H μετάφραση του άρθρου έγινε από το Αθηναϊκό Πρακτορείο. Ο Φρίσκε συνεχίζει γράφοντας:
«Σαφώς έχει κάτι το ανήκουστο το να καθιστά συνυπεύθυνους για την καταστροφή της Γένοβα ο μαινόμενος δεξιός Υπ. Εσωτερικών της Ιταλίας, αντανακλαστικά, τους αγαπημένους εχθρούς του στις Βρυξέλλες. Πριν καν ξεκαθαριστεί κάποια αιτία του δυστυχήματος. Κάτι τέτοιο κάνουν βέβαια λαϊκιστές σαν τον Ματέο Σαλβίνι, προκειμένου να εξυπηρετήσουν με αρνητικά στερεότυπα τους δικούς τους οπαδούς.
Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ότι η υποψία κάθε αυτή είναι ανήκουστη: Ότι δηλαδή στη λίστα των πιθανών εξηγήσεων για την ασύλληπτη καταστροφή αυτής της εβδομάδας πρέπει να περιληφθεί και το ότι οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και άλλων χωρών που βρίσκονται σε κρίση τα προηγούμενα χρόνια πιέζονταν μανιωδώς να περικόψουν δημόσιες δαπάνες. Τόσο πολύ δε, ώστε τώρα να διαβρώνονται οι υποδομές με τρομακτικό τρόπο. Και να καταρρέουν γέφυρες» τονίζει ο Φρίσκε.
Αν επιβεβαιωθεί έστω και εν μέρει η υποψία, θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως αυτό ακριβώς που είναι: η χρεοκοπία ενός οικονομικο-πολιτικού δόγματος. Όχι για να καλλιεργηθούν αρνητικά στερεότυπα, αλλά για να αποτρέψουν την επόμενη καταστροφή.
Αν εδώ και χρόνια δεν γίνονταν επενδύσεις και επιβάλλονταν περικοπές, οι συνήθεις, εδώ στη Γερμανία, γκρινιάρικες φωνές για τσαπατσούλικες χώρες του Νότου είναι άτοπες. Ήδη στις αρχές του 2000 οι κυβερνήσεις όλων των χωρών που αργότερα υπέστησαν την κρίση δαπανούσαν το 4 με 5% του ΑΕΠ τους για επενδύσεις στο μέλλον – είτε στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία ή την Πορτογαλία. Ακόμα και στην Ιταλία το ποσοστό τότε ήταν 3%.
Τίποτα δεν μπορεί να περικοπεί ευκολότερα
Το ρήγμα επήλθε, όταν μετά το 2008 και εν μέσω χρηματοπιστωτικού πανικού ξαφνικά γίνονταν παντού περικοπές – αφενός για να σωθούν με τα χρήματα τράπεζες και αφετέρου για να ισοφαριστούν φορολογικά ελλείμματα λόγω κρίσης. Γιατί χωρίς αίμα και δάκρυα – αυτό έλεγε το δόγμα – κατ’ επιλογήν οι Γερμανοί ή οι χρηματαγορές δεν θα δώσουν πλέον χρήματα. Και: Τίποτα δεν μπορεί να περικοπεί ευκολότερα όπως ακριβώς εκείνες οι μεγάλες επενδύσεις σε δρόμους ή πανεπιστήμια, που οι Υπ. Οικονομικών κατά κανόνα πρέπει να εκταμιεύσουν χωριστά – αντίθετα με δαπάνες νομικά θεσμοθετημένες, όπως π.χ. οι κοινωνικές παροχές ή οι επιδοτήσεις, που δεν μπορούν να περικοπούν τόσο γρήγορα.
Αυτό εξηγεί γιατί μεταξύ του τέλους του 2008 και του 2016 το ποσοστό των επενδύσεων στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία μειώθηκε σε λιγότερο από το 2%. Στην Ιταλία μειώθηκε κατά το 1/3. Οι πόροι για την κατασκευή δρόμων διαγράφηκαν εκεί, μεταξύ 2007 και 2015, σχεδόν κατά τα 2/3, από 14 δισ. ευρώ περίπου που ήταν κάποτε.
Το δράμα που κρύβεται από πίσω το δείχνουν στατιστικές, που φανερώνουν αν επαρκούν αυτές οι επενδύσεις στην κάθε χώρα για να καλύψουν τις ανάγκες αντικατάστασης σε υποδομές – ή αν είναι χαμηλότερες από όσες ξεγράφονται. Όπως προκύπτει από υπολογισμούς του βερολινέζου οικονομολόγου Ατσιμ Τρούγκερ, οι δημόσιες επενδύσεις στην Ευρωζώνη μόλις έφταναν να καλύψουν ό,τι έπρεπε να αντικατασταθεί – έκτοτε ο ισολογισμός είναι αρνητικός, χρόνο με το χρόνο.
Οι ιταλικές κυβερνήσεις περιέκοψαν τόσο δραστικά τις δαπάνες, ώστε ήδη από το 2012 δεν αρκούν πλέον για να ισοφαρίσουν τις διαγραφές. Κι αυτό σημαίνει: Εδώ και 7 χρόνια γίνονται στη χώρα χρόνο με το χρόνο λιγότερες δημόσιες επενδύσεις από όσες θα ήταν αναγκαίο για τη συντήρηση δρόμων, σχολείων και γεφυρών. Πρέπει να έχει κανείς μια πολύ ιδιαίτερη κατανόηση της σχέσης αιτίου και αιτιατού για να μη θεωρήσει τουλάχιστον πιθανή την ύπαρξη κάποιας σχέσης.
Λίγο βοηθάει εδώ και η επισήμανση ότι σε κάποιες χώρες τον καιρό της ακμής ίσως γίνονταν πάρα πολλές επενδύσεις σε αεροδρόμια, που κανείς δεν χρειάζεται. Αυτό δεν νομιμοποιεί τη μη ανανέωση για πολλά χρόνια τώρα, σε όλη τη χώρα, όλων των υποδομών – σε χώρες που, ούτως ή άλλως, πρέπει να καλύψουν κάποιες αναγκαίες επισκευές. Αφού άλλωστε, ειδικά στην Ιταλία, δεν υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη προ κρίσης, καθόλου μα καθόλου.
Ένα πείραμα με τη Γερμανία ως πρότυπο
Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ευρωζώνη φέρει, από ιστορικής απόψεως, δραματικά χαρακτηριστικά. Σε καμία μεγάλη βιομηχανική χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπήρξε μια τόσο μακρά περίοδος, κατά την οποία καταρρέουν δημόσια έργα. Πρόκειται για ένα πείραμα που κόβει την ανάσα και έχει ως πρότυπο, με μοιραίο τρόπο, τη Γερμανία: Εδώ στη Γερμανία, από τις αρχές του 2000, πρακτικά δεν λαμβάνεται σχεδόν καμία πρόνοια για τη συντήρηση των δημοσίων έργων.
Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει και το γιατί από την Τρίτη και μετά μπορεί να διαβάσει κανείς λιγότερο ή περισσότερο τρομακτικά πράγματα για το θέμα του πόσο σαθρές είναι πολλές γέφυρες. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ούτε καν στις ΗΠΑ, που ως γνωστόν χωλαίνουν σ’ αυτόν τον τομέα. Κι εκεί δηλαδή έχουν μειωθεί πολύ οι δημόσιες επενδύσεις, αλλά με καθαρό ποσοστό σχεδόν 1% κινούνται ακόμα με θετικό πρόσημο.
Δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι πίσω από το δράμα στη Γένοβα υπήρχε κι ένα μεμονωμένο ανθρώπινο λάθος, δεδομένου ότι η συντήρηση της γέφυρας είχε ανατεθεί σε ιδιώτες. Μόνο που εύλογα υποθέτει κανείς ότι δεν θα είχε συμβεί μια τέτοια καταστροφή, αν όλα όσα στην πραγματικότητα έπρεπε να είχαν επενδυθεί από το Δημόσιο δεν υπόκεινταν χρόνια τώρα στην πίεση για περικοπές, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια. Και τότε θα ήταν καλύτερα να μην περιμένει απλά κανείς αν πιθανόν να ήταν μόνο μια τραγική μεμονωμένη περίπτωση. Όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά και για μας.
Τότε θα χρειαζόταν, σήμερα παρά αύριο κιόλας, να δοθεί μια ιστορική επενδυτική ώθηση στην Ευρωζώνη. Για να αποκατασταθούν οι ζημιές. Και θα χρειαζόταν ένας νέος ορισμός του Συμφώνου Σταθερότητας, σύμφωνα με τον οποίο αμέσως θα εξαιρούνταν από τις εντολές για περικοπές όλα όσα είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση δημοσίων έργων ή εξοπλισμών. Ορισμένοι ειδικοί το ζητούν αυτό εδώ και χρόνια. Oι ‘πάπες’ της σταθερότητας τους ξεφορτώνονταν πάντα λέγοντας ότι οι τσαπατσούλικες χώρες ψάχνουν για πρόφαση, προκειμένου να μην κάνουν οικονομία.
Δεν βοηθάει εδώ ούτε η επανάληψη του ‘ποιήματος’ ότι δεν υπάρχουν λεφτά για όλα. Υπάρχουν ατελείωτα πολλά λεφτά. Πρέπει μόνο να τα μοιράσει κανείς σωστά και να τα χρησιμοποιήσει. Για να μη φοβούνται οι άνθρωποι να περάσουν πάνω από γέφυρες.