Η Αργυρώ Μουστάκα Βρεττού, μέλος της συγγραφικής ομάδας της Ανασκόπησης, περιγράφει την εμπειρία της μετά τις φονικές πυρκαγιές της 23ης Ιουλίου στην Ανατολική Αττική, όταν και έχασε την πρώτη κατοικία της. Ένα κείμενο που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Η επιστροφή στην (αντι)κανονικότητα», ίσως περιγράφει τα όσα σκέφτονται και βιώνουν αυτοί που έχασαν ανθρώπους και περιουσίες. Σκέψεις για το πως προσαρμόζεται κάποιος στην καθημερινότητα μετά την τραγωδία και μια κλεφτή ματιά στο μέλλον.
Nikos Libertas / SOOC
Η Αργυρώ δεν είναι η μόνη που έζησε τις συνέπειες από αυτή την καταστροφή αλλά μας έδωσε την ευκαιρία να δημοσιεύσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα που ίσως βίωσαν πολλοί άνθρωποι με ή χωρίς οικογένειες. Στο ραδιόφωνο του TPP στις 27 Ιουλίου, περιέγραψε την κατάσταση στην περιοχή την ώρα που ξέσπασε η πυρκαγιά, μιλώντας για γονείς που προσπαθούσαν να χαμογελάνε για να σβήσουν το φόβο από τα μάτια των παιδιών τους.
Διαβάζοντας το κείμενο πολλές φορές δεν μπορούσαμε να σταθούμε σε κάτι συγκεκριμένο, επομένως αποφασίσαμε να παραθέσουμε το τέλος του με τις ευχές της Αργυρώς: Μακάρι αυτό το κείμενο να σας βρει σε παραλίες. Να σας βρει στα όμορφα σπίτια σας. Να σας βρει σε διακοπές. Μακάρι τέτοιο κακό να μη ξαναγίνει. Μακάρι όλοι κάποτε να βρούμε το σπίτι μας. Και τον εαυτό μας. Και λίγη ηρεμία στην ψυχή.
«Ξαφνικά νομίζω ότι βρίσκοντας ένα σπίτι θα είναι πάλι όλα καλά. Δε θα είναι. Θα είναι;»
Κάθε πρωί που ξυπνάω μου παίρνει ολοένα και λιγότερα δευτερόλεπτα να αντιληφθώ που είμαι. Στεναχωριέμαι που ξεσυνηθίζω το σπίτι. Το κομοδίνο που είχα το χάπι για το θυρεοειδή. Την κουρτίνα που άνοιγα για να μπει ο ήλιος.
Είχα μία ράγα με ρούχα που είχα τα προσωρινά, τα ρούχα της χοντρής. Και τα είχα ανά χρώμα και κατηγορία θηλαστικού, σκοπεύοντας να αδυνατίσω μέχρι το φθινόπωρο. Σκούρα ρούχα για φάλαινες, επόμενο στάδιο εμπριμέ για αγελάδες, μαύρα για νταρντάνες και τσουπ, στο τέλος με περίμενε ένα τζιν παντελόνι που εντάξει, δε θα έμπαινα ποτέ, αλλά το είχα εκεί σαν στόχο.
Σκέφτομαι τη γατούλα που κάθε πρωί για να με ξυπνήσει μου δάγκωνε τα μαλλιά. Κι εκείνο το τελευταίο πρωινό, εγώ είχα ξυπνήσει από εφιάλτη ότι έφτυνα τα δόντια μου και άνοιξα τα μάτια μου και εκείνη προσπαθούσε να μου δαγκώσει τη μύτη. Και θυμάμαι την κατέβασα από το κρεβάτι νευριασμένη. Και νιώθω τύψεις και γι' αυτό.
Σήμερα στο Μάτι θα είχαμε χαρές. Ο κόσμος θα πήγαινε στην Εκκλησία, οι δρόμοι θα ήταν γεμάτοι με οικογένειες με καροτσάκια, παιδιά να παίζουν στο λιμάνι, όλα τα μικρά καφέ και ουζερί γεμάτα, μποτιλιαρίσματα στην Κύπρου, φωνές, κόρνες, γέλια, ζωή.
Κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά διασχίζω τη Μαραθώνος. Η πινακίδα που λέει αριστερά Μάτι έχει καεί, δεν την ξεχωρίζω πια. Έχουν ξηλώσει κι όλα τα καμμένα πεύκα και ξαφνικά βλέπεις τη θάλασσα μέσα από τις στάχτες, δεν αναγνωρίζω τη στροφή που με πήγαινε στο σπίτι μου. Κάθε πρωί, λίγα μέτρα αφού τελειώσει η Αγία Μαρίνα, είναι εκείνο το σημείο που σταματάει το πράσινο και τα πεύκα που σχεδόν προσπαθούν να σμίξουν πάνω από τη Μαραθώνος και αρχίζει η μαυρίλα. Η καταστροφή. Κάθε πρωί αρχίζω και κλαίω και συνήθως σταματάω στα μισά της Αττικής Οδού, από ένα τηλεφώνημα. Και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Το ότι κάθε πρωί το ξαναζώ από την αρχή, κάθε φορά με άλλη ιστορία να θυμάμαι, κάθε φορά με άλλο θύμα να θρηνώ, ή που νομοτελειακά γύρω στον Νοέμβριο θα κάνω την ίδια διαδρομή και ίσως βιάζομαι, ίσως είμαι αγχωμένη και κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χιλιομέτρων των παραπλήσιων καμμένων, εγώ ξεχάσω να θυμηθώ, επειδή 'η ζωή συνεχίζεται';
Όλη η ζωή σε pause, ένα τεράστιο stand by, που η γραφειοκρατία από τη μια σε κρατάει σε εγρήγορση από την άλλη δε σε αφήνει να διαχειριστείς την απώλεια όπως πρέπει. Και τι να πρωτοδιαχειριστείς; Την τραγωδία των τόσων αδικοχαμένων ανθρώπων; Τα παιδάκια που δε προλάβανε να ζήσουν; Τους παππούδες και τις γιαγιάδες που πέθαναν αβοήθητοι; Τι να πρωτοδιαχειριστώ, ότι λίγα δευτερόλεπτα ίσως και λεπτό ήταν αυτό που έσωσε τη ζωή των δικών μου ανθρώπων; Σωστές αποφάσεις την πιο κρίσιμη ώρα. Μη στρίψουμε αριστερά, όχι στη θάλασσα, πάμε στον δρόμο, να μην ακολουθήσουμε τον καπνό, να πάμε μέσα στη φωτιά. Εκείνη τη μέρα εγώ θα έπρεπε να είμαι σπίτι. Και φοβάμαι ότι αντανακλαστικά θα είχα στρίψει αριστερά. Προς τη θάλασσα. Την ίδια ώρα που μαινόταν ο λυσσασμένος άνεμος και η φωτιά κατέβαινε σαν λαίλαπα και σκόρπιζε τριγύρω θάνατο.
Και λες, ζω, ωραία; Είμαι τυχερή, απλά έχασα το σπίτι μου. Τώρα κάτι πρέπει να κάνω με τη ζωή αυτή. Δε μπορεί να είναι η ίδια με όπως ήταν και μέχρι Κυριακή 22 Ιουλίου 2018. Να το φιλοσοφήσω λίγο, να ηρεμήσω λίγο, γιατί, λίγες μέρες πριν έγινα σαράντα και ήδη είχε ξεκινήσει μία αλλαγή, ένα πάρτο αλλιώς, ένα ηρέμησε. Να μπορέσω να γίνω καλύτερος άνθρωπος, κάθε δευτερόλεπτο να το κάνω να αξίζει, να αγαπάω περισσότερο, να θυμώνω λιγότερο, να λέω πιο συχνά το δε γαμιέται, να ξαπλώνω το βράδυ και να λέω ευχαριστώ που και σήμερα είμαι καλά και μπόρεσα να κάνω τα παιδιά μου να γελάσουν, είδα φίλους, είχα φαγητό στο τραπέζι, δεν ξέρω.
Και συν τοις άλλοις, γλιτώνεις από τέτοια φρίκη… Δεν ξεχνιέται αυτό κι ούτε πρέπει να ξεχαστεί: Συνεχίζεις σαν να μην τρέχει τίποτα γιατί ο χρόνος τα πάντα τα σκεπάζει; Αφήνεις τον Δήμαρχο που βγήκε με 62% από την πρώτη Κυριακή να ξαναγυρνάει σαν την τρελή να τάζει δρόμους και μαρίνες και καζίνα; Όλα έχουν ειπωθεί αυτές τις μέρες. Τόσα που ολονών οι φωνές άρχισαν να κάνουν θόρυβο και πια δεν ήξερα τι είναι σωστό και λάθος, παρά μόνο ότι δε γίνεται να είσαι ο δήμαρχος να έρχεσαι Τρίτη βράδυ από Μύκονο μέσα στην τρελή χαρά και να κάνεις χιούμορ μπροστά στις κάμερες. Και να λες ψέματα ότι κάηκε και το δικό σου σπίτι. Όχι δε γίνεται. Και να σου ζητάνε να παραιτηθείς και να λες εγώ δεν πάω πουθενά. Δε γίνεται ο Ψινάκης να είναι απλά ένα ανέκδοτο ένα κοίτα να δεις κάτι ανθρώπους, δε γίνεται να συνεχίζουν να εκλέγονται βεντέτες της τηλεόρασης που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα και απλά χειροτερεύουν το σύμπαν με την ύπαρξή τους.
Αυτές τις βδομάδες, ως “πυρόπληκτη”, έχω δει τα δύο αληθινά πρόσωπα της κοινωνίας. Τους ανθρώπους που έσπευσαν να μας ρωτήσουν, τι θέλετε;Φαγητό, ρούχα, λεφτά, αγκαλιά; Μιλήστε. Και κάποιους δεν τους γνώριζα καν. Και τους άλλους, κάποιους που λογάριαζα για φίλους και δεν μπήκανε καν στον κόπο να πάρουν ένα τηλέφωνο απλό.
Πόσους να ευχαριστήσω; Τον Ηλία, τον Ανδρέα, τη Μαργαρίτα, την Άννα Μαρία, τον Δημήτρη, τη Μελίνα, την Μαρίνα, την Άννα, τη Νικολέττα, τη Ρένα, όλους όλους.. να 'χα τη δύναμη έναν προς έναν να σας πιάσω, γνωστούς και άγνωστους, φίλους και παρέες, να σας πω ότι ξέρεις τι; Μόνο που με ρωτάς τι θέλω, μου φτάνει εμένα. Και δε θέλω τίποτα. Γιατί αυτό που θέλω δε γίνεται. Δεν έχω Ντελόριαν να πάω πίσω στον χρόνο. Δεν έχω καν απαντήσεις για την τόση αδικία.
Περιμένοντας τα επιδόματα για να μπορέσω να φτιάξω ένα απλό σκηνικό σπιτιού, κάθε μέρα πάμε από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας το κατάλληλο οικονομικά. Δε μπορείτε να φανταστείτε τι έχουν δει τα μάτια μου. Κυρίες χαμογελαστές που λένε θα σου κάνω κι έκπτωση κι αφού δίνεις προκαταβολή και πας κι ένα κρεβάτι που σου χάρισαν σου λένε έλα πάρε πίσω τα λεφτά και τα έπιπλα, γιατί; Για “προσωπικούς λόγους”. Σπίτια κοτέτσια που τα δίνουν ξαφνικά πεντακόσια ευρώ. Ιδιοκτήτες που λένε ανερυθρίαστα ενώ σε ξεναγούν στο σπίτι τους, γεμάτο από παιχνίδια και ρουχαλάκια μικρών κοριτσιών ότι “τους έκανα έξωση, τους έκοψα ρεύμα και νερό γιατί καθυστέρησαν να μου δώσουν ΕΝΑ νοίκι”. Κι εμβρόντητη να συνεχίζεις να ακούς και πώς λέγανε τους προηγούμενους και που δουλεύανε. Στοχοποίηση κανονική Δύο στα δύο αυτά που σας λέω. Ιδιοκτήτες που αλλάξανε κλειδαριές και διέκοψαν την παροχή νερού σε οικογένειες με παιδιά. Δηλαδή και τέλειο να ήταν το σπίτι, ποιος μένει σε ιδιοκτήτη που είναι ο ορισμός του φασίστα;
Όσο περνάνε οι μέρες και συνηθίζω στο να μη ξυπνάω στο σπίτι μου, όσο σχολάω και συνειδητοποιώ ότι σήμερα δε θα πάμε τα παιδιά για γρήγορη βουτιά στο λιμάνι, ότι στο λιμάνι μάλλον δε θα ξαναπάμε ποτέ, συνειδητοποιώ κάτι παράδοξο. Δε θα έπρεπε χάνοντας τα πάντα, να νιώθεις ελεύθερος; Δεν έχω τίποτα, δε μου ανήκει τίποτα, είμαι ελεύθερος; Και ξαφνικά σού δίνεται μία λευκή κόλλα, σαν δεύτερη ευκαιρία, έλα ξαναμουτζούρωσέ τη. Έχεις ακόμα λίγο χρόνο, κάντο σωστά αυτή τη φορά. Πώς γίνεται και με προσδιόριζε εκείνη η παντελόνα, το kallax του ikea που είχα μέσα τα βιβλία μου, εκείνος ο κήπος, εκείνο το νοικοκυριό. Σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου. Σπίτι μπορεί να είναι ο,τιδήποτε χωράει απλά εσένα και τους αγαπημένους σου. Κι ας μην είναι βαμμένος στο χρώμα που θες ο τοίχος, κι ας μην έχεις τα μαγνητάκια σου στο ψυγείο. Φτάνει να είσαι καλά, να λες καλημέρα στην οικογένειά σου, στους γείτονές σου, να χαμογελάς, να ελπίζεις, να έχει νόημα η ζωή.
Τι νόημα έχει όμως η ζωή όταν φεύγεις για δουλειά μέσα στο άγχος και γυρνώντας δεν έχεις ούτε σπίτι, ούτε γειτονιά, ούτε γείτονες;
Πώς θα βρω το νόημα της ζωής να είμαι καλή για τα παιδιά μου. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ξαφνικά νομίζω ότι βρίσκοντας ένα σπίτι θα είναι πάλι όλα καλά. Δε θα είναι. Θα είναι;
Χθες η Εβελίνα κάθισε μπροστά στο τζάκι και μονολόγησε, όχι όχι μη κάτσω εδώ και ανάψει φωτιά και καώ.Και την έχουμε προστατεύσει τόσο πολύ από όλο αυτό. Αλλά καταλαβαίνει, νιώθει.
Έχω μία λαχτάρα να ζήσω και να τα κάνω όλα σωστά και μία τεράστια φοβία θανάτου που δεν ξέρω πώς ξεπερνιέται…
Ο κήπος που δεν φύτεψα ποτέ γιατί έλεγα από Σεπτέμβρη. Το πρωινό μπάνιο που δεν έκανα ποτέ γιατί έλεγα να χάσω πρώτα κιλά. Που μάλωσα τον Γιώργάκη που ζωγράφισε στον τοίχο και πήγα γρήγορα με αντισηπτικό να το βγάλω μη τυχόν και μείνει και φωνάξει ο ιδιοκτήτης αν το δει. Τι μαλάκω που είμαι. Κλεψύδρα είναι που αδειάζει.
Μακάρι αυτό το κείμενο να σας βρει σε παραλίες. Να σας βρει στα όμορφα σπίτια σας. Να σας βρει σε διακοπές.
Μακάρι τέτοιο κακό μη ξαναγίνει.
Μακάρι όλοι κάποτε να βρούμε το σπίτι μας.
Και τον εαυτό μας.
Και λίγη ηρεμία στην ψυχή.