Το κείμενο προέρχεται από το αφιέρωμα του ΤΡΡ «Τέλος και αρχή των μνημονίων»

Καθώς ασχολούμαι ερευνητικά με τον πολιτισμό, και όχι την πολιτική ή την ιστορία, θα βασίσω την ανάλυσή μου σε μια σύγκριση των τρόπων με τους οποίους η πεζογραφία και η ποίηση διαβάζουν την κρίση για το Αριστερό (και όχι μόνο) ακροατήριο. Με δεδομένο τον περιορισμό του χώρου, θα παραλείψω τα λογοτεχνικά παραδείγματα και θα αναγνωρίσω ότι υπάρχουν βεβαίως εξαιρέσεις στη γενική περιγραφή μου των δύο ειδών. Δεν με ενδιαφέρει τόσο το «περιεχόμενο» συγκεκριμένων έργων όσο η παραγωγή και διακίνησή τους στο πλαίσιο του ανταγωνισμού διαφόρων τύπων λόγου.
 
Τη δεκαετία του ’90, όταν η ελληνική κουλτούρα βρισκόταν σε τέλμα, το μυθιστόρημα και η ποίηση συμμετείχαν σε αυτό με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Ακολουθώντας μια στροφή προς τον λαϊκισμό, η πεζογραφία παρήγαγε ογκώδη μπεστ σέλλερ οριενταλιστικής παλπ λογοτεχνίας, με τη μορφή του πολυπολιτισμικού ρομάντζου και της περιπέτειας, ενώ η ποίηση, ακολουθώντας μια παράλληλη υπαρξιακή στροφή, φρόντιζε τις αλλοτριωμένες επιθυμίες μιας μετροσέξουαλ υποκειμενικότητας. Οι μυθιστοριογράφοι άρεσαν στο γενικό κοινό των τηλεοπτικών πάνελ και απολάμβαναν την εμπορική επιτυχία τους, ενώ οι ποιητές απευθύνονταν στους πιο κοντινούς τους φίλους και μαράζωναν στην πολιτιστική τους έκλειψη. Και στις δύο περιπτώσεις, η αέναη υφολογική ανακύκλωση δημιουργούσε την ξεκάθαρη αίσθηση ότι και η δημοφιλία και ο μονόλογος είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
 
Σε αυτό το σημείο, τα δύο είδη ακολούθησαν πολύ διαφορετικούς, και εν πολλοίς αντικρουόμενους, δρόμους. Η πεζογραφία ανέλαβε να διευθετήσει τα παραδοσιακά διλήμματα (π.χ. άτομο εναντίον κοινωνίας, έθνος εναντίον Άλλου, φύση εναντίον πολιτισμού), τα οποία ο μητροπολιτικός εαυτός εξακολουθεί να διαπραγματεύεται προκειμένου να αντισταθεί στη μεταμοντέρνα, μετακομμουνιστική αποκωδικοποίηση της ζωής στην Ελλάδα. Μια νέα γενιά ποιητών, από την άλλη, ξεκίνησε να διακινδυνεύει με πολλαπλές ταυτότητες και κώδικες και να τις επιτελεί σε εναλλακτικά πεδία. Αδιαφορώντας για τους κινδύνους, αποστράφηκε αποφασιστικά τον επίσημο ποιητικό κανόνα, και ιδίως την αναζήτηση του εθνικού ποιήματος, αναζητώντας ξένους συνομιλητές στην αγγλική γλώσσα, συχνά σε λογοτεχνικά ιδιώματα διαφορετικά από αυτά του εξομολογητικού στίχου.
 
Αυτή η ποιητική πρωτοβουλία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της θεσμικής εξάπλωσής της σε «Χίλια Πλατώματα» (Deleuze Guattari). Εκτός από την υφολογική ανανέωση και τους σημειολογικούς πειραματισμούς, ποιητές έβαλαν μπρος ποικίλα τοπικά, αυτόνομα πολιτιστικά εγχειρήματα –  μπαρ, βιβλιοπωλεία, πολιτιστικά κέντρα, φεστιβάλ, δημόσιες αναγνώσεις, παραστάσεις, εκδοτικούς οίκους, περιοδικά, ιστοσελίδες και πολλά άλλα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους φυσικούς ή εικονικούς χώρους λειτουργούν ως συλλογικές ασκήσεις στην αυτοθέσμιση και την αυτοδιάθεση, διαχειριζόμενα πολιτιστικά κοινά και επινοώντας ασυνεχείς Κανόνες. Δουλεύοντας με δομές που θύμιζαν τα δημοκρατικά συμβούλια, η ποίηση λειτουργεί από τις αρχές του 2000 με αναρχίζουσες τροπικότητες.
 
Η σημασία αυτών των ποιητικών πρωτοβουλιών, που αναφύονται σε διάφορες πόλεις, καθίσταται ακόμη πιο εντυπωσιακή μόλις την αντιπαραβάλουμε με την απουσία οποιασδήποτε έστω απόμακρης σχετικής διαδικασίας στο πεδίο της πεζογραφίας, όπου σχεδόν δεν υπήρξε κανενός είδους θεσμική ανανέωση. Παίρνοντας ως δεδομένες τις προτιμήσεις του αναγνωστικού τους κοινού, οι πεζογράφοι δεν σκέφτηκαν για τις νόρμες και τους κανόνες που επηρεάζουν τη διακίνηση του έργου τους. Αντ’ αυτού, παρείχαν θεραπεία στο λογοτεχνικό γούστο για ψυχολογικά προβλήματα. Για να το πούμε σχηματικά, αν η ποίηση αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική της θεσμικής διάθεσης των βιβλίων, η πεζογραφία φρόντισε τα ήθη της προσωπικής της «διακίνησης» (Ranciere), ιδίως τον ανασφαλή εσωτερικό κόσμο των αναγνωστών της.
 
Η κραυγαλέα διαφορά στη λειτουργία των δύο ειδών φάνηκε πιο καθαρά στην αντίδρασή τους στην εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν για δύο εβδομάδες χιλιάδες άνθρωποι που δεν ένιωθαν ότι κάποιος τους αντιπροσωπεύει διαμαρτύρονταν στους δρόμους των πόλεων, επιχειρώντας να αντιληφθούν τον εαυτό τους με εναλλακτικό τρόπο μέσα στην πόλη. Η διαμαρτυρία και η θεατρικότητα, η πολιτική και η τέχνη, συγχωνεύτηκαν σε μία παράσταση εξέγερσης χωρίς προηγούμενο, με τους πολίτες να ζητούν μια θέση στο θέατρο της δημοκρατικής πολιτικής και να κάνουν πρόβες σαν αρχαίος Χορός. Μέχρι πρόσφατα, οι Έλληνες μπορούσαν να αναπαρασταθούν μόνο από έναν αντιστασιακό Χορό ελληνικής καταγωγής και αντίστασης (όπως συμβαίνει π.χ. στο θέατρο του Γιώργου Θεοτοκά, του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Γιώργου Σκούρτη). Όμως τι Χορός θα είναι αυτός, όταν οι παραδοσιακές μορφές συλλογικών φορέων, όπως η εθνική κοινότητα, διαλύονται; Πώς μπορεί μια πολιτική κοινότητα να συσταθεί με την κοινή δράση; Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν άνθρωποι που ζουν σε μια πολυπολιτισμική, αποκεντρωμένη πόλη, να συγκεντρωθούν δημόσια;
 
Για τη λογοτεχνική γενιά του 2000, η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ήταν ένα «Συμβάν». Κατά τον AlainBadiou, τα Συμβάντα είναι απρόβλεπτα και μοναδικά ξεσπάσματα ελευθερίας, ισότητας και αγάπης: ρήγματα, που διακόπτουν τη γραμμική ιστορία και την επανορίζουν ως ασυνέχεια. Δεν πρόκειται για επαναστάσεις, αλλά για σύντομες εξεγέρσεις, όπως στην Αθήνα το 508 π.Χ., στο Παρίσι το 1789, στην Αϊτή το 1791, στο Βερολίνο το 1919, στην Κροστάνδη το 1921, στη Βαρκελώνη το 1936, στη Βουδαπέστη το 1956, στο Κάιρο το 2011. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η έκσταση του Συμβάντος γρήγορα αντικαθίσταται από τη θλίψη για τον θάνατο ή την αποτυχία της εξέγερσης, την απώλεια της πίστης και το κύλισμα, στη χειρότερη περίπτωση, σε μια παθητικότητα και απραγία και, στην καλύτερη, την αντίσταση στην πλάνη της θετικότητας με τη μελαγχολία της αρνητικότητας. Σχολιάζοντας τον Badiou ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Anrew Gibson στο βιβλίο του Intermittency: The Concept of Historical Reason in Recent French Philosophy (2102), αποκαλεί την διαλειπτότητα (intermittency) του καθοριστικού συμβάντος τη λογική της ιστορίας. Οι απρόβλεπτες εξεγέρσεις αναστέλλουν τον ιστορικό χρόνο, όμως η σπανιότητα τέτοιων εκστατικών εξεγέρσεων προκαλεί μελαγχολία. Η φιλοσοφία ανταποκρίνεται διαπραγματευόμενη το συμβάν που διαρρηγνύει τον χρόνο, (το ραντεβού της λογικής με την ιστορία) ενώ η λογοτεχνία διαπραγματεύεται τη μελαγχολία που ακολουθεί (αυτά που μένουν από εκείνο το ραντεβού) που στην εποχή μας παγιδεύεται μεταξύ ενός απαισιόδοξου επαναστατικού μεσσιανισμού και της θετικής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.
 
Οι Έλληνες διανοούμενοι και συγγραφείς αντέδρασαν στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 με αντίστοιχο τρόπο. Η φιλοσοφία (πιο συγκεκριμένα, θεωρητικοί των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών) παρουσίαζε την άνοδο της Αριστεράς που ακολούθησε την εξέγερση με θετικούς όρους, ενώ η λογοτεχνία (ιδίως οι ποιητές) αρνητικά. Οι θεωρητικοί έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο να κατευθύνουν το συμβάν προς ένα κοινωνικό κίνημα, ενώ με τη σειρά τους οι πολιτικοί μεταμόρφωσαν αυτό το κίνημα στο κόμμα που κατέλαβε την εξουσία το 2015.
 
Λειτουργώντας συμπληρωματικά λοιπόν οι μυθιστοριογράφοι και οι πολιτικοί επινόησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα αυτό που η Χάνα Άρρεντ αποκαλούσε «το κοινωνικό» (που αντικατέστησε «το εθνικό») μεταμορφώνοντας ένα εκρηκτικό Συμβάν σε ένα κίνημα ενσυναίσθησης για τους φτωχούς, που έφερε στην εξουσία μια κυβέρνηση βιοπολιτικής φροντίδας για τον «πληθυσμό» (που αντικατέστησε τον «λαό»).
 
Μέχρι το 2015, την εθνική κυριαρχία (από τους Έλληνες για τους Έλληνες) την είχε διαδεχθεί η θεραπευτικη διακυβέρνηση. Ενώ ο κυρίαρχος διοικεί διατάζοντας τον λαό, η κυβέρνηση πειθαρχεί «τον πληθυσμό» (Michel Foucault). Ενώ ο πρώτος επικαλείται τον λόγο του κράτους, η δεύτερη προωθεί την ορθολογικότητα της συμπεριφοράς που αναπτύσσει αυτοπειθαρχία, π.χ. ζώντας σε συνθήκες λιτότητας. Μια υποδειγματική τεχνική που εξασφαλίζει την πειθαρχημένη συμπεριφορά του συλλογικού σώματος υπήρξε η κανονικοποίηση της αντίστασης, η διαθεσιμότητα της ηθικής της αντίστασης στον συνολικό πληθυσμό, ο οποίος συναινεί υπό τον όρο ότι μπορεί να ισχυρίζεται ότι το κάνει ηρωικά. Γενικά, η κυβέρνηση έχει αναλάβει την ποιμαντική φροντίδα των νεοθεσπισμένων βιο-αναγκών που αντιστοιχούν στο καθεστώς του πληθυσμού, όπως είναι αυτές που σχετίζονται με την υγεία, το φύλο, την παιδεία και τη μετανάστευση. Αυτές είναι βιοτικές ανάγκες που αντιστοιχούν στο κοινωνικό, όπου ζητήματα ιδιωτικής ανάγκης γίνονται πολιτικές προτεραιότητες και καταλαμβάνουν την πολιτική σφαίρα.
 
Κι όμως τους αριστερούς υποστηρικτές της κυβέρνησης τους στοιχειώνει η διαπεραστική αίσθηση προδοσίας αρχών και υποσχέσεων. Σχολιάζοντας την ελληνική απελπισία ο Σλαβόι Ζίζεκ γράφει περιεκτικά για την αποτυχία της νικηφόρας αριστεράς: «Ο γενικός κανόνας είναι ότι όταν ξεκινά μια εξέγερση ενάντια σε ένα καταπιεστικό, ημιδημοκρατικό καθεστώς, … είναι εύκολο να κινητοποιήσει κανείς πλατιές μάζες με συνθήματα που προορίζονται για να χαϊδεύουν τα αυτιά των μαζών – υπέρ της δημοκρατίας, εναντίον της διαφθοράς κοκ. Όμως μετά φτάνουμε σταδιακά σε πιο δύσκολες επιλογές: όταν η εξέγερση επιτυγχάνει τον άμεσο στόχο της, τότε συνειδητοποιούμε ότι αυτό που πραγματικά μας ενοχλούσε (η ανελευθερία, η ταπείνωση, η κοινωνική διαφθορά, η έλλειψη προοπτικής για μια αξιοπρεπή ζωή) συνεχίζεται με μια νέα μορφή. … Όταν εμφανίζεται μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στον ίδιο τον αρχικό στόχο μας … Εν ολίγοις, πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό που θεωρήσαμε αρχικά ως αποτυχία να εφαρμόσουμε πλήρως μια ευγενή αρχή (της δημοκρατικής ελευθερίας) είναι μια αποτυχία εγγενής στην ίδια την αρχή. Το να μάθουμε αυτή τη μετακίνηση, από τη διαστρέβλωση μιας ιδέας, την ατελή της υλοποίηση, στη διαστρέβλωση που είναι εγγενής σε αυτή την ιδέα, είναι το μέγα βήμα της πολιτικής διαπαιδαγώγησης” (New Statesman, 20 Ιουλίου, 2015). Με βάση την προκλητική άποψη του Adrian Little για τη «συστατική αποτυχία» (Political Studies, Δεκέμβριος 2010, σ. 975) της ριζοσπαστικής πολιτικής, η ιστορία της Αριστεράς δεν συνίσταται σε διαδοχικές ήττες. Είναι μια παράδοση αποτυχιών.
 
Οι αριστεροί υποστηρικτές της σημερινής κυβέρνησης υποφέρουν από την «οδυνηρή αισιοδοξία» που ακολουθεί τις μείζονες συναισθηματικές προσαρμογές στη διάλυση της ριζοσπαστικής ελπίδας. Η θεωρητικός της λογοτεχνίας  Lauren Berlant μελετά «τι συμβαινει στη φαντασίωση της καλής ζωής όταν η κανονικότητα γίνεται η χωματερή των συντριπτικών και επικείμενων κρίσεων της προσδοκίας και της ανάπλασης της ζωής […] Κάθε κεφάλαιο αφηγείται μια ιστορία για τη διάλυση των αισιόδοξων αντικειμένων και σεναρίων που κάποτε δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη φαντασίωση της καλής ζωής και εντοπίζει δράματα προσαρμογής στη μεταμόρφωση αυτού που φαινόταν θεμελιώδες σε αυτές τις μορφές αισιόδοξων σχέσεων που αποκαλούμε “οδυνηρές”» (3). 
 
Η Berlant εξηγεί πως «η συναισθηματική δόμηση μιας αισιόδοξης προσκόλλησης περιλαμβάνει την επίμονη τάση να επιστρέφουμε σε αυτή τη σκηνή της φαντασίας που επιτρέπει να περιμένεις ότι αυτή τη φορά η εγγύτητα σε αυτό το πράγμα θα βοηθήσει εσένα ή τον κόσμο να αλλάξει ακριβώς όπως πρέπει. Όμως και πάλι, η αισιοδοξία είναι σκληρή όταν το αντικείμενο/σκηνή που πυροδοτεί την αίσθηση του πιθανού, στην πραγματικότητα καθιστά απίθανη την επιδίωξη της μεταμορφωτικής διεύρυνσης για την οποία ένα άτομο ή ένας λαός διακινδυνεύει να αγωνιστεί».
 
Αυτή η οπτική των συναισθηματικών δεσμών σε συνθήκες σκληρής αισιοδοξίας εφαρμόζεται στη σημερινή κατάσταση της αριστερής ελπίδας στην Ελλάδα. Αυτή η αισιοδοξία είναι σκληρή γιατί η πολιτική σκηνή που πυροδότησε την ελπίδα της αλλαγής τώρα λειτουργεί ως υπενθύμιση της αδυναμίας να επιτευχθεί η κοινωνικοπολιτική μεταμόρφωση στην οποία είχαν επενδύσει τόσο. Η ενθουσιώδης προσμονή της «πρώτη φορά Αριστεράς» ήταν ένα ευγενές όνειρο μιας καλής ζωής που εκμηδενίστηκε από εντεινόμενες δομικές πιέσεις. Παρά τη συναισθηματική προσαρμογή στη διάλυση της αισιόδοξης προσδοκίας, οι παλιές συναισθηματικες προσκολλήσεις λειτουργούν ακόμα ως θεμέλια της αισιοδοξίας, και γίνονται με αυτόν τον τρόπο εμπόδια στην ατομική και τη συλλογική αλλαγή. Η αμυδρή ελπίδα ότι το κόμμα ή το κοινωνικό κίνημα θα επιτύχει αυτό που δεν μπορεί να πετύχει η κυβέρνηση, αναπληρώνει την έλλειψη αποφασιστικότητας, ενώ κρατάει υπό έλεγχο την Αριστερή αυτοκριτική. Η σκληρή αισιοδοξία των υποστηρικτών της κυβέρνησης είναι μηχανισμός επιβίωσης σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, στον οποίο το αδιέξοδο έχει γίνει κανονικότητα.
 
Όπως προαναφέρθηκε, ο Andrew Gibson, γράφοντας για την πολιτική θεωρία του Badiou, υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία καταπιάνεται με τη θετικότητα του εκρηκτικού Συμβάντος, ενώ η λογοτεχνία εκφράζει την αρνητικότητα της μετέπειτα μελαγχολίας. Οι Έλληνες ποιητές και ακτιβιστές, για τους οποίους «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή» και που είχαν χρόνια εμπειρίας με θεατρικούς χώρους και δραματικές περιστάσεις διαμαρτυρίας, ενεργούν από το Δεκέμβριο του 2008 ως Χορός πολιτών που εκφράζει την αρνητικότητα της μελαγχολίας. Από μόνη της, η μελαγχολία δεν είναι ούτε απαισιόδοξη ούτε αισιόδοξη, καθόσον η σκεπτικιστική συνειδητοποίηση της απογοήτευσης της επανάστασης και της απώλειας του μεσσιανικού κάτω από συνθήκες ήττας και διάχυσης μπορεί να οδηγήσει σε αναμόρφωση της διαλεκτικής θεωρίας-πράξης μέσα στον θεσμό των κοινών. Όπως υποστηρίζει ο θεωρητικός της κουλτούρας Benjamin Noys στο βιβλίο του The Persistence of the Negative (2010), η μελαγχολία είναι μια πρακτική της αρνητικότητας ως εμμενούς κριτικής, η οποία αντλεί την έμπνευσή της από έναν ιστορικισμό της διαφοράς και της απεδαφικοποίησης. Η Γενιά της δεκαετίας του 2000 έχει συνθέσει, διανείμει και επανατοποθετήσει μια ποίηση της μελαγχολικής ιστορίας της διακεκομμένης εξέγερσης, μιας εξέγερσης που λειτουργεί ακανόνιστα καθώς αρχίζει, σταματά και ξεκινά πάλι.
 
«Το τραύμα της επανάστασης» (Jean-Philippe Mathy, Melancholy Politics, 2011, σελ. 1) έχει στοιχειώσει μεγάλο τμήμα του ύστερου νεωτερικού κόσμου. Το σημερινό ελληνικό εγχείρημα αρνητικής ποιητικήςσυνδιαλέγεται με παρόμοια εγχειρήματα αυτονομίας, όπως το βρετανικό τριμηνιαίο περιοδικό Salvage που ξεκίνησε το 2015 και το οποίο «εκδίδεται και γράφεται από και για την απελπισμένη Αριστερά, από και για όσους έχουν δεσμευτεί για ριζικές αλλαγές, έχουν σιχαθεί τον καπιταλισμό και τους σαδισμούς του κι έχουν βαρεθεί επίσης την κακοβουλία και τις μαλακίες της Αριστεράς». Η ελληνική μελαγχολική στροφή είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της παγκόσμιας μελαγχολικής στροφής της αριστερής σκέψης και κουλτούρας στον 21ο αιώνα, προς μια μετα-επαναστατική / μετα-μεσιανική κοσμοθεωρία και μια εμμενή, άμεση, αμετάβατη, εντός των τειχών κι επινοητική οπτική. Αυτό που έχει διατηρήσει και θρέψει τους Έλληνες ποιητές της αυτονομίας είναι οι φιλίες τους.
 
Για τον ελληνικό αριστερό ριζοσπαστισμό η φιλία μεταξύ των συντρόφων είναι η πιο αγνή μορφή πολιτικής αρετής. Ριζοσπάστης είναι κανείς λόγω της ηθικής συνέπειας που οφείλει στις φίλες της. Ο/Η σύντροφος [μια λέξη που δεν προσδιορίζεται ως προς το γένος, αλλά είναι μαζί ουσιαστικό και επίθετο, που αναπαριστά τη γυναίκα και τον άντρα σύντροφο] θεωρείται ότι λογοδοτεί όχι απέναντι σε μια συλλογικότητα, το εκλογικό σώμα ή έναν Κανόνα αλλά στις αρχές των φίλων της· αγωνίζεται να παραμείνει αφοσιωμένη όχι στην κοινωνία, την πίστη ή τη χώρα, αλλά στις αξίες των συντρόφων της. Η συμμετοχή σε οποιαδήποτε επίσημη ομάδα (λόγου χάρη μια ένωση, ένα κόμμα ή ένα κίνημα) θα σημάνει να προδώσει την εμπιστοσύνη των φίλων και να ξεκινήσει μια καριέρα, να αποκηρύξει την αρετή του πολίτη προς όφελος της πολιτικής ηθικής. Σήμερα ο/η σύντροφος συνδυάζει στοιχεία των προ-επαναστατικών ταυτοτήτων του αντάρτη και των φίλων του, διατηρώντας έτσι την ακεραιότητα της επαναστατικής αδελφότητας (fraternité) σε έναν μετεπαναστατικό κόσμο.
 
Ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Laurent Dubreuil αγκαλιάζει αυτήν την συναισθηματική μέθη, υποστηρίζοντας εύγλωττα μια «παθιασμένη, μαξιμαλιστική, απεριόριστη και παράλογη φιλία» («Friends of War», Oxford Literary Review, Δεκ. 2009, σελ. 175). Η φιλία δεν μπορεί να ελεγχθεί από συλλογικά συμφέροντα και στρατηγικούς σχηματισμούς. Ο νόμος που δεσμεύει τους μεγάλους αριστερούς φίλους πρέπει να είναι ισχυρότερος από κάθε υπέρτερο νόμο, δεσμεύοντας τη φιλία τους προς την Αριστερά. Επιμένει ότι οι φίλοι δεν πρέπει να μετατραπούν σε συμμάχους. Ωστόσο, αυτό έχει συμβεί κατά τη διάρκεια εκτεταμένων κινητοποιήσεων: «Στον αγώνα, η συντροφικότητα αναδύεται καταλήγοντας συχνά να επιβάλλεται πάνω στη φιλία ή να την αντικαθιστά αντί να την εμπλουτίζει. Τα μεγάλα κινήματα του εικοστού αιώνα, οι επαναστάσεις, δεν άφησαν πολλές επιλογές στους φίλους. Συχνά ήταν χειρότερα. Το αναγνωρίζω κάτω από τον επαναστατικό της μανδύα· απαγγέλλει τον επικήδειο ψαλμό των θυσιασμένων φιλιών” (182). Αυτός ο ψαλμός ακούστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, καθώς οι Έλληνες αριστεροίτων νέων κοινωνικών κινημάτων, επικαλούμενοι ένα άλλο επαναστατικό συμβόλαιο, απαιτούν στρατιωτική πίστη από τους αριστερούς φίλους τους, δοκιμάζοντάς τους και συχνά απορρίπτοντάς τους, στο όνομα της συλλογικής αγνότητας και της ηθικής υπεροχής αν δεν επιλέξουν το κόμμα έναντι των φίλων τους.
Οι ποιητές που αρνούνται να βάλουν τις φιλίες τους στην υπηρεσία του κινήματος και της κυβέρνησης έχουν αφιερώσει μερικές από τις καλύτερες ενέργειές τους σε έναν κοινό χώρο ποιητών, ένα συλλογικό εγχείρημα για τη δημιουργία, τη διατήρηση και τη συμμετοχή σε έναν κοινό κόσμο πολιτιστικών πρακτικών και διαφορετικών ιδιωμάτων. Όπως το θέτει ο κοινωνιολόγος Andrea Mubi Brighenti, «το κοινό είναι μια αποουσιοποιημένη εκδοχή της κοινότητας. Αποκαλύπτει ότι το σημαντικότερο δεν είναι το γεγονός της κοινότητας, αλλά το ζήτημα της κοινότητας» (“The Public and the Common: Some Approximations of Their Contemporary Articulation,” Critical Inquiry, Winter 2016, σελ. 318). Αντί να υπάρχει ως ένα δεδομένο, το κοινό πρέπει να κατασκευαστεί «υπό μορφή επίκλησης, απεύθυνσης ή κλήσης ανθρώπων και δυνάμεων» (317). Αλλά αν πρόκειται για ζήτημα του γίγνεσθαι κι όχι του υπάρχειν, τότε τίθεται το ερώτημα, «πώς συνθέτουμε ένα κοινό;» (322) Σε ποιον απευθύνεται και τι δυνάμεις καλεί; «Για να υπάρξει, το κοινό πρέπει να είναι μια σύνθεση διαφορών που παραμένουν διαφορετικές» (324). Τέτοιες συνθέσεις αντηχούν από τις δημόσιες αναγνώσεις που οι Έλληνες ποιητές χρησιμοποιούν τακτικά σαν επικλήσεις, οι οποίες λειτουργούν ως πολυφωνικές κι διακαλλιτεχνικές παραστάσεις του κοινού. Η ατμόσφαιρά τους τρεμοπαίζει με το ρυθμό μιας ντελεζιανής «διαφοράς», η οποία επιστρέφει ενώ αντιστέκεται στην επανάληψη, καθώς οι καλλιτέχνες προβάρουν έναν Χορό των πολιτών.
 
Το πιο σημαντικό είναι ότι οι συναθροίσεις αυτές δεν φέρνουν κοντά μόνο τους ανθρώπους που απολαμβάνουν την ποίηση: συγγραφείς, εραστές, κριτικούς, ζωγράφους, ακροατές, μουσικούς, γιατρούς κλπ. Συγκεντρώνουν τους πρόσφυγες από το πλήθος, τους εκτοπισμένους και τους απογοητευμένους από τις διονυσιακές εξεγέρσεις. Συγκεντρώνουν τον κοινό χώρο των μελαγχολικών που δεν ταιριάζουν εξ ολοκλήρου στα οδοφράγματα των αγανακτισμένων / indignados, τις απαιτήσεις των διαδηλώσεων, τις καταλήψεις των πλατειών, τους εορτασμούς του δημοψηφίσματος του ΟΧΙ, τις καταφάσεις των παρελάσεων του Gay Pride και τις προκλήσεις των πρωτοποριακών εκδηλώσεων. Εκείνοι που πιστεύουν ότι η σημερινή ηγεμονία είναι ειλικρινής και δημιουργική κι ότι τα πράγματα βελτιώνονται αργά αλλά σταθερά, παραμένουν αφοσιωμένοι στη λογική, συγκεντρώνουν ομάδες ομιλητών, συμμετέχουν σε συνέδρια και παρακολουθούν συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης· όλες τους σημαντικές και αξιέπαινες δραστηριότητες. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική ποίηση της δεκαετίας του 2000 συγκεντρώνει όσους αισθάνονται προδομένοι από το κόμμα, απογοητευμένοι από το κίνημα, περιθωριοποιημένοι από την ομάδα, εγκαταλελειμένοι από τους συντρόφους τους, αλλά αρνούνται να παραιτηθούν από την Αριστερά.
 
Δεδομένου ότι η ποίηση δεν είναι πλέον πολιτικοποιημένη ή στρατευμένη, αντιμετωπίζει τώρα δυναμικά τις προκλήσεις της ήττας (όχι της απόγνωσης), της μελαγχολίας (όχι του πένθους) και της εξέγερσης (όχι της επανάστασης). Οι συγγραφείς αυτής της πολιτικής και ποιητικής προδιάθεσης είναι βαθύτατα και ρητά μελαγχολικοί, επειδή είναι από καιρό απαισιόδοξοι για μια Αριστερή διακυβέρνηση, αλλά αρνούνται να την θρηνήσουν και να την ξεπεράσουν, και αντ’ αυτού παραμένουν πιστοί στις ηθικές και φιλοσοφικές αρχές της.
 
Η συνεχιζόμενη αυτο-θέσμιση του ποιητικού κοινού, στα αυτοποιητικά πλατώματα, εντός του ελληνικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος, δημιουργεί έργα αξιοσημείωτης ποσότητας, ποιότητας, επείγουσας ανάγκης και έλξης, συμπεριλαμβανομένων συνθέσεων μεγάλης κλίμακας (αφηγήσεις, ακολουθίες, κύκλοι κλπ.) οι οποίες ήταν αδιανόητες για περισσότερο από μισό αιώνα. Το είδος που θυμίζουν αυτά τα πολύπλοκα, πολυφωνικά, συχνά δομικά μουσικά έργα είναι η καντάτα, η οποία επιτρέπει μια ποικιλία στυλ, όπως επίσης και μουσικής δωματίου, ορχηστρικών, χορωδιακών και σολιστικών δυνάμεων. Οι τραγουδιστές της μοιάζουν συχνά με ένα προκλασικό Χορό σε ένα αρχέγονο θεατρικό χωρίς πρωταγωνιστές και δράση. Σκέφτομαι ιδιαίτερα τα αυστριακό-γερμανικά έργα από τον πρώιμο μέχρι τον ύστερο Μοντερνισμό (Mahler, Schönberg, Hindemith, Krenek, Henze) και κυρίως συνθέσεις με βάση τον Brecht από τον Weill, τον Eisler και τον Dessau. Αν και δεν είναι μελοποιημένα, θα χρησιμοποιούσα τον όρο «καντάτα» για να προσδιορίσω τη δομή και το εύρος των σημαντικών βιβλίων της ελληνικής ποίησης που απηχούν το λογοτεχνικό και πολιτικό χορωδιακό πλαίσιο που τα κατέστησε εφικτά.
 
Στον απόηχο του Συμβάντος της εξέγερσης του 2008, οι πιο δραστήριοι εξεγερμένοι σφυρηλατούσαν δύο μονοπάτια. Οι αισιόδοξοι έχτισαν ένα κοινωνικό κίνημα που σύντομα οδήγησε σε εκλογική νίκη και ηγεμονία. Η αυτογνωσία του κινήματος, κι αργότερα του κόμματός του, ήταν μια αφήγηση κρίσης τεκμηριωμένη από οικονομολόγους και επεξεργασμένη από μυθιστοριογράφους. Οι μελαγχολικοί καθιέρωσαν κοινά που ξεπήδησαν σε ολόκληρη τη χώρα χωρίς να συσσωρεύονται σε κάτι μεγαλύτερο και ανέπτυξαν ένα δίκτυο συνεργαζόμενων συναθροίσεων. Η αυτο-κατανόηση του δικτύου ήταν ένα δράμα στάσεως επιμελημένο από πολιτιστικούς ακτιβιστές κι εκτελούμενο από ποιητές (οι οποίοι δεν ενδιαφερόταν για την «κρίση»). Αυτοί οι δύο Αριστεροί σχηματισμοί μετά το 2008 μπορούν να συνοψισθούν σε μια σειρά διακρίσεων που βασίζονται στις διαφορετικές πολιτικές λειτουργίες της πεζογραφίας και της ποίησης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, όπως το κοινωνικό και το πολιτικό, ο λαϊκισμός και ο αυτονομισμός, ο πληθυσμός και το κοινό, το κίνημα (συμμαχία των εχθρών) και η συντροφικότητα (αλληλεγγύη των φίλων), η ταυτότητα και ο Χορός, η πειθαρχία και η εξουσία, και η κρίση του 2010 και η στάση του 2008.
 
Η σημασιολογική μετατόπιση της αρχαίας στάσεως από την «ανταλλαγή απόψεων με τους άλλους» στην ίδια την ομάδα των πολιτών που υιοθετούν μια κοινή στάση σε ένα μείζον ζήτημα (Hansen: «Η στάση ως βασική όψη της Πόλης» στο Hansen & Nielsen, eds: An Inventory of Archaic and Classical Poleis, 2005, σελ. 126-7) και η χρήση του στην πολιτική θεωρία με την έννοια των εγγενών συγκρούσεων, συμβάλλει στην αποσαφήνιση της τελευταίας αντίθεσης. Κατά την ηγεμονική Αριστερά, ο ελληνικός πληθυσμός βρίσκεται σε βιοπολιτική κρίση που απαιτεί θεραπευτική περίθαλψη (μια αφήγηση της σύγχρονης πεζογραφίας), εξ ου και η εστίαση στα κοινωνικά ζητήματα, τις συνθήκες του πληθυσμού, τις πολυπλοκότητες της ταυτότητας, τις πειθαρχίες της λιτότητας και την οικονομία της κρίσης. Κατά την αυτονομιστική Αριστερά, η ελληνική ιθαγένεια βρίσκεται σε κυβερνητική στάση, προσκαλώντας αγωνιστική διεκδίκηση (ένα δράμα που ενσαρκώνεται από τη σύγχρονη ποίηση), εξ ου και η επικέντρωση στην πολιτική της αυτονομίας, στις παραστάσεις της φιλίας των πολιτών, στην ισχύ της αλληλεγγύης και στις τακτικές της στάσεως. Η μη κυβερνητική Αριστερά αντιπροσωπεύει τις αποκλεισμένες και περιθωριακές δυνάμεις που δεν ταιριάζουν στην αφήγηση της κρίσης, στην Αριστερά της καθημερινής αυτοδημιουργικής δράσης και πρακτικής, στην Αριστερά των Συμβουλίων και των Κοινών, στον παγκόσμιο πολιτικό και πολιτιστικό αναρχικό ακτιβισμό, στο τεράστιο αυτο-θεσμισμένο δυναμικό του Συμβάντος που αναχαιτίστηκε πρώτα από το κοινωνικό κίνημα, αργότερα από το κόμμα και τώρα από την κυβέρνηση.
 
 
* Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Όπως δείχνουν οι ενσωματωμένοι σύνδεσμοι, αυτό το κείμενο αντλεί εν μέρει από το ιστολόγιό του όπου σχολιάζει εκτενώς αυτά και παρεμφερή θέματα.