Στην ανακοίνωσή της, η μειοψηφία εγκαλεί την πλειοψηφία της ΕΔΕ για την ανακοίνωση που εξέδωσε την περασμένη Δευτέρα, για την οποία «ουδεμία ενημέρωση μας προηγήθηκε και ουδέποτε ζητήθηκε η άποψη μας, αν και είμαστε εκλεγμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής», και υπογραμμίζει πως στο εξής θα εκδίδει παράλληλα δελτία τύπου με τις ανακοινώσεις της ΕΔΕ.
 
Η μειοψηφία καλεί την ΕΔΕ να μείνει μακριά από την κομματική αντιπαράθεση, και σε κάθε περίπτωση, «η όποια παρέμβαση της επί του θέματος θα πρέπει να βάλει κατά αυτής της τακτικής των κομμάτων και όχι να ενισχύει μια κακώς εννοούμενη, διαχρονικά, πολιτική νοοτροπία περί “αρεστών” ή “μη αρεστών” Ανώτατων Δικαστικών Λειτουργών».
 
Όπως εξηγούν οι δικαστές, το Σύνταγμα ορίζει για τις προαγωγές πως ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν απόφασης υπουργικού συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, και εγκαλούν την πλειοψηφία για «επικοινωνιακού και μόνο τύπου πολιτικές αντιπαραθέσεις», κάθε φορά που έρχεται η ώρα των προαγωγών.
 
Διαβάστε ολόκληρη την ανακοίνωση της μειωψηφίας:
 
Οφείλουμε καταρχήν να επισημάνουμε ότι ο λόγος της παρέμβασης μας επί του ανωτέρω ζητήματος, έγκειται στο γεγονός ότι της ανακοίνωσης του Γραφείου Τύπου της ΕΔΕ, που αναπαρήχθη ως ανακοίνωση της Ενώσεως, ουδεμία ενημέρωση μας προηγήθηκε και ουδέποτε ζητήθηκε η άποψη μας, αν και είμαστε εκλεγμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής.
 
Έχουμε, λοιπόν, υποχρέωση να εκθέσουμε τις απόψεις μας εκ των υστέρων δεδομένου ότι δεν ζητήθηκαν εκ των προτέρων όπως έπρεπε και τις οποίες οι συνάδελφοι έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν. Επειδή το Προεδρείο της Ενώσεως δεν έχει υιοθετήσει τη συλλογική δράση του ΔΣ αλλά λειτουργεί ως πλειοψηφούσα ομάδα, τονίζουμε από τώρα ότι δελτίο τύπου θα εκδίδει και η ομάδα μας κάθε φορά, που δεν θα ζητείται και δεν θα καταγράφεται η άποψη μας, ως εκλεγμένων μελών του ΔΣ και μάλιστα επί σημαντικών θεσμικών θεμάτων.
 
Το ζήτημα των προαγωγών των Ανώτατων Δικαστικών Λειτουργών στις θέσεις του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Εισαγγελέα κλπ. Ανωτάτων Δικαστηρίων αποτελεί εδώ και δεκαετίες σημείο τριβής και αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων εξαιτίας της γνωστής συνταγματικής διάταξης. 
 
Για το λόγο αυτό η πάγια επί του θέματος άποψη μας είναι ότι, καταρχήν, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν χρειάζεται να παρεμβαίνει στην κομματική αυτή αντιπαράθεση και σε κάθε περίπτωση η όποια παρέμβαση της επί του θέματος θα πρέπει να βάλει κατά αυτής της τακτικής των κομμάτων και όχι να ενισχύει μια κακώς εννοούμενη, διαχρονικά, πολιτική νοοτροπία περί ''αρεστών'' ή ''μη αρεστών'' Ανώτατων Δικαστικών Λειτουργών. Η από 20-8-2018 ανακοίνωση του ΓραφείουΤύπου της ΕΔΕ κατά τον τρόπο, που διατυπώθηκε, εκλήφθη από όλα τα μέσα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου ως δήλωση ομολογίας από την ίδια την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων περί ύπαρξης ΄΄αρεστών΄΄ στην εκάστοτε Κυβέρνηση (αντιστρόφως και στην εκάστοτε Αντιπολίτευση) Δικαστικών Λειτουργών, συμπέρασμα, που διατυπώθηκε ευθέως στον Πρόεδρο της Ενώσεως και από δημοσιογράφο ραδιοφωνικού σταθμού σε χθεσινή συνέντευξη του.
 
Ειδικότερα η άποψη μας:
 
''Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα, με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, όπως νόμος ορίζει…''.
 
Η αμέσως ανωτέρω διάταξη δεν αποτελεί ούτε το διατακτικό κάποιας δικαστικής απόφασης, ούτε θεσμοθετήθηκε από Λειτουργούς της Θέμιδας (και δεν θα μπορούσε άλλωστε). 
 
Αποτελεί, όπως είναι σε όλους γνωστό, το κείμενο της παρ.5 του άρθρου 90 του Καταστατικού Χάρτη της Χώρας μας (Συντάγματος), που η ίδια η συντεταγμένη – πολιτική εξουσία στη  χώρα μας, αποτελούμενη, διαχρονικά, από τα εναλλασσόμενα στην εκάστοτε Κυβέρνηση και εκάστοτε Αντιπολίτευση πολιτικά κόμματα, θεσμοθέτησε και ουδέποτε, βέβαια, μέχρι σήμερα αναθεώρησε.
 
Αν η πολιτική εξουσία, τα πολιτικά κόμματα, στη χώρα μας διαφωνούν με την εν λόγω διάταξη, που τα ίδια θεσμοθέτησαν και δεν έχουν μέχρι σήμερα αναθεωρήσει, δεν μένει τίποτε άλλο από το να προχωρήσουν στην αναθεώρηση της.
 
Αν εμμένουν στη διατήρηση της ισχύος της οφείλουν να σταματήσουν τις επικοινωνιακού και μόνο τύπου πολιτικές αντιπαραθέσεις τους με φόντο την ανωτέρω διάταξη και τη Δικαιοσύνη κάθε φορά, που έρχεται η ώρα των προαγωγών, όπως επί δεκαετίες μέχρι σήμερα πράττουν κατά την προσφιλή τους συνήθεια, πλάθοντας σενάρια περί ύπαρξης ''αρεστών'' ή ''μη αρεστών'' Δικαστών.
 
Η Δικαιοσύνη στη χώρα μας ήταν, είναι και θα είναι ανεξάρτητη και μέχρι σήμερα έχει συμβάλλει τα μέγιστα στη διαφύλαξη των ατομικών ελευθεριών και στην κοινωνική ειρήνη όπως αυτό προκύπτει από πλήθος δικαστικών αποφάσεων.
 
Κλείνοντας την παρέμβαση μας αυτή, θεωρούμε ότι θα πρέπει να αποτελεί διαρκή στόχευση για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και θα συνιστούσε πραγματική τομή σε μία μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση,  πλήρως εναρμονισμένη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και της ισοτιμίας αυτών, η πρόβλεψη περί κατάρτισης του Οργανισμού των Δικαστηρίων, στα ζητήματα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αποκλειστικά και μόνο από την Δικαστική Εξουσία. Ότι συνιστά για τη Νομοθετική Εξουσία ο Κανονισμός, που θεσπίζεται από την Ολομέλεια αυτής και ρυθμίζει κυριαρχικά τα της εσωτερικής της λειτουργίας, συνιστά και ο Οργανισμός των Δικαστηρίων για την εσωτερική λειτουργία της Δικαιοσύνης. 
 
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν αποτελεί μία απλή διακήρυξη πανηγυρικού τύπου σε ένα Σύνταγμα για να δικαιολογεί την ύπαρξη Κράτους Δικαίου, αλλά αποτελεί συνταγματική διάταξη με ουσιαστικό περιεχόμενο, που θεσπίζει περαιτέρω υποχρέωση της συντεταγμένης – πολιτικής εξουσίας να υλοποιεί με συγκεκριμένο τρόπο σε θεσμικό επίπεδο αυτή τη θεμελιώδη συνταγματική επιταγή. 
 
Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης, μέλος του ΔΣ ΕΔΕ
 
Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, μέλος του ΔΣ  ΕΔΕ
 
Γρηγόρης Κομπολίτης, Ειρηνοδίκης, μέλος του ΔΣ ΕΔΕ
 
 
Υπενθυμίζεται πως λίγες ημέρες νωρίτερα, η πλειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ζήτησε την άμεση απόσυρση της επίμαχης διάταξης, υποστηρίζοντας πως της σχετικής απόφασης δεν προηγήθηκε κανένας διάλογος του υπουργείου Δικαιοσύνης με τις δικαστικές ενώσεις. 
 
Ακόμη, σημείωνε πως η τροποποίηση της εν λόγω διάταξης έρχεται λίγες εβδομάδες πριν τις προαγωγές νέων αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας πως η Επιτροπή για την αναμόρφωση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, κατά την ολοκλήρωση των εργσιών της προ ενός μηνός, κινήθηκε με διαφορετικό προσανατολισμό.
 
Διαβάστε τη σχετική ανακοίνωση:
 
«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης με το άρθρο 15 του νέου Σχεδίου Νόμου, που εισάγει, προχωράει σε αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και συγκεκριμένα μειώνει το ελάχιστο όριο της υπηρεσίας των Αρεοπαγιτών και των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου προκειμένου να επιλεγούν οι νέοι Αντιπρόεδροι και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Της απόφασης αυτής του Υπουργείου δεν προηγήθηκε και πάλι κανένας διάλογος με τις Δικαστικές Ενώσεις, μια παγιωμένη πλέον πρακτική εδώ και αρκετό διάστημα. Αυτό που ωστόσο θεωρούμε μεγαλύτερο ολίσθημα είναι ότι τροποποιείται μία διάταξη λίγες εβδομάδες πριν τις προαγωγές των νέων Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή για την αναμόρφωση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, η οποία συστάθηκε από το ίδιο Υπουργείο, ολοκλήρωσε τις εργασίες της πριν ένα μήνα περίπου και κατευθύνθηκε σε εντελώς διαφορετική γραμμή από αυτήν που υιοθέτησε το κατατεθειμένο Σχέδιο Νόμου. Η Ένωση ζητά στην παρούσα φάση την άμεση απόσυρση της διάταξης και την επιλογή των νέων Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου με το υφιστάμενο καθεστώς, ώστε να μην δημιουργούνται υπόνοιες για εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων της τελευταίας στιγμής.
 
Επίσης προβληματίζει ιδιαίτερα η σκοπιμότητα νομοθέτησης του άρθρου 7 παρ. 1 και 2 του ίδιου Σχεδίου Νόμου, με την οποία επιχειρείται να θεσμοθετηθεί ως λόγος μειώσεως της καταγνωσθείσας ποινής η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου. Κάτι τέτοιο εκτός του ότι δεν έχει έρεισμα ή προηγούμενο στην κοινοτική νομοθεσία και νομολογία, θέτει υπό αμφισβήτηση το ανεπηρέαστο της δικαστικής κρίσης από δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών.
 
Επίσης με τροπολογία και χωρίς να έχει αναφανεί κάποιος ιδιαίτερος λόγος παρατάθηκε η θητεία των αθλητικών δικαστών, παρά το γεγονός ότι με το ν. 4326/2015 οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί ορίζονται για τριετή θητεία χωρίς δυνατότητα ανανέωσής της. Η Ε.Δ.Ε. εκφράζει την αντίθεσή της σε τέτοιες λογικές που καθιστούν άνευ αξίας τους καταλόγους που αποστέλλονται στην Ε.Π.Ο. από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές».
 
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω ανακοίνωση της ΕΔΕ προκάλεσε ήδη την αντίδραση του υπουργού Δικαιοσύνης, Σταύρου Κοντονή, που σε δηλώσεις του στο ρ/σ 247 απάντησε στους δικαστές πως δεν προτίθεται να αποσύρει τη διάταξη, ενώ τους κατηγόρησε πως στην ανακοίνωσή τους ακολουθούν την αντίστοιχη της Νέας Δημοκρατίας.
 
«Όπως ενημερώθηκα σήμερα, δεν είχε υπάρξει συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων πριν από την έκδοση της χθεσινής ανακοίνωσης. Το πώς λειτουργούν είναι εσωτερικό τους ζήτημα και δεν υπεισέρχομαι. Μου κάνει όμως εντύπωση το γεγονός ότι ακολούθησε η ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας. Θα μπορούσε να έχει συμβεί και το αντίστροφο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επαναφέραμε τη διάταξη του νόμου 3472 του 2006. Η Νέα Δημοκρατία το 2006 είχε νομοθετήσει τα δύο χρόνια προϋπηρεσίας στη θέση του Αρεοπαγίτη για να κριθεί κάποιος ως αντιπρόεδρος και αυτό νομοθετούμε κι εμείς σήμερα, προκειμένου να υπάρχει ένα εύρος στην δυνατότητα επιλογής. Αυτό είναι ένα απολύτως δημοκρατικό και σωστό μέτρο, που είχε θεσμοθετηθεί από τη Ν.Δ. η οποία μας καταγγέλλει σήμερα για το ίδιο θέμα. Πρόκειται για παραλογισμό. Δεν έχουμε πρόθεση να αποσύρουμε τη διάταξη. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να νομοθετεί κάνοντας δήθεν διάλογο με αυτούς τους όρους. Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ο διάλογος γίνεται στη Βουλή, με τις πολιτικές δυνάμεις, με τις θεσμοθετημένες ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων. Η Κυβέρνηση μπορεί να προτείνει στη Βουλή μέτρα για τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό των θεσμών. Αλλά να μας κατηγορεί η Ν.Δ. για αυτό που η ίδια είχε νομοθετήσει το 2006 είναι ανεξήγητο. Βρισκόμαστε προ των πυλών του φρενοκομείου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία πρωτόγνωρη για τα κοινοβουλευτικά χρονικά κατάσταση» ανέφερε ο υπουργός Δικαιοσύνης.