του Μηνά Κωνσταντίνου
Οι εκλογές του Μαρτίου έφεραν την Ιταλία στα χέρια του ακροδεξιού συνασπισμού των «λαϊκιστών» της Λέγκας του Βορρά και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων με ποσοστό κοντά στο 60%, προκαλώντας την έντονη ανησυχία της Ευρώπης και της ευρωζώνης. Η συνέχεια ωστόσο, κατά την πάγια τακτική των Βρυξελλών, περισσότερο φουσκώνει αυτό το «κύμα αγανάκτησης» που έδωσε φτερά στην ακροδεξιά συμμαχία, παρά κατευνάζει τα πνεύματα.
«Στην Ιταλία υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας, δεν μας επέτρεψαν να σχηματίσουμε κυβέρνηση, παρότι εκπροσωπούμε το 60% των ψήφων και είμαστε οι νικητές των εκλογών. Το πρόβλημα είναι ότι οι οίκοι αξιολόγησης ανησυχούν για αυτόν που επρόκειτο να γίνει υπουργός Οικονομικών; Ας πούμε στον κόσμο ότι είναι ανώφελο να πηγαίνει να ψηφίζει και ότι τα “λόμπι” θα αποφασίζουν για ποια θα είναι η κυβέρνηση».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον αρχηγό του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, Λουίτζι Ντι Μάιο. Των λόγων του, προηγήθηκαν οι διαβουλεύσεις του κόμματός του και της Λέγκας του Βορρά με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα και τον εντολοδόχο πρωθυπουργό της συμμαχίας, Τζουσέπε Κόντε για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το άκουσμα του ονόματος του καθηγητή Πάολο Σαβόνα, δηλωμένου πολέμιου του ενιαίου νομίσματος και του ρόλου της Γερμανίας στην ευρωζώνη, προαλειφόμενου για τη θέση του υπουργού Οικονομικών, ήταν αρκετό για να «κόψει» ο πρόεδρος Ματαρέλα την κυβέρνηση Κόντε, με τον τελευταίο να του επιστρέφει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Αμέσως μετά, η είδηση πως ο Ιταλός πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να παραδώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο επί 25ετία στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με θητεία στις κυβερνήσεις των διορισμένων πρωθυπουργών, Ενρίκο Λέτα και Ματέο Ρέντσι, σκόρπισε επιπλέον προβληματισμό εντός και εκτός Ιταλίας.
Ο δε Ντι Μάιο δεν σταμάτησε εκεί, μίλησε ξεκάθαρα για θεσμική αντιπαράθεση και δήλωσε ότι σε αυτήν τη χώρα μπορεί κάποιος να είναι καταδικασμένος για εγκλήματα, φορολογική απάτη, καταχρήσεις και άλλα και να γίνει υπουργός, όμως «εάν επικρίνεις την Ευρώπη, δεν μπορείς να γίνεις υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του ηγέτη της Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι.
Οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε το αποτέλεσμα των εκλογών σε Γερμανία και Ευρώπη, σε συνδυασμό με την έξαρση αυτών κατά τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης από τον Τζ. Κόντε, συνέχισαν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά του ακροδεξιού σχηματισμού, με το σενάριο νέων εκλογών -πλέον- να περιλαμβάνει το ενδεχόμενο να αυξήσουν σημαντικά τις δυνάμεις τους.
«Στην πραγματικότητα όμως η επίθεση από τη Ρώμη είναι θρασύτερη και πιο επικίνδυνη. Είναι πιο επικίνδυνη, γιατί η Ιταλία, σε αντίθεση με την πολύ μικρότερη Ελλάδα, θα μπορούσε να στηριχθεί το πολύ για ένα-δύο χρόνια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης. Στη συνέχεια το ευρώ θα κυλούσε αναπόφευκτα σε μία κρίση, η οποία θα απειλούσε την ίδια την ύπαρξή του, συμπαρασύροντας στην άβυσσο τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε όλον τον κόσμο. Αν η Ελλάδα ήταν ο εκρηκτικός μηχανισμός, η Ιταλία είναι η πυρηνική βόμβα» περιέγραφε το γερμανικό Spiegel προ ημερών, εκφράζοντας την γερμανική θέση που κυριεύει την Ευρώπη απέναντι στην Ιταλία.
Στο στόμα του λύκου
Όλα τα παραπάνω λειτουργούν ήδη καταλυτικά για να επιβεβαιώσουν το «αντισυστημικό» αφήγημα των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη, με τα λόγια της Μαρίν Λεπέν το πρωί της Δευτέρας να δίνουν το στίγμα για το επόμενο διάστημα.
«Η ΕΕ και οι χρηματοπιστωτικές αγορές καταργούν τη δημοκρατία. Αυτό που συμβαίνει στην Ιταλία είναι ένα πραξικόπημα, μια ληστεία του ιταλικού λαού από παράνομους θεσμούς. Απέναντι σε αυτήν την άρνηση της δημοκρατίας, ο θυμός των λαών μεγαλώνει παντού στην Ευρώπη!» ήταν η δήλωση της ηγέτιδας του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία.
Στην Ιταλία, ο τελευταίος πρωθυπουργός που προέκυψε από εκλογές ήταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το 2011 και υπό το βάρος σκανδάλων καθαιρέθηκε για να αναλάβει στη θέση του ο διορισμένος, πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος, Μάριο Μόντι. Ακολούθως, τον Δεκέμβριο του 2012, ο Μόντι παραιτήθηκε οδηγώντας στη χώρα σε εκλογές, με τον νέο πρωθυπουργό να προκύπτει και πάλι από διορισμό, με την κυβέρνηση συνεργασίας Κεντροαριστεράς – Κεντροδεξιάς – Κέντρου να καταλήγει στο πρόσωπο ενός ακόμα τεχνοκράτη, του Ενρίκο Λέτα. Ενάμιση χρόνο αργότερα, ο Λέτα θα παραιτούνταν, για να παραδώσει την κυβέρνηση στον Ματέο Ρέντσι, τον τρίτο κατά σειρά διορισμένο πρωθυπουργό. Ο τελευταίος παρέδωσε τη διακυβέρνηση της χώρας στον Πάολο Τζεντιλόνι, με σκοπό να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση στις εκλογές, όπου και απέτυχε.
Οι τελευταίες εξελίξεις φέρνουν την Ιταλία μπροστά στο ενδεχόμενο νέων εκλογών, καθώς παρότι ο πρόεδρος Ματαρέλα έδωσε την εντολή στον εκλεκτό του ΔΝΤ Κοταρέλλι για τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Οδεύοντας λοιπόν σε εκλογές, είτε άμεσα είτε τον ερχόμενο Σεπτέμβριο όπως εκτιμά μέρος του ιταλικού τύπου, φαίνεται πως η «πυρηνική βόμβα» της Ιταλίας, όχι απλώς δεν εξουδετερώνεται.
Διά χειρός Βρυξελλών και ιταλικού «δημοκρατικού κόσμου» προστίθενται νέες πυρηνικές κεφαλές στο οπλοστάσιο της ακροδεξιάς στη γειτονική χώρα. Και εάν για την μικρή ελληνική οικονομία αρκούσε η αντιπυραυλική ασπίδα που στήθηκε μέσα από την επιβολή τριών μνημονίων, ποιος μπορεί να πει το ίδιο για την ιταλική οικονομία, που μετρά ένα χρέος επτά φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό;