του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο με την άδεια του συγγραφέα)
Κουβέντες μετρημένες. Δεν «κορδωνόταν», δεν «το έπαιζε κάπως». Και για κείνα τα 2 – 3 πράγματα που ένιωθε να τον σφραγίζουν μιλούσε πάντα με συστολή και με σεβασμό προς τους άλλους. Το ένα ήταν ο Ολυμπιακός. Η τρέλα του!
Το άλλο, το βαθύ, το εσώψυχο, εκείνο που το τίμησε σε κάθε περπατησιά του, ήταν η καταγωγή του: Είμαι από τη «Μικρή Μόσχα» έλεγε, από την Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, όπου ήμασταν όλοι ίδιοι – οι αριστεροί, οι αποκομμένοι από την κοινωνία.
Εκεί στη «Μικρή Μόσχα» στη γειτονιά του, «ό,τι μαγείρευε ο δίπλα, έτρωγε και ο από δω. Μαζί στο σχολείο, στη βόλτα, στο ποδόσφαιρο, όλα μαζί» (συνέντευξη στην Κάλια Καστάνη, DOWN TOWN, Γενάρης 2012).
Πριν φτάσει ήδη στα 18 του χρόνια να τραγουδάει το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ» δίπλα στον Θεοδωράκη, στην θρυλική συναυλία του Μίκη το 1966 στη Νέα Φιλαδέλφεια, αν και πιτσιρικάς, είχε ήδη διανύσει μεγάλη διαδρομή.
Την διαδρομή ενός παιδιού από τα 12 στο μεροκάματο και στη βιοπάλη. Που έμαθε στα 16 του ότι ο κομμουνιστής ΕΑΜίτης και αντάρτης του ΔΣΕ πατέρας του, που όλοι τον θεωρούσαν χαμένο στον Εμφύλιο, ζούσε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία – τον συνάντησε για πρώτη φορά το 1977 σε ηλικία 29 ετών, κάποιοι λένε με μυθιστορηματικό τρόπο, ανεβαίνοντας σε ένα λεωφορείο με φιλάθλους του Ολυμπιακού που πήγαινε για αγώνα με τη Δυναμό στο Ζάγκρεμπ.
Όντας «ανεπιθύμητος» από τα σχολεία των Τρικάλων λόγω «αριστερών φρονημάτων», κατέβηκε στην Αθήνα, το 1964, δίπλα στον μόλις απολυθέντα από την εξορία κομμουνιστή μπάρμπα του, τον αδερφό της μάνας του.
Ωστόσο, δίπλα στα υπόλοιπα που δεν τον καθιστούσαν ικανό να διαθέτει «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», φρόντισε να προσθέσει κι ένα ακόμα: Έγινε μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη.
«Ανεπιθύμητος» και στα σχολεία της Αθήνας. Τελικά έβγαλε το γυμνάσιο σε ιδιωτικό σχολείο. Το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι του, το «Χαμένη Πασχαλιά», το έφαγε η λογοκρισία της χούντας. Οι στίχοι του (Δ.Ιατρόπουλος) ήταν κάπως… «περίεργοι»:
«Καημός ιδρώτας κι αίμα/ Αχ τι ανάποδη ζωή/ Πλάκωσε πάλι η συννεφιά/ Πήγε στα χαμένα/ Κι ετούτη η Πασχαλιά».
Για να βγάλει δίπλωμα οδήγησης έπρεπε να περιμένει μετά την μεταπολίτευση (συνέντευξη στην «Μηχανή του Χρόνου»).
Τον περιγράφανε έτσι: «Γνήσιος». «Ξεχωριστός». «Λαϊκός». «Ντόμπρος». Ήξερε που πατούσε. Σε μια συνέντευξη (στην Κατερίνα Ζαννη, aixmi.gr,) ρωτήθηκε για τον Καζαντζιδη. Απάντησε:
«Υπάρχουν κάποιοι που λένε “δεν μ’ αρέσει ο Καζαντζίδης”. Δέχομαι να μου πει “δεν μ΄ αρέσει ο Καζαντζίδης”, αλλά μη μου πει “δεν αξίζει ο Καζαντζίδης”, γιατί θα του σπάσω το κεφάλι (…). Αγγίζει το τέλειο. Τραγούδησε την ξενιτιά και την προσφυγιά. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ο Μπιθικώτσης που είπε την άμμο της θάλασσας. Εγώ έχω δηλώσει μακάρι να είχα τη φωνή του Καζαντζίδη και το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση. Όταν ήμουν μικρός και δούλευα με τον Ζαμπέτα μου είχε πει “μην κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να μοιάσεις σε κανέναν γιατί δεν θα είσαι ποτέ τίποτα. Αν μιμηθείς κάποιον θα είσαι πάντα ο δεύτερος”».
Δεν υπήρξε ποτέ «δεύτερος». Δεν μιμήθηκε κανέναν. Ποτέ.
Έτσι αληθινά πορεύτηκε κι έτσι «γνήσια» τραγούδησε οτιδήποτε τραγούδησε. Γιατί ό,τι έβγαζε η φωνή του ήταν η αντανάκλαση των ίδιων των βιωμάτων του.
Είχε εκείνη την άλλη, την δική του «δωρικότητα». Ήταν αληθινός και αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για τις αγωνίες, τους αγώνες και τα βάσανα του λαού, ήταν αληθινός κι αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για την αγάπη και τον έρωτα με εκείνη την «βαριά παλικαρίσια αναπνοή».
Τον ρωτούσαν για τα τελευταία, για το ΔΝΤ, για την κρίση, για τους «σωτήρες». Δεν του χρειαζόταν να είναι μέσα στις… διαπραγματεύσεις για να ξέρει:
«Όταν τελειώσουν και με τις τελευταίες διαπραγματεύσεις – έλεγε – θα γίνει κανονικά η κηδεία της Ελλάδας. Θα μας τα πάρουν όλα. Τα παιδιά θα φύγουν για έξω και… “τέλος μείνανε βουβοί και γεμάτοι οι καφενέδες από γέρους και χαφιέδες που μιλάν για προκοπή”. Αυτοί θα είμαστε».
Δεν αισθανόταν εξαπατημένος, αισθανόταν και ένιωθε αγανακτισμένος. Μιλούσε με εκείνη την αγανάκτηση που μέσα από την «τσαντίλα» για το πώς είναι τα πράγματα γεννιόταν και η ελπίδα για να αλλάξουν. Όταν η ΕΕ έφερε εκείνο το επαίσχυντο αντικομμουνιστικό μνημόνιο επιχειρώντας την άθλια διασύνδεση του κομμουνισμού με το ναζισμό, είχε δηλώσει:
«Το να πεις ότι αυτά που συμβαίνουν είναι απαράδεκτα είναι λίγο. Συμβαίνουν τόσα πράγματα. Κάθε μέρα σκοτώνουν τον κόσμο, κάθε μέρα κάνουν πράγματα και δεν ασχολείται κανένας. Τώρα ξαφνικά τους πείραξε ότι ο κομμουνισμός είναι βλαβερός. Αν έτσι νομίζουν τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τους πούμε να μην αποφασίζουν. Δικαίωμά τους είναι να αποφασίζουν. Όμως, δικαίωμά μας και μας είναι να αντιστεκόμαστε και να αγωνιζόμαστε και να παλεύουμε. Από μια πλευρά θεωρώ μπας και είναι και λίγο καλό να ξυπνήσουμε και λίγο και να δούμε τι γίνεται, πού βαδίζουμε, πού πάμε, γιατί κάπου βολευτήκαμε, κάπου είπαμε εντάξει, είμαστε καλά, νόμιμο το ΚΚΕ, νόμιμο το ένα, νόμιμο το άλλο, όμως παραγίναμε νόμιμοι. Ισως μας ξυπνήσει λίγο και να ξαναμάθουμε να αγωνιζόμαστε. Καλό θα μας κάνει. Οι προοδευτικοί άνθρωποι που αγωνίζονται και που σηκώνουν το κεφάλι θα το σηκώσουν και θα το σηκώσουν και πιο πολύ. Γι’ αυτό σας λέω, ότι κάπου θα ξυπνήσουν συνειδήσεις, θα ξυπνήσουν πράγματα, θα ξυπνήσουν τα μαζικά κινήματα» ( Ριζοσπάστης, 31/12/2005).
Σε άλλη συνέντευξή του (στην αγαπημένη Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία, 2011), ρωτήθηκε για τους κυβερνώντες. Μπορεί να φανταστεί κανείς το ύφος του και τη χροιά της φωνής του όταν απαντούσε:
«Λένε «θα δημιουργήσουμε». Ρε σεις, δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε, τι θα δημιουργήσετε; Πήρατε από το μισθωτό και το συνταξιούχο, τους τσακίσατε. Τώρα τι; Θα τους θάψετε και θα πάρετε φόρο θαψίματος; Απ’ την άλλη μεριά είναι πρόκληση οι επιχειρηματίες να χρωστάνε δισεκατομμύρια, να μην ξέρουν τι είναι το ΙΚΑ και όχι μόνο να μην τολμάει κανένας να τους πειράξει, αλλά ούτε να αναφέρεται το όνομά τους. Μετά βγαίνει η κυβέρνηση και σου λέει «εμείς θα σώσουμε την Ελλάδα». Άστε το, ρε παιδιά, αρκετά τη σώσατε».
Τραγούδησε για τους «πάντα γελαστούς και γελασμένους». Σε συνέντευξή του στην αγαπημένη Ρουμπίνη Σούλη (Ριζοσπάστης, 2000), τότε που όλοι είχαν χαθεί στις «σομόν» σελίδες των εφημερίδων και από παντού ακούγονταν παιάνες για την νέα μεγάλη ιδέα του έθνους, την είσοδο στην ΟΝΕ, έλεγε:
«Τα μόνα «προβλήματά» μας είναι το Χρηματιστήριο και το αν θα μπούμε στην ΟΝΕ. Κανείς απ’ αυτούς δε μας είπε ποτέ τι θα συμβεί, αφού μπούμε στην ΟΝΕ. Για το τι έρχεται μετά την ένταξη, γι’ αυτά που θα είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε. Γιατί τώρα δε μας λένε τίποτα για όλα αυτά; Μόνο λένε και ξαναλένε ότι με την ΟΝΕ μπαίνουμε στους πλούσιους. Ας σοβαρευτούμε, ρε παιδιά! Σε ποιους πλούσιους μπήκαμε; Ποιο είναι το δικό μας βιοτικό επίπεδο σε σχέση με των Γάλλων, των Γερμανών; Πώς θα πάμε; Ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια; Γιατί δε μας λένε τι θα συμβεί μετά;».
Έτσι ήταν. Δεν έβγαζε την ουρά του απέξω. Έπαιρνε θέση. Αρχές του 2000, με νωπές ακόμα τις υποθέσεις Οτσαλάν και της ΝΑΤΟικής επιδρομής στη Γιουγκοσλαβία, είχε ρωτηθεί για τη σχέση καλλιτεχνών – κατεστημένου, για το πώς το δεύτερο ασκεί την τακτική των «υποδείξεων» στους πρώτους. Απαντούσε (Ριζοσπάστης, 23/4/2000):
«Έχει αλλάξει και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από το κατεστημένο… Σήμερα, ασκούνται άλλου είδους πιέσεις. Και στην περίπτωση της συναυλίας για τον Οτσαλάν ειδικότερα υπήρξαν φοβερές πιέσεις, τηλέφωνα. Εγώ πάντως δεν τις καταλαβαίνω αυτές τις πιέσεις, που λένε δε θα σε παίξουμε στην τηλεόραση ή θα το πληρώσεις αν δεν είσαι μαζί μας… Όχι, δεν είμαι μαζί τους. Είμαι αυτό που θέλω. Με αυτό που ζητώ να βιώσουν τα παιδιά τα δικά μου και του δίπλα μου, ώστε να μπορέσουν να ζουν ανθρώπινα, ευτυχισμένα. Ας με κυνηγήσουν… Και τι έγινε; Μπορώ να φτιάξω μια καλύτερη κοινωνία; Αυτό με απασχολεί. Εξάλλου, αν πας σε μια διαδήλωση, μπορείς να κάνεις και πέντε φίλους… Μπορεί κάποιοι να με λένε και γραφικό για τις επιλογές μου. Αυτοί, όμως, τι είναι; Εγώ μπορεί να είμαι γραφικός, αυτοί, όμως, είναι δουλοπρεπείς, γλείφτες. Δε με νοιάζουν, ούτε με αφορούν. Έχω την αξιοπρέπειά μου, που λείπει απ’ αυτούς που σκύβουν το κεφάλι και κλίνουν το “βολεύομαι” σε όλες τις πτώσεις».
Στις 17 Απρίλη του 2012 έφευγε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Και τον θυμόμαστε όπως ήταν: Χωρίς «πόζες». Πηγαίος. Χωρίς τίποτα το «δήθεν». Αξιοπρεπής. Χωρίς «τάχα μου». Με κουβέντες μετρημένες. Και καθαρές. Αυτός ήταν. Ένας μεγάλος τραγουδιστής, ένας μέγιστος άνθρωπος. Ένας μάγκας. Αληθινός. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Ημεροδρόμο» για πρώτη φορά στις 17 Απριλίου 2016.