Με έναν μίνι απολογισμό σε σχέση με την ομιλία του προ τριών ετών από το ίδιο βήμα, καταδίκη του εθνικισμού και των ξενοφοβικών φωνών, στεκόμενος στις ενέργειες της Ελλάδας για την προώθηση της ανάπτυξης στα Βαλκάνια και κατακρίνοντας την ενίσχυση των ισχυρών σε βάρος των αδυνάμων, ο Αλέξης Τσίπρας πραγματοποίησε ομιλία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, το βράδυ της Παρασκευής.
Ξεκινώντας την ομιλία του, ο Έλληνας πρωθυπουργός θύμισε ότι πριν από τρία χρόνια που απευθύνθηκε για πρώτη φορά στην Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης, είχε τονίσει ότι η Ελλάδα βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή τριών επάλληλων διεθνών κρίσεων (οικονομική, προσφυγική, ασφάλειας), με σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία, την οικονομία και το διπλωματικό ρόλο της χώρας στην περιοχή.
Επισήμανε ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που χτυπήθηκε πιο άγρια από κάθε άλλη από την κρίση της Ευρωζώνης, έχοντας χάσει το 25% του ΑΕΠ της, με την ανεργία να έχει ξεπεράσει το 27% και τα επίπεδα φτώχειας να έχουν αυξηθεί σημαντικά. Ήταν ταυτόχρονα η χώρα που, αναλογικά, ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος της προσφυγικής κρίσης στην ΕΕ, καθώς πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι εισήλθαν στα νησιά της σε μια περίοδο λίγων μηνών. Η Ελλάδα βρέθηκε στο κέντρο μιας ολοένα επιδεινούμενης αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, με τον εθνικισμό να ενισχύεται επικίνδυνα και με ταχείς ρυθμούς στην περιοχή.
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι η Ελλάδα χτυπήθηκε άγρια από τρεις διεθνείς κρίσης τα τελευταία 8 χρόνια και «αναμετρήθηκε σκληρά με λογικές που λένε ότι καθένας μόνος του οφείλει να αντιμετωπίσει διεθνούς κλίμακας προβλήματα». Ωστόσο, τόνισε πως «σήμερα, αν και η Ελλάδα αντιμετωπίζει ακόμα μεγάλες προκλήσεις στην οικονομία, στη διαχείριση του μεταναστευτικού και στη διπλωματία, στέκεται πάλι στα πόδια της φέρνοντας λύσεις στην περιοχή». Κάτι που, όπως είπε, δεν θα γινόταν «χωρίς μια πολιτική που προτάσσει τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία, αλλά παράλληλα δεσμεύεται στην εξεύρεση συλλογικών λύσεων με στόχο την ειρήνη, τη σταθερότητα και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Ο πολιτισμός μας ως Έλληνες, δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολία ως προς τις θέσεις που θα υποστηρίξουμε, είπε, για να τονίσει πως «ο ελληνικός λαός, όπως έκανε πάντα στις κρίσιμες στιγμές, θα σταθεί για μια ακόμη φορά στη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Παρακολουθήστε ολόκληρη την ομιλία:
«Δημοκρατική επιλογή για συλλογικές προοδευτικές απαντήσεις»
«Μια σύγχρονη δημοκρατική πατριωτική πολιτική, πρέπει να βασίζεται σε συλλογικές πρωτοβουλίες και εγγυήσεις που προασπίζουν την ειρήνη, τη σταθερότητα, την αειφόρο ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν πρέπει να βασίζεται στη λογική των μονομερών ενεργειών, στον εθνικισμό και στην ενίσχυση των ισχυρών εις βάρος των αδυνάμων» τόνισε ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, περιγράφοντας τις σύγχρονες προκλήσεις ως ανάγκη αντιπαράθεσης με τον εθνικισμό.
«Η πρόκληση της εποχής μας είναι να ξαναβρούμε αυτή την ισορροπία ως διεθνής κοινότητα απέναντι σε εθνικιστικές δυνάμεις που προπαγανδίζουν το φόβο, το μίσος και τελικά την συλλογική οπισθοδρόμηση κάθε λαού». Αυτή, είπε, «είναι μια πραγματικά σύγχρονη, δημοκρατική, αλλά και πατριωτική επιλογή» υπογράμμισε.
Ο Α. Τσίπρας είπε ότι ήρθε η ώρα, ως Διεθνής Κοινότητα να επαναπροσδιορίσουμε το κρίσιμο ερώτημα για το μέλλον. Το δίλλημα, είπε, δεν είναι πατριωτισμός ή παγκοσμιοποίηση. Αλλά, σημείωσε: «αν θα αφήσουμε τον κόσμο μας στην ανεξέλεγκτη τροχιά της εθνικιστικής αναδίπλωσης -που η ιστορία μας διδάσκει ότι οδηγεί σε τραγωδίες- ή θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για συλλογικές προοδευτικές λύσεις που θα σέβονται την εθνική και λαϊκή κυριαρχία του καθενός ξεχωριστά».
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «καμία σύγχρονη, δημοκρατική πατριωτική πολιτική, δεν μπορεί να είναι πολιτική παθητικής αποδοχής των υποδείξεων υπερεθνικών ελίτ που δεν λογοδοτούν σε κανένα» και πως «καμία σύγχρονη, δημοκρατική πατριωτική πολιτική δεν μπορεί να θεωρήσει δεδομένη μια διεθνή τάξη που αναπαράγει ανισότητες εξουσίας και πλούτου ή προστατεύει το δικαίωμα κάποιων να έχουν τεράστια εμπορικά πλεονάσματα σε βάρος άλλων».
«Όπου ορισμένες χώρες επιβάλλουν τη βούλησή τους και τα συμφέροντά τους σε άλλες, πολλώ δε μάλλον στο όνομα κοινών αξιών», πρόσθεσε, για να σημειώσει ότι «αυτή είναι και η θέση μας στην ευρωζώνη, αυτή είναι η θέση μας σε σχέση με τους ανθρωπιστικούς πολέμους στην περιοχή και αυτή είναι οι θέση μας έναντι των διαφορών μας με τους γείτονές μας».
Με το βλέμμα στους θεσμούς
Ο Α. Τσίπρας υπενθύμισε ότι το ερώτημα για τον ίδιο στην ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 2015 ήταν αν ο ΟΗΕ, η Διεθνής Κοινότητα και οι Διεθνείς Θεσμοί «θα μπορούσαν να συμβάλουν ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις κοινές προκλήσεις μέσα από την αναζήτηση συλλογικών λύσεων». Αν η ΕΕ, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ, ο ΠΟΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα «θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στη βιώσιμη ανάπτυξη, στη μείωση της φτώχειας και σε ένα πιο ισορροπημένο παγκόσμιο εμπόριο». Αν η ΕΕ, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης «θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίλυση της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης αποτελεσματικά και με ανθρωπισμό». Αν ο ΟΗΕ, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ ή ο ΟΑΣΕ «θα προωθούσαν την ειρήνη και την ασφάλεια, θα αποδυνάμωναν τη διεθνή τρομοκρατία και θα επίλυαν συγκρούσεις στην περιοχή μου και σε πολλές άλλες».
Ωστόσο, σημείωσε ο Α. Τσίπρας ότι στα χρόνια που πέρασαν ήρθε στην επιφάνεια ένα «τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης» προς τους διεθνείς και τους εθνικούς θεσμούς, όπως το παραδέχτηκε στην ομιλία του και ο ΓΓ των ΟΗΕ πριν από λίγες μέρες. Σε αυτό το πλαίσιο, είπε, «οι εθνικιστικές δυνάμεις έγιναν ολοένα και πιο ισχυρές και κατάφεραν τελικά να επαναπροσδιορίσουν το ερώτημα, αφού η επιθετική τους στάση ανέδειξε ότι το θέμα δεν είναι αν μπορούμε να βασιστούμε στους διεθνείς θεσμούς για την επίλυση των κοινών μας προβλημάτων στη βάση κοινών αξιών, αλλά το κατά πόσο αυτά τα προβλήματα και αυτές οι αξίες είναι όντως κοινές». «Η λογική αυτών των δυνάμεων για την αντιμετώπιση των κρίσεων ήταν παρόμοια και απλουστευτική: 'όχι στην αυλή μας, ας τα λύσουν τα προβλήματα αυτοί που τα έχουν στην αυλή τους'».
Ο πρωθυπουργός είπε ότι αυτές οι δυνάμεις, στην αντιμετώπιση της κρίσης της Ευρωζώνης υποστήριξαν το GREXIT και την ανάγκη η μοίρα της Ελλάδας να αποτελέσει προειδοποίηση για άλλες χώρες. Στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, υποστήριξαν το μονομερές κλείσιμο των συνόρων στη Βαλκανική οδό, απαίτησαν επαναπροωθήσεις στη θάλασσα και διεκδίκησαν ένα μικρό Schengen που θα απέκλειε τις ευρωπαϊκές χώρες πρώτης γραμμής.
Στην αντιμετώπιση των κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή, «οι λύσεις που πρότειναν ήταν εξίσου απλουστευτικές: κυρώσεις, προληπτικοί ή ανθρωπιστικοί πόλεμοι και όταν αυτά οδηγούσαν σε αδιέξοδο, αποχώρηση από την περιοχή και ανάσχεση των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν».
Τα τελευταία 8 χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή τριών διεθνών κρίσεων: Της οικονομικής, της προσφυγικής, της κρίσης ασφάλειας. Σήμερα, είναι παράγοντας σταθερότητας & ειρήνης στην περιοχή, μέρος της λύσης των προβλημάτων. Ομιλία στη ΓΣ του ΟΗΕ. https://t.co/8RKvFQgRNM
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) September 28, 2018
«Σταθήκαμε όρθιοι, γίναμε μέρος της λύσης»
Ο Α. Τσίπρας σημείωσε ότι «στην Ελλάδα αναμετρηθήκαμε δυναμικά, όχι μόνο με αυτές τις προκλήσεις, αλλά και με αυτές τις 'συνταγές'» και πως «όχι μόνο καταφέραμε να σταθούμε όρθιοι, ξεπερνώντας τις δυσκολίες, αλλά πέραν αυτού, καταφέραμε να γίνουμε από μέρος του προβλήματος, μέρος της λύσης στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή».
Είπε ότι το έκανε αυτό η Ελλάδα χωρίς να υποκύψει στις υποδείξεις χωρών, δυνάμεων και θεσμών που αδιαφορούσαν για τη βούληση του Ελληνικού λαού, προς όφελος δικών τους οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Επίσης, το έκανε χωρίς να καταφύγει «σε μια εθνικιστική πολιτική, μια εθνικιστική αναδίπλωση που θα μας οδηγούσε στην αποχώρηση από την Ευρωζώνη, στην ενίσχυση των εντάσεων με τους γείτονές μας ή στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου».
Ανέφερε αναλυτικά σχετικά με τις τρεις παράλληλες κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα:
Πρώτον, σε ότι αφορά την οικονομία, «παραμείναμε στην Ευρωζώνη, αλλά διαπραγματευθήκαμε σκληρά για ένα οικονομικό πρόγραμμα που έδινε έμφαση σε απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι στη διαιώνιση μιας τιμωρητικής και εξοντωτικής λιτότητας». «Ταυτόχρονα», είπε, «προστατεύσαμε τα εργασιακά δικαιώματα, θεσπίζουμε την αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ εξασφαλίσαμε δημοσιονομικό χώρο για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και την υποστήριξη των πλέον αδυνάμων».
«Σήμερα, έχουμε αφήσει πίσω μας τα προγράμματα που γεννούσαν διαρκώς ύφεση, ο ρυθμός ανάπτυξής μας είναι πάλι θετικός, 2,1% φέτος και θα είναι 2,5% για το 2019.Η ανεργία έπεσε κατά 8%, ο τουρισμός υπερέβη τα 34 εκατομμύρια επισκέψεις, τα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα υπερκαλύπτονται, ενώ το ενδιαφέρον των επενδυτών αυξάνεται σταθερά», πρόσθεσε και τόνισε ότι «η Ελλάδα καθίσταται περιφερειακός, ενεργειακός, εμπορικός και διαμετακομιστικός κόμβος, αλλάζοντας τον ενεργειακό χάρτη και αναπτύσσοντας τις στρατηγικές της υποδομές».
«Δεν ενδώσαμε στις ξενοφοβικές φωνές»
Δεύτερον, σε ότι αφορά τη προσφυγική κρίση, είπε ότι η Ελλάδα κλήθηκε να διαχειριστεί τις μεγαλύτερες προσφυγικές ροές στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ιστορία. «Το πράξαμε με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, όμως, υποστηρίξαμε την εφαρμογή μιας δύσκολης, αλλά απαραίτητης Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας».
Σημείωσε ότι «δεν ενδώσαμε στις εθνικιστικές, ξενοφοβικές φωνές, που υποστήριζαν τις επαναπροωθήσεις στη θάλασσα ή μια επιφανειακή διαδικασία ασύλου που θα απέρριπτε το σύνολο των αιτημάτων» και ότι «δεν διστάσαμε να αποδεχθούμε ότι όσοι δε χρήζουν διεθνούς προστασίας θα πρέπει να επιστρέφουν στη χώρα διέλευσής τους, όπου είναι ασφαλείς».
«Ασκήσαμε δριμεία κριτική στις ευρωπαϊκές χώρες που αρνούνταν να αναλάβουν το βάρος που τους αναλογεί.Τις χώρες που θέλουν να είμαστε μαζί στα δικαιώματα αλλά χώρια στις υποχρεώσεις», είπε, για να προσθέσει πως «ο λαός της Ελλάδας, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, υποδέχτηκε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που εισήλθαν στη χώρα, δίνοντας μαθήματα αλληλεγγύης». Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε πως το σημαντικότερο είναι ότι σήμερα, οι θάνατοι στο Αιγαίο έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί και οι ροές έχουν μειωθεί δραστικά.
«Ο σημαντικότερος πυλώνας ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή»
Τρίτον, σε ότι αφορά τη κρίση ασφάλειας, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η χώρα αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις από την ραγδαία αύξηση της αποσταθεροποίησης, του εθνικισμού και των εντάσεων, «σε μια περιοχή στην οποία είχαμε ήδη σημαντικές διαφορές με γειτονικές μας χώρες». Σε αυτό το γεωπολιτικό περιβάλλον, είπε, η Ελλάδα διατήρησε μια πολιτική προάσπισης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και συμφερόντων.
Ο Α. Τσίπρας τόνισε πως την ίδια στιγμή, η Ελλάδα επέλεξε να καταστεί, μαζί με την Κύπρο, ο σημαντικότερος Ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή, με την καθιέρωση δυναμικών τριμερών σχημάτων συνεργασίας με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Ιορδανία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη και έδωσε σαφώς το μήνυμα ότι «ο διάλογος, η συνεργασία και ο σεβασμός για το Διεθνές Δίκαιο είναι ο μόνος τρόπος να καλλιεργήσουμε σταθερές διμερείς σχέσεις και να ενισχύσουμε τις προοπτικές της περιοχής».
«Σε αυτήν την πολιτική παραμείναμε προσηλωμένοι και στις δύσκολες σχέσεις μας με τη γειτονική Τουρκία, αρνούμενοι ξανά και ξανά να ενδώσουμε στον εθνικισμό και την κλιμάκωση της έντασης», σημείωσε ο πρωθυπουργός. Μια θέση που «μας επέτρεψε να απελευθερώσουμε τη δυναμική των σχέσεών μας στους τομείς της ασφάλειας, της μετανάστευσης, της ενέργειας και της οικονομίας» και που την ίδια στιγμή «καθιστούσε σαφή την ανάγκη να υπάρχει σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο».
«Προωθούμε ενεργά τη σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη στα Βαλκάνια»
Ο Έλληνας πρωθυπουργός πρόσθεσε ότι παράλληλα «προωθούμε ενεργά τη σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη στα Βαλκάνια, μέσω μιας πολιτικής επίλυσης εντάσεων, προβλημάτων και ανοικτών ζητημάτων με τους γείτονές μας, που ξεκλειδώνει την προοπτική τους για ένταξη στην ΕΕ και σε άλλους Διεθνείς Οργανισμούς εφόσον το επιθυμούν». Μέσω του διαλόγου με την Αλβανία, είπε, αλλά κυρίως μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη βόρειο γείτονα, «μια Συμφωνία που δεν είναι μόνο σημαντική για την περιοχή, αλλά μπορεί να αποτελέσει και μοντέλο για την επίλυση διαφορών και η οποία «δεν προέκυψε μέσω της επιβολής του ισχυρότερου και των συμφερόντων του, αλλά ήταν αμοιβαίως αποδεκτή, προασπίζοντας την αξιοπρέπεια και των δύο πλευρών».