του Μιχαλή Γιαννεσκή
Στις περισσότερες εκλογές ανά τον κόσμο, τα σλόγκαν «ελπίδας» και «αλλαγής» των πολιτικών δημιουργούν προσδοκίες και ψευδαισθήσεις. Υπό την «επήρεια» των τελευταίων, ένα σημαντικό μέρος των εκλογέων υπνοβατεί προς τις κάλπες και ψηφίζει την αντιπολίτευση για να τιμωρήσει τους κυβερνώντες που αθέτησαν τις υποσχέσεις τους. Οι ελπιδοφόροι πολιτικοί που εκλέγονται δεν εκπληρούν τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται στις επόμενες εκλογές. Οι αμερικανικές εκλογές δεν αποτελούν εξαίρεση.
Το «Κόμμα των Επιχειρήσεων»
Οι δημοσκοπήσεις που προβλέπουν άνοδο των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ προμηνύουν μεν αλλαγή προσώπων, αλλά όχι πολιτικής κατεύθυνσης. Στις ΗΠΑ, όπως έχει εύστοχα επισημάνει ο Νόαμ Τσόμσκι, στην ουσία υπάρχει ένα κόμμα, το Κόμμα των Επιχειρήσεων, το οποίο έχει δύο παρατάξεις, τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς. Και οι δύο εφαρμόζουν παραλλαγές της ίδιας πολιτικής, με ελάχιστες παρεκκλίσεις. Οι απειροελάχιστοι αντιπρόσωποι ή γερουσιαστές που αντιτίθενται σε αυτή την πολιτική καταφέρνουν μόνο να ενισχύσουν το άλλοθι της δημοκρατικότητας του πολιτεύματος.
Η πιο απτή απόδειξη των παραπάνω είναι ότι πολλές εταιρείες χρηματοδοτούν και τα δύο κόμματα. Μεγαλύτερα ποσά προσφέρονται στο κόμμα που υποστηρίζει σθεναρότερα τα συμφέροντά τους. Μερικές φορές τα εν λόγω ποσά είναι αστρονομικά. Οι πάμπλουτοι αδελφοί Koch δήλωσαν πέρυσι ότι θα συνεισφέρουν 300-400 εκατομμύρια δολάρια στην τρέχουσα προεκλογική καμπάνια των Ρεπουμπλικάνων, εάν αυτοί εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις, δηλαδή περικοπές, στην περίθαλψη και στη φορολογία. Τέτοιες δωρεές θεωρούνται εντελώς νόμιμες. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ επαναδιαβεβαίωσε το 2014 προηγούμενη απόφασή του ότι η δωρεά χρημάτων σε κόμματα για προεκλογικές καμπάνιες αποτελεί ένα είδος «ελευθερίας του λόγου».
Χρηματοδοτούμενοι από την κατευθυνόμενη «ελευθερία του λόγου», οι πολιτικοί ιεροκήρυκες της ιδιωτικοποίησης και της λιτότητας παροτρύνουν από τα έδρανά τους τους φτωχούς να μεγιστοποιήσουν τη φτώχεια τους. Οι περιστάσεις αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, αλλά οι στοίχοι του Σκωτσέζου ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς παραμένουν επίκαιροι, δύο αιώνες αφότου γράφτηκαν για το ξεπούλημα της χώρας του από την πολιτική ελίτ της εποχής του:
Ό,τι μέσω βίας ή δόλου δεν υποτάχτηκε,
Γι’ αναρίθμητες πολεμοχαρείς εποχές,
Τώρα απ’ ολιγάριθμους δειλούς καταφέρθηκε,
Με των μισθοφόρων προδοτών τις αμοιβές.
Όπως τότε, έτσι και σήμερα, η ανεργία και η περιθωριοποίηση δημιουργούν ανασφάλεια και απαισιοδοξία. Αυτές είναι απαραίτητα συστατικά για την επίτευξη των κατά κανόνα βραχυπρόθεσμων στόχων του σύγχρονου καπιταλισμού. Η απαισιοδοξία πολλών μη προνομιούχων κοινωνικών ομάδων που συχνά εκδηλώνεται μέσω της αποχής τους από την εκλογική διαδικασία, αποτελεί θεόσταλτο δώρο για τους κυβερνώντες, καθότι τους διευκολύνει να εστιάσουν τον πολιτικό λόγο τους προς όφελος των συμφερόντων που τους χρηματοδοτούν.
Τα κούφια λόγια των Αμερικανών πολιτικών περί «ίσης μεταχείρισης» των πολιτών πείθουν μόνον τους αδαείς. Ο Μπαράκ Ομπάμα, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ, διοικούσε μια χώρα στην οποία περισσότεροι μαύροι Αμερικανοί ήταν φυλακισμένοι ή υπό την εποπτεία της ποινικής δικαιοσύνης από όσους ήταν σκλάβοι πριν από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Οι Αμερικανοί πολιτικοί είναι φειδωλοί με τα κρατικά κονδύλια όταν πρόκειται για την κοινωνική πρόνοια ή περίθαλψη, αλλά τα προσφέρουν γενναιόδωρα για τη διάσωση εταιρειών και τραπεζών που θεωρούνται «too big to fail», όταν στην πραγματικότητα είναι «too big to exist», όπως είχε τονίσει ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς.
Η Ευρώπη ακολουθεί κατά πόδας
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ακολουθούν πιστά το αμερικανικό παράδειγμα. Η Βρετανία αποτελεί τον πιο πρόθυμο «Δούρειο Ίππο» των αμερικανικών επιχειρησιακών συμφερόντων στην Ευρώπη. Επιτρέπει χρηματοπιστωτικές κατεργαριές που απαγορεύονται στις ΗΠΑ. Διευκολύνει τη διείσδυση αμερικανικών ιατροφαρμακευτικών κα άλλων εταιρειών στην Ευρώπη, οι οποίες αναζητούν νέες πηγές κέρδους, καθότι η εγχώρια αγορά τους έχει κορεστεί.
Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης επίσης κυβερνώνται από διάφορα σχήματα «Κομμάτων Επιχειρήσεων», σχεδόν πανομοιότυπα με το αμερικανικό πρότυπο. Μερικά από αυτά, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία, σχηματίζουν επίσημους συνασπισμούς. Άλλα λειτουργούν στην ουσία ως συνασπισμοί προστασίας του κεφαλαίου. Παράδειγμα οι Συντηρητικοί και η πτέρυγα του Μπλερ των Εργατικών στην Βρετανία· οι Σοσιαλιστές και μέρος των Συντηρητικών στη Γαλλία του Μακρόν· ή η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά με την σχεδόν ολόιδια πολιτική τους στη Σουηδία. Οι διενέξεις αυτών των κομμάτων στα κοινοβούλια τους δεν είναι παρά παρωδία της δημοκρατίας, διότι εξυπηρετούν μόνο επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
Οι συνασπισμοί συχνά διεθνοποιούνται, σχηματίζοντας ένα ανεπίσημο αλλά αποτελεσματικό «Κόμμα του Πολέμου». Το εν λόγω κόμμα προωθείται από τις πολεμικές βιομηχανίες – αυθεντίες στα θέματα χρηματοδότησης κομμάτων – και κατέχει την πλειοψηφία μονίμως στις ΗΠΑ, και μέχρι πρότινος την κατείχε και στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Κάθε φορά που το Συμβούλιο Ασφαλείας ή η ολομέλεια του ΟΗΕ δεν εγκρίνουν πολεμικές παρεμβάσεις, σχηματίζεται ο «συνασπισμός των προθύμων» υπό την αρχηγία των ΗΠΑ. Τα εκάστοτε «επιτεύγματά» του, όπως οι βομβαρδισμοί της Σερβίας, του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας, δικαιολογούνται σθεναρά από τα διεθνή ΜΜΕ.
Η ψευδαίσθηση δημοκρατίας
Η προώθηση του δημοκρατικού προσωπείου των πολιτικών αποφάσεων αποτελεί βασικό ρόλο των συστημικών ΜΜΕ. Για αυτό σήμερα ασχολούνται εκτενώς με τις επερχόμενες εκλογές στις ΗΠΑ, παρότι δεν πρόκειται να επηρεάσουν την αμερικανική πολιτική. Από τις 33 έδρες γερουσιαστών που διακυβεύονται, οι Δημοκρατικοί πρέπει να διατηρήσουν τις 25 που κατέχουν σήμερα, και να κερδίσουν τουλάχιστον 2 από τις υπόλοιπες 8 για να επιτύχουν μια οριακή πλειοψηφία στη Γερουσία. Μια νίκη των Δημοκρατικών θα έχει μόνο συμβολική αξία. Το βέτο του προέδρου, η συντηρητικότητα του Ανώτατου Δικαστηρίου και η πλειοψηφία του «Κόμματος των Επιχειρήσεων» εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη συνέχιση της αμερικανικής πολιτικής ατζέντας.
Πολύ κακό για το τίποτα, δηλαδή, αν εξαιρεθεί η διατήρηση της ψευδαίσθησης δημοκρατίας. Όπως είχε σοφά πει η Έμα Γκόλντμαν, αν οι εκλογές – αμερικανικές και μη – άλλαζαν κάτι, θα ήταν παράνομες. Παρόλα αυτά, ο Τσόμσκι έχει επίσης σοφά επισημάνει ότι καμία αντίσταση στην εκμετάλλευση δεν υπήρξε άκαρπη, ακόμα και σε εποχές πολύ σκοτεινότερες της παρούσης. Οι έμφυτες αντιφάσεις του καπιταλισμού αποτελούν την Αχίλλειο πτέρνα του. Ρίχνουν συχνά το «δημοκρατικό» προσωπείο, αποκαλύπτοντας αυτούς που κινούν τα νήματα των πολιτικών και επικοινωνιακών μαριονετών, και αναδύοντας κοινωνικές δυνάμεις αποφασισμένες να αντισταθούν.