Η υπόθεση αφορά αιφνιδιαστική έρευνα από Εισαγγελέα με συνδρομή αστυνομικών της ΕΚΑΜ τον Απρίλιο του 2013, έπειτα από πληροφορίες για εξέγερση κρατουμένων. Εικοσιδύο κρατούμενοι των φυλακών κατήγγειλαν τότε τα μέλη της ΕΚΑΜ για κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια του αιφνιδιαστικού ελέγχου στα κελιά τους. Η χρονοβόρα ολοκλήρωση της έρευνας είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση από τον ιατρό της φυλακής ότι ορισμένοι κρατούμενοι έφεραν μώλωπες και ίχνη δερματίτιδας.
 
Στη συνέχεια, κάποιοι από τους κρατούμενους κατήγγειλαν τη χρήση, μεταξύ άλλων, την εκτεταμένη χρήση συσκευών ηλεκτροσόκ (taser) από τους αστυνομικούς, καθώς και πως τους χτύπησαν και τους άφησαν χωρίς ρούχα γαι ορισμένο χρονικό διάστημα. Η πειθαρχική έρευνα που διεξήχθη δεν διαπίστωσε κάποια παράβαση, και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Σύμφωνα με την τότε καταγγελία της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων, «στην τελευταία τους επιχείρηση στα Γρεβενά οι άνδρες των ΕΚΑΜ φορώντας κουκούλες, αφού έβγαλαν τους κρατουμένους από τα κελιά τους χτυπώντας τους με τα κλομπ αλλά και με όπλα τύπου taser, εξαναγκάζοντάς τους να κινούνται στα τέσσερα, τους έδεσαν και τους μετέφεραν γυμνούς στο γυμναστήριο της φυλακής. Οση ώρα, γυμνοί και δεμένοι, οι κρατούμενοι βρίσκονταν στο γυμναστήριο, τα ΕΚΑΜ κατέστρεφαν τα κελιά τους με την πρόφαση του ελέγχου».

 
Η συνέχεια γράφτηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που διαπίστωσε πως οι έντεκα από τους κρατούμενους είχαν όντως υποστεί κακομεταχείριση, ενώ διαπιστώθηκε ακόμη πως η έρευνα των αρχών για το περιστατικό δεν ήταν αποτελεσματική και ταχεία. Όπως αναφέρει το lawpost.gr, το ΕΔΔΑ ανέφερε πως οι τραυματισμοί που διαπιστώθηκαν στους προσφεύγοντες σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της επίδικης έρευνας, επισημαίνοντας ωστόσο πως οι συγκεκριμένες πράξεις αποτελούσαν κακομεταχείριση και όχι βασανιστήρια.
 
Καταλήγοντας, το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του ουσιαστικού και διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκ μέρους της Ελλάδας, επιδικάζοντας το ποσό των 10.000 ευρώ σε 11 συνολικά προσφεύγοντες ξεχωριστά, καθώς και το ποσό των 1.500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.