Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι 2% για το 2018 και 2,3% για το 2019, συγκρίνοντας ταυτόχρονα και τα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης της χώρας το έτος 2017, όπου η ανάπτυξη ανήλθε στο 1,3%.

Σημειώνει ότι οι εκτιμήσεις του βασίζονται στο ρυθμό των εξαγωγών τις οποίες θεωρεί «κύριο μοχλό ανάπτυξης», και οι οποίες ωφελούνται από «την αύξηση της εξωτερικής ζήτησης και τη βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα». Επιπλέον, η έκθεση τονίζει ότι  «οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση θα ανακάμψουν, καθώς ανακτάται η εμπιστοσύνη ως συνέπεια της βελτιωμένης δημοσιονομικής αξιοπιστίας. Η πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα, που θα συνεχίσει να υπάρχει, θα περιορίσει τις πιέσεις στις τιμές και τους μισθούς». 

 
Επιπροσθέτως, στην έκθεση γίνεται λόγος για την πορεία των επενδύσεων η οποία, όμως, «παραμένει άστατη και χαμηλή». Ειδικότερα, ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει σημειώσει βελτίωση σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η εμπιστοσύνη που εμπνέει η χώρα λόγω της ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων του προγράμματος από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), όπως αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
 
Ο Οργανισμός προβλέπει ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα αυξηθούν 9,1% το 2018 και 9,4% το 2019 μετά την άνοδό τους κατά 9,7% το προηγούμενο έτος. «Η στήριξη των εγχώριων και ξένων επενδύσεων προϋποθέτει τη διατήρηση πρόσφατων μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση των αγορών προϊόντων, τις υπηρεσίες επαγγελματιών και της ανταγωνιστικότητας. Η εθνική αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης παρέχει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μετά το πρόγραμμα που θα είναι κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής. Περιγράφει δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα και της δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης», υποστήριξε ο ΟΟΣΑ.

Ωστόσο, οι επενδύσεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με την πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, καθώς η ζήτηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς παραμένει συμπιεσμένη, καταλήγει ο ΟΟΣΑ.
 

Πάνω από τους στόχους τα πρωτογενή πλεονάσματα, με αγκάθια

 
Σχετικά με τα πρωτογενή  πλεονάσματα της χώρας, υπογραμμίζει ότι «με τις σημερινές πολιτικές, προβλέπεται να είναι αρκετά πάνω από τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ το 2018, για να υποχωρήσει σε λίγο πάνω από τον στόχο το 2019 στο πλαίσιο της δημοσιονομικής χαλάρωσης», ενώ στη συνέχεια θεωρεί ότι η ενθάρρυνση των ηλεκτρονικών πληρωμών αποτελεί εργαλείο για τη βελτίωση της είσπραξης φόρων και την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Παρ΄όλα αυτά, η έκθεση υποστηρίζει ότι «το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό. Η μείωσή του θα απαιτήσει βιώσιμες αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και πρόσθετη αναδιάρθρωση του χρέους. Η πλήρης εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η διατήρηση της δυναμικής είναι κρίσιμης σημασίας για την ενίσχυση της δίκαιης ανάπτυξης».  
 
 

Ανοιχτό το ενδεχόμενο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών
 

Άξιο αναφοράς είναι ότι ο ΟΟΣΑ αναφερόμενος στα Stress Test των τραπεζών, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ανακεφαλαιοποίησης «κατά περίπτωση», κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για «ένα φάσμα άλλων πληροφοριών» οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν σε περίπτωση υλοποίησης ενός τέτοιου σεναρίου. Ο οργανισμός τονίζει ότι ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων «μειώνεται γρήγορα, αλλά παραμένει υψηλός», ενώ προσθέτει ότι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί συμβάλλουν στη μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών. 
 
 

«Πολλές θέσεις εργασίας είναι προσωρινές ή μερικής απασχόλησης»
 

Η έκθεση προβλέπει την περαιτέρω μείωση της ανεργίας η οποία είχε ανέλθει στο 21,5% το 2017, με ποσοστά της τάξεως του 20,4% για το 2018 και 19,4% το 2019. Ωστόσο, χαρακτηρίζει υποτονική την ιδιωτική κατανάλωση με την αιτιολογία ότι «εν μέρει, επειδή πολλές νέες θέσεις εργασίας είναι μερικής απασχόλησης ή προσωρινές και αμείβονται με τον κατώτατο μισθό», προσθέτοντας ότι προβλέπεται αύξηση κατά 1,1% της ιδιωτικής κατανάλωσης για το 2019, έπειτα από οριακή άνοδο τα δύο προηγούμενα χρόνια. 

Όσον αφορά την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, ο Οργανισμός υποστηρίζει ότι «οι μεταρρυθμίσεις των οικογενειακών επιδομάτων, το σχεδιαζόμενο στεγαστικό επίδομα και τα διευρυμένα σχολικά γεύματα είναι σημαντικά νέα μέτρα για τη μείωση των υψηλών ποσοστών φτώχειας και τη συμπλήρωση του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η διαχείριση της κοινωνικής προστασίας παραμένει περίπλοκη και πρέπει να απλοποιηθεί για να βελτιωθεί η ισότητα και η αποδοτικότητα όσον αφορά το κόστος».

 
Τέλος, η έκθεση καταλήγει ότι η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους «θα μείωνε τις αδυναμίες, θα βελτίωνε την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και θα έδινε ώθηση στη δραστηριότητα», ενώ μία ενδεχόμενη βραδύτητα στην εξυπηρέτηση των κόκκινων δανείων «θα μείωνε την εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις».