Το κείμενο προέρχεται από το αφιέρωμα του ΤΡΡ «Τέλος και αρχή των μνημονίων»
Πάψαμε να ενδιαφερόμαστε γιατί έτσι λειτουργεί ο κύκλος των ειδήσεων, αλλά και διότι πολύ σύντομα προέκυψαν θεαματικές αλλαγές στα δικά μας μέρη. Το καλοκαίρι που ακολούθησε, η μεγάλη είδηση ήταν το Brexit, αλλά ακόμη κι αυτό αποδείχτηκε κάπως πληκτικό θέαμα, όταν επισκιάστηκε από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016.
Βεβαίως, υπάρχει ένα κοινό νήμα που συνδέει αυτές τις τρεις ιστορίες. Αυτό που θα έπρεπε να έχουμε μάθει τα τελευταία οκτώ χρόνια, και πάντως σίγουρα τα τελευταία τρία, είναι πως οι λεγόμενες δυτικές χώρες ενδιαφέρονται περισσότερο για μια εξιδανικευμένη, αφηρημένη ιδέα της δημοκρατίας, παρά για την ίδια τη δημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε απέναντι στους Θεσμούς, παρά το 61,3% που ζήτησε τερματισμό της λιτότητας. Στη Βρετανία, η εκστρατεία του Vote Leave τιμωρήθηκε με πρόστιμο από την Εκλογική Επιτροπή για παραβίαση του εκλογικού νόμου, για υπέρβαση των εξόδων. Φαίνεται ότι είναι αδύνατο να μάθει κανείς τι πιστεύει η πλειοψηφία των Βρετανών σήμερα για την εκπλήρωση της απόφασης τον ερχόμενο Μάρτιο. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι επιμένει πάντως πως ένα δεύτερο δημοψήφισμα (που είναι ο στόχος της εκστρατείας που κάνει το People’s Vote) δεν πρόκειται να γίνει, σε καμία περίπτωση.
Η δημοκρατία είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση στις ΗΠΑ. Ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από τη Χίλαρυ Κλίντον στις εκλογές του 2016. Είναι ο δεύτερος πρόεδρος της τρίτης χιλιετίας που νικάει στις εκλογές όντας δεύτερος σε ψήφους. Οι τρεις ηγέτες που θαυμάζει περισσότερο ο Τραμπ είναι ο Πούτιν, ο Σι Τζινπίνγκ και ο Ερντογάν. Και στα λόγια και στις πράξεις, ο Τραμπ αγωνίζεται να ακολουθήσει το παράδειγμά τους.
Έχει σημασία να αναγνωρίσουμε (αν και δεν είναι βεβαίως μυστικό) ότι οι ιστορίες της εξιδανίκευσης και της αποτυχίας της δημοκρατίας τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ είναι αλληλένδετες. Το πιο αινιγματικό μάθημα όμως είναι ότι παρά τις αλληλένδετες αποτυχίες αυτών των τριών χωρών, η Αριστερά διεθνώς φαίνεται να μη διαθέτει την πραγματική αλληλεγγύη που θα ένωνε τον κόσμο της σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στην απομάκρυνση των λαών από την εξουσία.
«Είμαστε όλοι Έλληνες» έλεγε το σύνθημα που ήταν της μόδας το καλοκαίρι του 2015, όμως τα τελευταία οκτώ χρόνια το λαϊκό αίσθημα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ θεωρούσε πως, κατά κάποιον τρόπο, οι Έλληνες ήταν άξιοι της μοίρας τους. Έχω ακούσει να λέγεται αυτό ιδιωτικά αμέτρητες φορές, και στις ΗΠΑ και στην Αγγλία, από ανθρώπους που κατά τα λοιπά θεωρούν ότι ανήκουν στην Αριστερά, οι οποίοι υποστηρίζουν με πάθος την κοινωνική δικαιοσύνη στη χώρα τους.
Παρομοίως και στην Ελλάδα, οι πολιτικές που εφαρμόζει ο Τραμπ -με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον χωρισμό των οικογενειών των μεταναστών που συλλαμβάνονται στα σύνορα των ΗΠΑ- έχει θεωρηθεί ότι αποδεικνύει πως με τον Τραμπ στο τιμόνι, οι αγροίκοι και ηδονοθήρες Αμερικανοί είναι άξιοι της μοίρας τους. Αυτό το καλοκαίρι, η συγκεκριμένη στάση εμφανίζεται διαρκώς στα μέσα δικτύωσης, πιο συχνά απ’ όσο θα ήθελα. Όμως, ποιος ακριβώς είναι άξιος της μοίρας του; Τα παιδιά που τα χωρίζουν από τους γονείς τους; Τα θύματα των εγκλημάτων μίσους και της οπλοκατοχής που ενθαρρύνει η κυβέρνηση Τραμπ; Οι άνθρωποι που τους αρνούνται ριζικά την ίδια τους την ύπαρξη;
Στις εκλογές του 2016, πολλοί Αριστεροί επιδοκίμασαν τη νίκη του Τραμπ, ακόμη κι αν το έκαναν μόνο και μόνο γιατί θα σήμαινε ήττα της Κλίντον. Κι όμως οΤραμπ σήμερα είναι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που ήταν τότε. Οι φρικτές πολιτικές πρωτοβουλίες του (για την κλιματική αλλαγή, τη μετανάστευση, τη δημόσια υγεία κλπ) δεν σηματοδοτούν τίποτε περισσότερο από τις ειλικρινείς προσπάθειές του να εκπληρώσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις.
Πριν από μερικά χρόνια, τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στην Ελλάδα ξεκίνησαν να μας δείχνουν όχι μόνο ότι οι θεσμοί στις δυτικές δημοκρατίες παραπαίουν, αλλά ότι πρόκειται θεμελιωδώς για ψευδαισθήσεις. Αυτό το μάθημα ενισχύθηκε πολύ οδυνηρά από το χάος του Brexit και το φιάσκο του Τραμπ. Επίσης έχουμε μάθει από αυτά τα γεγονότα ότι έχουμε ανάγκη από υπερεθνικά δίκτυα, τα οποία να είναι αρκετά ισχυρά ώστε να μπορούν να εναντιωθούν στις καταπιεστικές πλανητικές δομές – από το οικονομικό σύστημα μέχρι την όλο και πιο ενωμένη άκρα δεξιά. Υπάρχει ακόμη πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογία της Αριστεράς και όσων τα μέλη της πιστεύουν και υποστηρίζουν ιδιωτικά για τους αγώνες των άλλων, σε άλλες χώρες.
Στο βιβλίο που έγραψε το 2006 η θεωρητικός της μετα-αποικιοκρατίας Leela Gandhi, Affective Communities: Anticolonial Thought, Fin-de-Siècle Radicalism, and the Politics of Friendship, έδειξε πώς στα τέλη του 19ου αιώνα μια «πολιτική της φιλίας» διαπερνούσε τη διάκριση μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου, στη Βρετανια και την Ινδία. Οι συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα σε μέλη περιθωριοποιημένων ομάδων, από σοσιαλιστές μέχρι «σεξουαλικά απροσάρμοστους», μυστικιστές, χορτοφάγους, διέλυσαν τις απλουστευτικές διακρίσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης και αποδείχτηκαν κρίσιμες για τους αντιαποικιακούς και τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες. Σε μια κριτική του βιβλίου της Gahndi, η ιστορικός Maya Jasanoff έγραψε «πόσο υπέροχο θα ήταν αν αυτή η “πολιτική της φιλίας” μπορούσε να διαπεράσει τις αντιθέσεις στις σημερινές αυτοκρατορίες».
Η ζοφερή περίοδος των μνημονίων συνιστά, σε πολλά επίπεδα, μια αφυπνιστική υπενθύμιση ότι η κυβέρνηση δεν ταυτίζεται με τον λαό και πως, ακόμη και σε δημοκρατικά κράτη, οι αδικίες που επιβάλλονται από την κυβέρνηση δεν καθιστούν κανέναν λαό άξιο της μοίρας του. Όμως ακόμη και όταν οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν, παραμένει στο χέρι των λαών να αγωνιστούν για να ενισχύσουν αληθινούς υπερεθνικούς δεσμούς – δεσμούς που είχαν στο παρελθόν τη δύναμη να πολεμούν αυτοκρατορίες.
Η Johanna Hanink είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια κλασσικής φιλολογίας στο Brown. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι το The Classical Debt: Greek Antiquity in an Era of Austerity (Harvard University Press 2017).