Σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν πολλές πλευρές, με αντικρουόμενα συμφέροντα. Οι δανειστές θέλουν τα λεφτά τους και τους τόκους τους. Αν χρειαστεί να ψοφήσει καμιά γριά που δεν έχει να πληρώσει για φάρμακα, δεν τους ενδιαφέρει, δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, δανειστές είναι. Ας τα παίρνατε από αλλού, λένε. Στο κάτω κάτω, ολίγη εξαθλίωση δημιουργεί και παράδειγμα προς αποφυγήν για όσους ορέγονται κι εκείνοι κούρεμα του χρέους τους. Οι πολιτικοί μας απ’ την άλλη, θέλαν δανεικό χρήμα για να το σκορπάνε προκειμένου να ταΐζουν το πορτοφόλι τους, τη ματαιοδοξία τους και την πελατεία τους, κάνοντας κουμάντο με χρήματα άλλων. Στη συγκεκριμένη συγκυρία ωστόσο η εντονότερη κάψα τους είναι να μη σκάσει η βόμβα στα χέρια τους, να μη φορτωθούν αυτοί τη χρεοκοπία. Να σκάσει λίγο αργότερα, λίγο παραδίπλα. Αν κερδίζουν χρόνο με μέτρα απάνθρωπα χωρίς προοπτική, αυτό τους φτάνει. Εξ ου και μας είπαν λεπτομερώς τι θα γίνει αν δεν ψηφιστεί το μνημόνιο, αλλά κανείς δεν τους πιστεύει ότι η βόμβα δεν θα σκάσει επειδή ψηφίστηκε. Σε λίγο θα μας ξανασώζουν με τα ίδια επιχειρήματα. Κι αυτό λογικό. Προφανώς αυτοί είναι οι υπολογισμοί τους. Διαλύουν το κοινωνικό κράτος γιατί έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 5δις και ισχυρίζονται ότι θα πεθάνουμε χωρίς δανεικά χρήματα, ακόμη και αν όρος για να τα πάρουμε είναι να πηγαίνουν στην αποπληρωμή άλλων δανεικών. Όσο για τους υπόλοιπους πολίτες, με λίγο μαγείρεμα στο εκλογικό σύστημα, αρκετή απάθεια, φόβο, εθελοδουλεία, και μια γερή δόση διαπλεκόμενης προπαγάνδας, αυτοί φαίνεται ότι μπορούν σε ικανοποιητικό βαθμό να εξαπατώνται και να ψηφίζουν τα κόμματα που τους ξεζουμίζουν, χωρίς σοβαρές απώλειες. Ή έστω μπορούσαν. Όταν κάποτε γίνουν εκλογές, θα δούμε πού βρισκόμαστε τώρα.
Οι διαπραγματεύσεις αφορούν αυτές τις τρεις πλευρές, τους ξένους δανειστές, τους Έλληνες πολιτικούς και τον λαουτζίκο. Ο τελευταίος, όμως, απουσιάζει από το τραπέζι. Η θεωρητική (μα τελείως θεωρητική) ιδέα ότι εκπροσωπείται από τους βουλευτές που εξέλεξε, παύει να ισχύει στο βαθμό που ζούμε μια ιδιότυπη συνθήκη όπου ο πρωθυπουργός είναι μια ρομποτική φιγούρα τραπεζίτη στην καλύτερη περίπτωση άγνωστη, στη χειρότερη συνδεδεμένη με την αμαρτωλή περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη. Δεν τον εξέλεξε κανείς ψηφοφόρος. Με αυτή τη σύνθεση στις «διαπραγματεύσεις» ευλόγως καταλήγουμε σε μέτρα που θίγουν τα συμφέροντα των χαμηλόμισθων. Γιατί τις αποφάσεις τις παίρνουν οι άλλοι δύο παίκτες. Ο Βενιζέλος, που γαυγίζει σαν τον Πατακό και μας κάνει μαθήματα πολιτικής ηθικής, και μαζί όλος ο συρφετός των χαλέδων που εξέθρεψαν το πελατειακό κράτος και τώρα ηθικολογούν λες και φταίω εγώ που είναι διεφθαρμένοι, αυτοί αναλαμβάνουν να «διαπραγματευτούν» με τους τοκογλύφους. Ποιον άλλον θα υπερασπιστούν, από το κομματικό τους μαγαζί; Από τις διαπραγματεύσεις απουσιάζει ο λαουτζίκος, και είναι γνωστό πως όταν κάποιος λείπει στη μοιρασιά, θα την πατήσει. Ο λαός την έχει πατήσει. Διότι όταν οι πολιτικοί μας πρέπει να εξοικονομήσουν χρήματα, τα παίρνουν από αυτόν που δεν έχει φωνή, αυτόν που δεν ακούγεται.
Η πλατεία Συντάγματος λοιπόν συμβολίζει για μένα πρώτα απ’ όλα τη φωνή αυτής της πλευράς. Είναι η μοναδική πιθανότητα να κατορθώσει ο κόσμος να εισαγάγει μία ακόμη παράμετρο στη διελκυστίνδα των πλευρών που θέλουν όλοι να διασφαλίσουν τα προνόμιά τους. Δεν ήμουν ποτέ από κείνους που ισχυρίζονται ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο. Στην προκειμένη περίπτωση ο λαός δεν είναι ούτε σοφός ούτε φορέας κάποιας αλήθειας. Απλώς που η ελπίδα του να μην πέσει όλο το βάρος στους ώμους του, εξαρτάται μόνο από τη σωματική παρουσία του στις πλατείες της χώρας. Θα υποστεί τα πάνδεινα, εκτός αν αποκτήσει φωνή. Εκτός και αν, όπως την Κυριακή, όπως πέρσι το καλοκαίρι, κάνει αισθητή την παρουσία του. Σε αυτήν την περίπτωση, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα χρειαστεί να βάλουμε και τρίτη καρέκλα. Αυτό θα γίνει μόνο αν την ώρα των «διαπραγματεύσεων» ξέρουν όλες οι πλευρές ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα βρίσκονται στον δρόμο και θα υπερασπίζονται το ψωμί τους.
Αν κάτι λοιπόν έχει νόημα πολιτικά αυτή τη στιγμή, είναι μόνο η εμφάνιση του πλήθους στο προσκήνιο. Στο πλαίσιο της διεφθαρμένης και δυσλειτουργικής δημοκρατίας που ζούμε, αυτό δεν γίνεται δια της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, οι πολιτικοί μας έχουν εξάλλου αποκτήσει αλλεργία στις εκλογές, το λένε πια δίχως ντροπή. Η μόνη ελπίδα είναι ο κόσμος που μαζεύτηκε χθες στο Σύνταγμα, με τσαγανό και πείσμα, χωρίς να φεύγει, παρά τα δακρυγόνα. Και μάλιστα αν κάτι μας άφησε ως παρακαταθήκη η εμπειρία των Αγανακτισμένων της χρονιάς που πέρασε, είναι ότι ο κόσμος δεν διαλύεται με τα δακρυγόνα. Το χαρτί της κυβέρνησης είναι να δημιουργείται πάντα η εντύπωση ότι στις πορείες πηγαίνουν χαπακωμένοι εμπρηστές. Ας βάζει τα δυνατά της να μας πείσει η κυβέρνηση και οι νοσταλγοί της Μαρφίν ότι έχουν απέναντί τους έξαλλους πυρομανείς. Όσοι βλέπουν τις πορείες από τις τηλεοράσεις μπορούν να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Πάντα η δουλειά της τηλεόρασης ήταν να αγνοεί τα πλήθη και να συζητά τα επεισόδια. Αργά ή γρήγορα η κυβέρνηση όμως θα έρθει αντιμέτωπη με το ότι δεν μπορείς να ζητήσεις από τον άλλον να συναινέσει στην απώλεια των μέσων της ζωής του. Στο μεταξύ, ο μόνος που μπορεί να σταματήσει αυτά τα τόσο άδικα μέτρα, είναι τα ίδια τα θύματά τους, κανείς άλλος. Εύχομαι ο κόσμος που θα σταθεί απέναντι στην κυβέρνηση να είναι σαν τον κόσμο της Κυριακής: ολοένα και περισσότερος, ολοένα και πιο πεισματάρης.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν πολλές πλευρές, με αντικρουόμενα συμφέροντα. Οι δανειστές θέλουν τα λεφτά τους και τους τόκους τους. Αν χρειαστεί να ψοφήσει καμιά γριά που δεν έχει να πληρώσει για φάρμακα, δεν τους ενδιαφέρει, δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, δανειστές είναι. Ας τα παίρνατε από αλλού, λένε. Στο κάτω κάτω, ολίγη εξαθλίωση δημιουργεί και παράδειγμα προς αποφυγήν για όσους ορέγονται κι εκείνοι κούρεμα του χρέους τους. Οι πολιτικοί μας απ’ την άλλη, θέλαν δανεικό χρήμα για να το σκορπάνε προκειμένου να ταΐζουν το πορτοφόλι τους, τη ματαιοδοξία τους και την πελατεία τους, κάνοντας κουμάντο με χρήματα άλλων. Στη συγκεκριμένη συγκυρία ωστόσο η εντονότερη κάψα τους είναι να μη σκάσει η βόμβα στα χέρια τους, να μη φορτωθούν αυτοί τη χρεοκοπία. Να σκάσει λίγο αργότερα, λίγο παραδίπλα. Αν κερδίζουν χρόνο με μέτρα απάνθρωπα χωρίς προοπτική, αυτό τους φτάνει. Εξ ου και μας είπαν λεπτομερώς τι θα γίνει αν δεν ψηφιστεί το μνημόνιο, αλλά κανείς δεν τους πιστεύει ότι η βόμβα δεν θα σκάσει επειδή ψηφίστηκε. Σε λίγο θα μας ξανασώζουν με τα ίδια επιχειρήματα. Κι αυτό λογικό. Προφανώς αυτοί είναι οι υπολογισμοί τους. Διαλύουν το κοινωνικό κράτος γιατί έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 5δις και ισχυρίζονται ότι θα πεθάνουμε χωρίς δανεικά χρήματα, ακόμη και αν όρος για να τα πάρουμε είναι να πηγαίνουν στην αποπληρωμή άλλων δανεικών. Όσο για τους υπόλοιπους πολίτες, με λίγο μαγείρεμα στο εκλογικό σύστημα, αρκετή απάθεια, φόβο, εθελοδουλεία, και μια γερή δόση διαπλεκόμενης προπαγάνδας, αυτοί φαίνεται ότι μπορούν σε ικανοποιητικό βαθμό να εξαπατώνται και να ψηφίζουν τα κόμματα που τους ξεζουμίζουν, χωρίς σοβαρές απώλειες. Ή έστω μπορούσαν. Όταν κάποτε γίνουν εκλογές, θα δούμε πού βρισκόμαστε τώρα.
Οι διαπραγματεύσεις αφορούν αυτές τις τρεις πλευρές, τους ξένους δανειστές, τους Έλληνες πολιτικούς και τον λαουτζίκο. Ο τελευταίος, όμως, απουσιάζει από το τραπέζι. Η θεωρητική (μα τελείως θεωρητική) ιδέα ότι εκπροσωπείται από τους βουλευτές που εξέλεξε, παύει να ισχύει στο βαθμό που ζούμε μια ιδιότυπη συνθήκη όπου ο πρωθυπουργός είναι μια ρομποτική φιγούρα τραπεζίτη στην καλύτερη περίπτωση άγνωστη, στη χειρότερη συνδεδεμένη με την αμαρτωλή περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη. Δεν τον εξέλεξε κανείς ψηφοφόρος. Με αυτή τη σύνθεση στις «διαπραγματεύσεις» ευλόγως καταλήγουμε σε μέτρα που θίγουν τα συμφέροντα των χαμηλόμισθων. Γιατί τις αποφάσεις τις παίρνουν οι άλλοι δύο παίκτες. Ο Βενιζέλος, που γαυγίζει σαν τον Πατακό και μας κάνει μαθήματα πολιτικής ηθικής, και μαζί όλος ο συρφετός των χαλέδων που εξέθρεψαν το πελατειακό κράτος και τώρα ηθικολογούν λες και φταίω εγώ που είναι διεφθαρμένοι, αυτοί αναλαμβάνουν να «διαπραγματευτούν» με τους τοκογλύφους. Ποιον άλλον θα υπερασπιστούν, από το κομματικό τους μαγαζί; Από τις διαπραγματεύσεις απουσιάζει ο λαουτζίκος, και είναι γνωστό πως όταν κάποιος λείπει στη μοιρασιά, θα την πατήσει. Ο λαός την έχει πατήσει. Διότι όταν οι πολιτικοί μας πρέπει να εξοικονομήσουν χρήματα, τα παίρνουν από αυτόν που δεν έχει φωνή, αυτόν που δεν ακούγεται.
Η πλατεία Συντάγματος λοιπόν συμβολίζει για μένα πρώτα απ’ όλα τη φωνή αυτής της πλευράς. Είναι η μοναδική πιθανότητα να κατορθώσει ο κόσμος να εισαγάγει μία ακόμη παράμετρο στη διελκυστίνδα των πλευρών που θέλουν όλοι να διασφαλίσουν τα προνόμιά τους. Δεν ήμουν ποτέ από κείνους που ισχυρίζονται ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο. Στην προκειμένη περίπτωση ο λαός δεν είναι ούτε σοφός ούτε φορέας κάποιας αλήθειας. Απλώς που η ελπίδα του να μην πέσει όλο το βάρος στους ώμους του, εξαρτάται μόνο από τη σωματική παρουσία του στις πλατείες της χώρας. Θα υποστεί τα πάνδεινα, εκτός αν αποκτήσει φωνή. Εκτός και αν, όπως την Κυριακή, όπως πέρσι το καλοκαίρι, κάνει αισθητή την παρουσία του. Σε αυτήν την περίπτωση, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα χρειαστεί να βάλουμε και τρίτη καρέκλα. Αυτό θα γίνει μόνο αν την ώρα των «διαπραγματεύσεων» ξέρουν όλες οι πλευρές ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα βρίσκονται στον δρόμο και θα υπερασπίζονται το ψωμί τους.
Αν κάτι λοιπόν έχει νόημα πολιτικά αυτή τη στιγμή, είναι μόνο η εμφάνιση του πλήθους στο προσκήνιο. Στο πλαίσιο της διεφθαρμένης και δυσλειτουργικής δημοκρατίας που ζούμε, αυτό δεν γίνεται δια της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, οι πολιτικοί μας έχουν εξάλλου αποκτήσει αλλεργία στις εκλογές, το λένε πια δίχως ντροπή. Η μόνη ελπίδα είναι ο κόσμος που μαζεύτηκε χθες στο Σύνταγμα, με τσαγανό και πείσμα, χωρίς να φεύγει, παρά τα δακρυγόνα. Και μάλιστα αν κάτι μας άφησε ως παρακαταθήκη η εμπειρία των Αγανακτισμένων της χρονιάς που πέρασε, είναι ότι ο κόσμος δεν διαλύεται με τα δακρυγόνα. Το χαρτί της κυβέρνησης είναι να δημιουργείται πάντα η εντύπωση ότι στις πορείες πηγαίνουν χαπακωμένοι εμπρηστές. Ας βάζει τα δυνατά της να μας πείσει η κυβέρνηση και οι νοσταλγοί της Μαρφίν ότι έχουν απέναντί τους έξαλλους πυρομανείς. Όσοι βλέπουν τις πορείες από τις τηλεοράσεις μπορούν να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Πάντα η δουλειά της τηλεόρασης ήταν να αγνοεί τα πλήθη και να συζητά τα επεισόδια. Αργά ή γρήγορα η κυβέρνηση όμως θα έρθει αντιμέτωπη με το ότι δεν μπορείς να ζητήσεις από τον άλλον να συναινέσει στην απώλεια των μέσων της ζωής του. Στο μεταξύ, ο μόνος που μπορεί να σταματήσει αυτά τα τόσο άδικα μέτρα, είναι τα ίδια τα θύματά τους, κανείς άλλος. Εύχομαι ο κόσμος που θα σταθεί απέναντι στην κυβέρνηση να είναι σαν τον κόσμο της Κυριακής: ολοένα και περισσότερος, ολοένα και πιο πεισματάρης.