του Γιώργου Ρήγα
Ο «Πόλεμος των Έξι Ημερών», ή «Πόλεμος του Ιουνίου», είναι ένα κομβικό σημείο στην ιστορία όχι μόνο της Μέσης Ανατολής, αλλά και του σύγχρονου κόσμου ευρύτερα. Και αυτό γιατί τόσο αυτή καθαυτή η σύρραξη, όσο και τα αποτελέσματα της εξέπληξαν ακόμα και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της. Αν μη τι άλλο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συνθήκες το 1967 ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Ο ψυχρός πόλεμος ήταν στο αποκορύφωμα του και η αμερικανό-ισραηλινή προσέγγιση ήταν πολύ πρόσφατη και άρα αρκετά χαλαρή. Απόδειξη ότι λίγους μήνες μετά τη λήξη του πολέμου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το περίφημο ψήφισμα 242 με τη σύμφωνη γνώμη της Ουάσινγκτον. Το ψήφισμα 242, καίτοι ανεφάρμοστο, καλεί το Ισραήλ να αποχωρήσει από όλα τα εδάφη που κατέλαβε στη διάρκεια των εχθροπραξιών. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες για να φανταστεί κανείς ότι, με τις ισχύουσες ισορροπίες στο διεθνή οργανισμό, ένα ανάλογο ψήφισμα σήμερα δεν θα είχε καμία τύχη απέναντι στην αμερικάνικη αρνησικυρία.
Δεδομένου των τεκτονικών αλλαγών που επέφερε η σύγκρουση έχει σημασία να απαντηθεί αφενός το γιατί έγινε ο πόλεμος, και αφετέρου γιατί διήρκεσε τόσο λίγο ώστε να χαραχθεί στο συλλογικό αραβικό θυμικό ως «Νάκσα», δηλαδή μεγάλη ήττα. Ο πόλεμος ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης έντασης το Μάιο του 1967. Μιας έντασης που εν πολλοίς προκλήθηκε από τον ανταγωνισμό του Νάσερ με τους άλλους Άραβες ηγέτες. Μετά από μια σειρά δημόσιων αντεγκλήσεων όπου, μεταξύ άλλων, ο Νάσερ κατηγορήθηκε ότι «κρύβεται πίσω από τις μπλε φούστες του ΟΗΕ (σ.σ. δυνάμεις κυανόκρανων που στάθμευαν στο Σινά)», ο Αιγύπτιος πρόεδρος σήκωσε το γάντι και απέκλεισε τα στενά του Τιράν ζητώντας παράλληλα από τις δυνάμεις του ΟΗΕ να αποχωρήσουν από τη μεθόριο με το Ισραήλ. Ο Νάσερ, τη στιγμή που τμήμα του στρατού του βάλτωνε στην Υεμένη, ήξερε ότι δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε μια αναμέτρηση με το Ισραήλ. Συνακόλουθα η βασική του ελπίδα ήταν ότι το διεθνές ενδιαφέρον θα του επέτρεπε να προβεί σε διπλωματικές κινήσεις που θα διέσωζαν το γόητρο του. Δυστυχώς για εκείνον οι ισραηλινοί επιτελείς είχαν άλλη άποψη.
Το πρωινό της 5ης Ιουνίου 1967 η ισραηλινή αεροπορία έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο με κωδική ονομασία «Μοκέντ». Με εξαίρεση 12 μαχητικά, που έμειναν πίσω για λόγους ασφαλείας, το σύνολο των 200 περίπου ισραηλινών αεροσκαφών κινήθηκαν προς τη Μεσόγειο για να στρίψουν λίγο αργότερα αριστερά προς την Αίγυπτο. Τα ισραηλινά σμήνη πετώντας σε χαμηλό ύψος, ώστε να μην ανιχνευθούν από τα αιγυπτιακά ραντάρ, πέτυχαν τον απόλυτο αιφνιδιασμό προσεγγίζοντας ανενόχλητα τα αεροδρόμια της αιγυπτιακής αεροπορίας. Μέσα σε τρεις ώρες τα φτερά της Αιγύπτου είχαν μετατραπεί κυριολεκτικά σε άμορφη μεταλλική μάζα. Χωρίς αεροπορική κάλυψη τα τεθωρακισμένα που είχαν αναπτυχθεί στο Σινά άρχισαν να υποχωρούν βιαστικά προς το Σουέζ. Για τα περισσότερα πληρώματα όμως η φυγή ήταν μάταιη καθώς τα οχήματα τους ήταν έκθετα σε ένα ανελέητο σφυροκόπημα από αέρος. Παράλληλα οι Ισραηλινοί προωθήθηκαν σε Δυτική Όχθη και Γκολάν νικώντας κατά κράτος Ιορδανούς και Σύρους αντίστοιχα.
Δίχως αμφιβολία η πρωτοβουλία της ισραηλινής αεροπορίας ήταν το κλειδί της νίκης και γι’ αυτό μέχρι σήμερα ο συγκεκριμένος κλάδος απολαμβάνει ξεχωριστής εκτίμησης από την ισραηλινή κοινωνία. Ωστόσο, αν δει κανείς την ευρύτερη εικόνα, η επίτευξη αεροπορικής υπεροχής (σ.σ. μετά το χτύπημα στην Αίγυπτο οι Ισραηλινοί αναμετρήθηκαν επιτυχώς στους αιθέρες με Σύρους και Ιορδανούς) δεν επαρκεί για να εξηγήσει την ταχύτατη εξολόθρευση των χερσαίων δυνάμεων τόσο της Αιγύπτου, όσο και της Ιορδανίας και της Συρίας. Για δεκαετίες καλλιεργήθηκε σκόπιμα ο μύθος ότι η Μοσάντ είχε καταφέρει να ενθυλακώσει πράκτορες της σε κρίσιμες θέσεις του αιγυπτιακού στρατού. Η αλήθεια όμως για το πώς γνώριζαν οι Ισραηλινοί σε πραγματικό χρόνο τις κινήσεις των αντιπάλων τους μάλλον δεν οφείλεται σε κάποιον Τζέιμς Μποντ.
Η βιογραφία του Μπαράκ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ρίχνει φως στις ειδικές επιχειρήσεις των Ισραηλινών πίσω από τις εχθρικές γραμμές στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Δεδομένου ότι κάθε βιβλίο πρώην υψηλόβαθμου Ισραηλινού αξιωματούχου περνά πρώτα από ειδικό έλεγχο προς αποφυγή διαρροής ευαίσθητων κρατικών μυστικών, οι αποκαλύψεις του Μπαράκ οφείλουν να ιδωθούν ως ημιεπίσημες. Ο Μπαράκ δεν είναι ένας απλός απόστρατος, αντίθετα είναι ο πλέον παρασημοφορημένος Ισραηλινός αξιωματικός κυρίως λόγω της δράσης του στην πιο επίλεκτη μονάδα του Ισραήλ, τη «Σαγιερέτ Ματκάλ». Ο εν λόγω σχηματισμός έγινε ευρύτερα γνωστός από τη δράση του εναντίον αεροπειρατειών. Σε μια επιχείρηση μάλιστα το 1972 στο πλευρό τον Μπαράκ είχε βρεθεί ο σημερινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Αλλά η κύρια δράση της «Σαγιερέτ Ματκάλ», όπως άλλωστε μαρτυρά και η μετάφραση του ονόματος της, ήταν η διεξαγωγή αναγνωριστικών επιχειρήσεων. Ο Μπαράκ ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία και εκπαίδευση μιας ομάδας που αντικειμενικός της σκοπός ήταν η παρείσφρηση σε εχθρικό έδαφος και τοποθέτηση ειδικών συσκευών υποκλοπής σε στύλους επικοινωνίας.
Αρχικά ο Μπαράκ και η ομάδα του δραστηριοποιήθηκε στη Συρία. Αργότερα, και αφού προηγουμένως είχε αποκτηθεί η κατάλληλη εμπειρία και γνώση, η «Σαγιερέτ Ματκάλ» διεξήγαγε επιχειρήσεις βαθιά μέσα στο Σινά. Με αυτό τον τρόπο το 1967 ο ισραηλινός στρατός ήταν σε θέση να έχει μια εξαιρετικά καλή εικόνα για τις κινήσεις των αντιπάλων του και έτσι να καταγάγει μια αστραπιαία νίκη που δεν γκρέμισε απλά τη νασερική εκδοχή του αραβικού εθνικισμού, αλλά επιπλέον έβαλε όλο τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο σε βαθιά περισυλλογή. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας αποτυπώνονται στη χειραφέτηση του παλαιστινιακού κινήματος, την καταφυγή σε αεροπειρατείες και άλλες εντυπωσιακές επιθετικές ενέργειες, την πολιτική αλλαγή στο Ιράν και γενικά την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ.
Το Ισραήλ μπορεί με την εντυπωσιακή του νίκη να κατοχύρωσε τη θέση του στον παγκόσμιο χάρτη, αλλά ωστόσο δεν επίλυσε τη στρατηγική του διαμάχη με Παλαιστίνιους και Άραβες. Η δύναμη του ξίφους ποτέ δεν είναι αρκετή, κάτι που μεταξύ άλλων κατάλαβαν και οι βασικοί αρχιτέκτονες της επικράτησης του 1967. Μπορεί η ισραηλινή ηγεσία ακόμη να μην έχει βρει το θάρρος να κάνει τις υποχωρήσεις που θα δώσουν μια ουσιαστική ώθηση στην ειρηνευτική διαδικασία, αλλά δεν είναι τυχαίο πως οι πιο σοβαρές ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν από τον Μπαράκ το 2000 και τον Ράμπιν το 1993. Για την ιστορία, ο Γιτζάκ Ράμπιν ήταν επικεφαλής του ισραηλινού γενικού επιτελείου το 1967.