Η επικεφαλής του SSM θα συναντηθεί με τους επικεφαλής των τραπεζών και τον Γιάννη Στουρνάρα και αναμένεται να πιέσει για ταχύτερη πώληση κόκκινων δανείων σε funds. Παράλληλα, θα τονίσει την ανάγκη επίσπευσης της διαδικασίας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, καθώς απαίτηση των δανειστών είναι να φτάσουν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί στους 135.000 ως το 2021. Συγκεκριμένα, οι δανειστές απαιτούν να γίνουν 15.000 πλειστηριασμοί μέχρι το τέλος του 2018, ενώ για το 2019, το 2020 και το 2021 θα πρέπει να γίνονται 40.000 πλειστηριασμοί κάθε χρόνο.
Η Νουί αναμένεται να υπενθυμίσει ότι θα πρέπει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να μειωθούν κατά 31 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019 (στα 64,6 δισ. ευρώ από 95,7 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2017). Παράλληλα, αναμένεται να ζητήσει από τους Έλληνες τραπεζίτες να χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα «εργαλεία», να κινηθούν πιο γρήγορα στις πωλήσεις δανείων και με εξασφαλίσεις και να επιταχύνουν στο μέτωπο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, με στόχο το φθινόπωρο να διενεργούνται περισσότεροι από 2.000 πλειστηριασμοί.
Υπέρ της προληπτικής γραμμής πίστωσης η ΕΚΤ
Ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ στην τρόικα, Φραντσέσκο Τρούντι, δήλωσε στη «Ναυτεμπορική» πως η Τράπεζα επιθυμεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα προληπτικό πρόγραμμα «με αυστηρούς και αποτελεσματικούς όρους», μετά τον Αύγουστο του 2018 και την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Στάθηκε στη σημασία που έχει το να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση την κυριότητα των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων.
«Ένα ισχυρό πλαίσιο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος θα μείωνε επίσης τους κινδύνους από απρόσμενες διαταραχές. Από τη σκοπιά της νομισματικής πολιτικής, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι χρειάζεται ένα ορθά καθορισμένο πρόγραμμα (επίσης προληπτικού χαρακτήρα), με αυστηρούς και αποτελεσματικούς όρους, προκειμένου η ΕΚΤ να διατηρήσει την παρέκκλιση (waiver) σχετικά με την επιλεξιμότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων για όσο διάστημα οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις παραμένουν χαμηλότερες του επενδυτικού βαθμού.
Ωστόσο, μετά από οκτώ χρόνια σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής έχει καίρια σημασία το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων να το αναλάβει η ίδια η Ελλάδα, που θα πρέπει να έχει και την κυριότητά του. Η απόφαση για την υποβολή ή μη σε πρόγραμμα προληπτικού χαρακτήρα εναπόκειται επομένως πλήρως στις ελληνικές αρχές», ανέφερε ο Τρούντι για την «μεταμνημονιακή εποχή».
Άρση προστασίας «για το καλό των νοικοκυριών»
Αναφερόμενος στην δυνατότητα που υπήρχε για πρόσθετη προστασία της πρώτης κατοικίας, υποστήριξε ότι τον συγκεκριμένο νόμο είχαν εκμεταλλευτεί διάφοροι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Τόνισε πως τα πολλά αιτήματα για την προστασία της πρώτης κατοικίας δημιουργούσαν καθυστερήσεις και παγίδευαν σε δικαστικές διαδικασίες ένα σημαντικό ύψος κεφαλαίων χορηγήσεων, που θα μπορούσε να ωφελήσει την ελληνική οικονομία.
«Η εξασφάλιση πρόσθετης προστασίας για την πρώτη κατοικία παρείχε ισχυρά κίνητρα για εφαρμογή του νόμου ακόμη και σε δανειολήπτες που δεν πληρούσαν τα σχετικά κριτήρια, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για την εκδίκαση των υποθέσεων τους από το δικαστικό σύστημα. Θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα αυτό, γιατί από τα στοιχεία που έχουμε λάβει μέχρι στιγμής, περίπου το ένα τρίτο των προγραμματισμένων πλειστηριασμών είτε ακυρώνονται είτε αναβάλλονται, κυρίως επειδή οι οφειλέτες ξεκινούν εκ νέου να αποπληρώνουν τις οφειλές τους ή επιδιώκουν να τακτοποιήσουν τα χρέη τους.
Για να είμαστε σαφείς: τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να είναι σε θέση να προσφεύγουν στο δικαστήριο για προστασία. Η προστασία αυτή συνεπάγεται τη ριζική αναδιάρθρωση του χρέους και εν τέλει τη διαγραφή του, εφόσον ο οφειλέτης συμμορφώνεται με ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα πληρωμών το οποίο αποφασίζεται από το δικαστήριο. Εννοείται ότι αυτή η προστασία θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Ωστόσο, θα επιθυμούσαμε να τροποποιηθεί ο νόμος ούτως ώστε να αποθαρρύνονται να προσφεύγουν στο δικαστήριο άνθρωποι οι οποίοι δεν δικαιούνται προστασίας.
Ένα ακόμη πρόβλημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται αυτός ο νόμος. Ο υπερβολικός αριθμός αιτημάτων που έχουν κατατεθεί στα ελληνικά δικαστήρια και οι σχετικές ακροαματικές διαδικασίες που μπορεί να διαρκέσουν πολλά χρόνια έχουν παγιδεύσει σε δικαστικές διαδικασίες ένα σημαντικό ύψος κεφαλαίων χορηγήσεων, με αποτέλεσμα αυτά να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν για νέες χορηγήσεις στην ελληνική οικονομία».