκολύνει την επικοινωνία παρέχοντας έναν κώδικα για να οριστεί η ατομική και συλλογική τους ιστορία. Με άλλα λόγια, η κοινωνική αναπαράσταση «πατρίδα» στοχεύει στην κατανόηση ενός άγνωστου και επικίνδυνου κόσμου. Ένα αγαπητικό περιεχόμενο για την πατρίδα, όπως και αν συμπεριφέρεται αυτή, μια εικονική σύνθεση του εξωτερικού κόσμου σαν μια δύστροπη, βάναυση και καταπιεστική μητέρα –βάναυση μεν, αλλά μητέρα δε-, είναι σίγουρα μια κάποια ανακούφιση. Τα «πεζούλια μας που δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε», «οι κάμποι, τ’ άπαρτα ψηλά βουνά», η «Λένγκω μάνα», η «Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου», απαντούν για δεκαετίες στο ερώτημα «τι είναι η πατρίδα μας», ή για την ακρίβεια «τι είναι η πατρίδαμας, παρ’ όλα αυτά». Με άλλα λόγια, η μεγάλη πυρηνική ματαίωση είναι εκεί, αλλά γίνεται ακόμη ανεκτή, έτσι ώστε η κοινωνική αναπαράσταση «ελληνική πατρίδα» να παραμένει, ακόμη, ένασυγκροτημένο αξιακό σύστημα. Αλλά για πόσο μια συλλογικότητα μπορεί να αντέχει σε μια επαναλαμβανόμενη ματαίωση;
Η συνεχής χρόνια διάψευση των ατομικών και συλλογικών προσδοκιών σε συνδυασμό με την απώλεια κάθε αίσθησης χοϊκότητας, υπονόμευσε στην διάρκεια της μεταπολίτευσης, με κορύφωση τα μνημονιακά χρόνια, την κοινωνική αναπαράσταση της ελληνικής πατρίδας. Το σύστημα «ελληνική πατρίδα», με σταθερά και δραματικά βήματα, είναι αδύνατον πλέον να εγκαθιδρύσει ένα πλαίσιο που θα επιτρέπει στα υποκείμενα του «να προσανατολίσουν τους εαυτούς τους στον υλικό και κοινωνικό κόσμο και να τον ελέγξουν». Αντίθετα μάλιστα: είναι το ιδανικό σύστημα για τον πλήρη ατομικό και συλλογικό αποπροσανατολισμό. Οι νέοι άνθρωποι που εγκαταλείπουν την χώρα αυτό ακριβώς κάνουν: αναζητούν έναν νέο προσανατολισμό σε μια νέα πατρίδα. Κατά έναν διεστραμμένο τρόπο και οι «μένουμε Ευρώπη», το ίδιο επιχειρούν. Όλοι αναζητούν μια νέα πατρίδα, μια νέα κοινωνική αναπαράσταση της πατρίδας, καθώς η παλιά «δεν».
Όπως ορίζει αφετηριακά ο Moscovici, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις στοχεύουν επίσης στο «να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας κοινότητας, παρέχοντάς τους έναν κώδικα κοινωνικής συναλλαγής και έναν κώδικα για να ονομάσουν και να ταξινομήσουν, χωρίς ασάφεια, τις διάφορες πτυχές του κόσμου και την ατομική και ομαδική τους ιστορία». Και εδώ ακριβώς είναι το ασφαλέστερο κριτήριο για να ελέγξει κανείς την ισχύ του ελληνικού πατριωτικού αφηγήματος. Η έννοια «ελληνική πατρίδα» δεν προσφέρει πλέον κανέναν κώδικα κοινωνικής συναλλαγής, αντίθετα μάλιστα λειτουργεί απόλυτα διχαστικά στο κοινωνικό σώμα, εκτρέφοντας μανιχαϊστικές πολώσεις ή / και φασισμούς. Η δυσκολία να συνεννοηθούμε, η διάχυτη κοινωνική δυσφορία, η προσπάθεια θεμελίωσης ακόμη και μιας νέας εθνικής ιστοριογραφίας, η ασάφεια στις διαπροσωπικές σχέσεις και οι αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές-πτυχές του ατομικού και συλλογικού μας κόσμου, δείχνουν ακριβώς την σχεδόν ολοσχερή απουσία ενός κώδικα πατρίδας.
Κατάντησε η πατρίδα να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύστημα αξιών, ιδεών και πρακτικών ολοσχερούς ατομικής και συλλογικήςαπελπισίας και απογοήτευσης. Από την πατρίδα της ματαίωσης, οδηγηθήκαμε ανεπαίσθητα στην ματαίωση της πατρίδας. Γι’ αυτό και οι όποιες πατριωτικές ρητορείες θα ηχούν όλο και πιο πολύ στ’ αυτιά μας ως εθνικιστικοί παροξυσμοί ή ως απατεώνιστικα καταφύγια. Πώς και γιατί να πεθάνει κανείς για κάτι τόσο μάταιο; Για ποιές «πεζούλες», για ποιά «άπαρτα ψηλά βουνά»; Για ποιό χώμα-που δεν μας ανήκει;
Το ξέρουν το ερώτημα οι κυρίαρχες ελιτ, κι έτσι όταν σφίξουν τα πράγματα θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να άρουν αυτή την ματαίωση. Ας έχουμε το νου μας. Ίσως είναι μια ευκαιρία για την συγκρότηση μιας πατριωτικής αναπαράστασης της ελπίδας. Ίσως τότε και δηλώσεις όπως αυτή του έγκλειστου απεργού πείνας και δίψας Βασίλη Δημάκη να μην χρειάζονται καν. «Σας δηλώνω λοιπόν ότι ενδόμυχα αρνούμαι να ενδώσω στην προσπάθειά σας να με μετατρέψετε ξανά σε αυτό που μετά κόπων και βασάνων πάλεψα και κατάφερα παραδεδεγμένα εκ των αποτελεσμάτων του να αποποιηθώ – παρά τις αντιξοότητες που μου θέτατε διαρκώς, προκειμένου να με ακινητοποιήσετε και κατόπιν να με μετατρέψετε ξανά σ’ αυτό που αρνήθηκα να συνεχίσω να είμαι».
Να μην μας μετατρέψουν σε αυτό που για αιώνες αρνηθήκαμε να είμαστε!