Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο Ν. Κοτζιάς ρωτήθηκε για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, μετά την απέλαση των δύο Ρώσων διπλωματών, οι οποίοι κατηγορήθηκαν από την κυβέρνηση για το ότι προσπάθησαν να επηρεάσουν αρνητικά τη συμφωνία των Πρεσπών ανάμεσα σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ για την ονομασία της γειτονικής χώρας, που παράλληλα, θα ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη της σε ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση. Υποστήριξε ότι η Αθήνα δεν θα δεχθεί επέμβαση της Μόσχας σχετικά με τα εθνικά της συμφέροντα.
«Κριτήριο στην πολιτική μας είναι τα εθνικά μας συμφέροντα. Η Ρωσία πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να ασεβεί ως προς τα εθνικά συμφέροντα άλλου κράτους επειδή νιώθει ισχυρότερη απέναντί του. Μια τέτοια στάση δεν θα την αποδεχτούμε, και το έχουμε αποδείξει, ούτε από τη Δύση ούτε από την Ανατολή.
Από την άλλη, πρέπει να σας πω ότι περισσότερο με ενδιαφέρουν οι εσωτερικές αντιδράσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη αυτά τα συμφέροντα. Όταν έθεσα ζήτημα απομάκρυνσης των κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο, με κατηγόρησαν και με προέτρεπαν να δείξω κατανόηση στις απαιτήσεις της Τουρκίας να διατηρήσει κατοχικά στρατεύματα στη μεγαλόνησο.
Όταν θέλησα να λύσω το πρόβλημα του ονοματολογικού και κατά συνέπεια να βάλω τέρμα στις βλέψεις τρίτων στην περιοχή -και πριν από όλα στους ισλαμιστές-, με κατηγόρησαν ψευδόμενοι ότι παρέδιδα την ελληνική Μακεδονία. Τώρα, με εγκαλούν να δείξω ανεκτικότητα σε κατασκοπευτικές δράσεις τρίτων στη χώρα. Όλοι αυτοί που λένε τα πιο πάνω, παριστάνουν τους υπερπατριώτες, ενώ στην πραγματικότητα είναι προσκυνημένοι».
Βλέπει ρητορική μίσους από ΝΔ και VMRO
Αναφερόμενος στην στάση που τηρούν απέναντι στην ονομασία των Πρεσπών η Νέα Δημοκρατία στην Ελλάδα και το εθνικιστικό VMRO στην ΠΓΔΜ, ο Ν. Κοτζιάς έκανε λόγο για ρητορική μίσους, αδυνατώντας να αντιληφθούν τα όσα προσφέρει η συμφωνία στις δύο χώρες.
«Η αντιπολίτευση στις δύο χώρες είναι αντιπολίτευση που χρησιμοποιεί από κοινού ρητορική μίσους. Καλλιεργούν το πολιτικό μίσος σε όλες του τις διαστάσεις: τόσο στο εσωτερικό όσο και για τις διακρατικές σχέσεις. Η Ν.Δ. απορρίπτει τη Συμφωνία με το επιχείρημα ότι τα παραδώσαμε όλα στα Σκόπια.
Ο Ιβάνοφ και το κόμμα του δεν επικυρώνουν τη Συμφωνία διότι τάχα με αυτήν υποτάσσεται η χώρα του στην Ελλάδα. Αν τα συνδυάσει κανείς, μπορεί εύκολα να καταλήξει ότι πρόκειται και στις δύο χώρες για κόμματα που θρέφονται από αυτή τη ρητορική, από τη μη λύση των προβλημάτων, από την αδράνεια.
Δεν έχουν καταλάβει τίποτα από την ιστορία, από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή• ενώ δεν κατανοούν ως προς τη Συμφωνία ούτε μία παράγραφο από το διεθνές δίκαιο. Εντέλει, βέβαια, δεν με ανησυχεί η διαφωνία επί της Συμφωνίας. Από μια σκοπιά, φυσιολογικό. Με ανησυχεί το πού θα οδηγήσει τη χώρα η διάδοση και η νομιμοποίηση ακροδεξιάς ρητορικής μίσους».
«Να μελετήσουν τη συμφωνία οι πολίτες»
Παράλληλα, κάλεσε τους πολίτες των χώρων που διαφωνούν με τη συμφωνία, να τη μελετήσουν και να παρακολουθήσουν αν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της εθνικής τους κυριαρχίας, ενώ έκανε λόγο για παραπληροφόρηση πολιτών.
«Να διαβάσουν, να μελετήσουν καλύτερα τη Συμφωνία. Να ακούσουν και την άλλη γνώμη. Να παρακολουθήσουν πρακτικά αν οι κίνδυνοι που επικαλείται τμήμα της αντιπολίτευσης είναι πραγματικοί. Επί παραδείγματι, μου έλεγε μια κυρία ότι παραδίνουμε με τη συμφωνία τη Θεσσαλονίκη ως νέα πρωτεύουσα στους Σκοπιανούς. Όπως λέει και ο λαός μας, το ψέμα και η απάτη έχουν κοντά ποδάρια.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συντριπτική πλειονότητα των ιστορικών που ασχολούνται με το «Μακεδονικό», αντίστοιχα των καθ’ ύλην αρμόδιων καθηγητών διεθνούς δικαίου, δημόσιου και ιδιωτικού, καθώς και των διπλωματών και ειδικών εμπειρογνωμόνων, στηρίζουν τη Συμφωνία. Αυτό φάνηκε και την Πέμπτη στο συνέδριο που κάναμε στο υπουργείο για τις νομικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών».
«Δύσκολος γείτονας η Τουρκία»
Ερωτηθείς για την Τουρκία και το κλίμα που διαμορφώνεται εκεί μετά την πρόσφατη νίκη του Ερντογάν, αλλά και την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται επί μήνες στην Ανδριανούπολη, ο υπουργός Εξωτερικών υποστήριξε πως η Τουρκία είναι ένας δύσκολος γείτονας, αλλά η πολιτική της ηγεσία έχει τη στήριξη του λαού.
«Η Τουρκία είναι ένας δύσκολος γείτονας. Η πολιτική ηγεσία της, νευρική και με διαθέσεις αναθεωρητισμού. Ταυτόχρονα αποδείχτηκε ότι αντέχει στο διάβα του χρόνου και είναι για τον λαό της χαρισματική. Δεν είμαι προφήτης για να σας πω πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις μας μαζί της, μπορώ, όμως, να σας πω τι πρέπει να γίνει ώστε αυτές να μην εξελιχθούν επιπλέον αρνητικά. Νομίζω θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι σειρά προβλημάτων που έχουμε μαζί τους θα πρέπει να λυθούν στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Ότι είναι απαραίτητη η ειρηνική ανάπτυξη των σχέσεών μας και η εγκατάλειψη κάθε είδους προκλήσεων, όπως, επίσης, η παραπέρα ανάπτυξη των οικονομικών-κοινωνικών σχέσεων προς όφελος των λαών μας. Πριν απ’ όλα, θα πρέπει να λυθεί το Κυπριακό στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ και να φύγουν τα κατοχικά στρατεύματα. Να πάψουν να ονειρεύονται οι γείτονές μας τα νησιά του Αιγαίου και να κατανοήσουν ότι η ελληνική μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης αβγάτισε σε αντίθεση με όσα έκαναν οι Τούρκοι σε βάρος της ομογένειας. Τέλος, αλλά μεγάλης σημασίας, και συμβολικής, η Τουρκία οφείλει άμεσα να απελευθερώσει τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς».