Το τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής, αποτελούμενο από τους Διονύση Λιακόπουλο και Χρήστο Στεργιόπουλο, αφού τον εντοπίζει στην οδό Τριών Ιεραρχών, του επιτίθεται με ένα επαγγελματικό χτύπημα με πτυσσόμενο μαχαίρι «πεταλούδα». Ακολουθούν άλλες έξι μαχαιριές από στιλέτο στη σπονδυλική στήλη, την πλάτη, τη δεξιά περιμασχαλιαία χώρα και το δεξιό βραχίονα του θύματος, που τον αφήνουν νεκρό.
Η δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν προσομοιάζει ως μέθοδος με τη δολοφονία του Π. Φύσσα με το αντίστοιχο επαγγελματικό χτύπημα του χρυσαυγίτη δολοφόνου Γ. Ρουπακιά.
Οι δύο δολοφόνοι συνελήφθησαν γύρω από τη περιοχή της πλατεία Συντάγματος λίγη ώρα μετά, μιας και η αστυνομία είχε ειδοποιηθεί άμεσα από περίοικους, ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι βγήκαν παγανιά ως οπλισμένο χρυσαυγίτικο τάγμα εφόδου και χωρίς να αισθάνονται πως υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να συλληφθούν καθώς κουβαλούσαν πάνω τους το ματωμένο μαχαίρι.
Μέτα την έρευνα στα σπίτια τους βρέθηκε το τυπικό χρυσαυγίτικο οπλοστάσιο, αποτελούμενο από τρία μαχαίρια «πεταλούδες», ρόπαλα, σφαίρες από πολεμικό όπλο, σφεντόνες, ένα αεροβόλο και προεκλογικά φυλλάδια της Χρυσής Αυγής, χρυσαυγίτικα αυτοκόλλητα και αφίσες.
Ο Διονύσης Λιακόπουλος και ο Χρήστος Στεργιόπουλος προφυλακίστηκαν και οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα, όπου τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, χωρίς όμως στο κατηγορητήριο να υπάρχουν τα ρατσιστικά κίνητρα του εγκλήματος τους. Στο βούλευμα, δε, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές έστελναν την συγκεκριμένη υπόθεση στο ακροατήριο, υιοθετώντας τους ισχυρισμούς των δύο Χρυσαυγιτών από τις απολογίες τους ότι «επιτέθηκαν στο Λουκμάν επειδή τους έκοψε το δρόμο με το ποδήλατό του».
Η αστυνομία δεν διερεύνησε ποτέ το ρατσιστικό κίνητρο, παρέχοντας πλήρη κάλυψη στο χρυσαυγίτικο μόρφωμα, ενώ ο τότε υπουργός Νίκος Δένδιας, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη δολοφονία, την χαρακτήριζε ως μεμονωμένο περιστατικό, παραχωρώντας ο ίδιος πλήρη ασυλία στη δράση των χρυσαυγίτικων ταγμάτων εφόδου.
Έπειτα από τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, ο τότε επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Νιλς Μούιζνιεκς επισκέπτεται τη χώρα μας, επισημαίνοντας τις ελλείψεις και την τραγική ολιγωρία στην αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας και της εγκληματικής δράσης της ναζιστικής οργάνωσης της Χ. Αυγής.
Ευτυχώς, σχεδόν ένα χρόνο μετά το έγκλημα, οι δυο χρυσαυγίτες δολοφόνοι στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών κρίνονται ένοχοι για όλες τις κατηγορίες συμπεριλαμβανομένης και της διάταξης του άρθρου 79 παρ. 3 ΠΚ που όριζε το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση για την επιμέτρηση της ποινής και επιπλέον του άρθρου 81Α για το ρατσιστικό έγκλημα.
Εφαρμόζοντας, έτσι, για πρώτη φορά τη διάταξη του ρατσιστικού κινήτρου και, ουσιαστικά, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό ιστορικό νομικό προηγούμενο το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το έγκλημα: «τελέστηκε από μίσος προκαλούμενο λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών χαρακτηριστικών του θύματος, της θρησκείας του, της εθνικής και εθνοτικής του καταγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 79, παρ. 3 Π.Κ.» και πως «δεν καταλείπουν καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο για τη διάπραξη του εγκλήματος υπαγορευόμενου από αισθήματα ρατσιστικού μίσους».
Οι χρυσαυγίτες δολοφόνοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό και παράλληλα κατηγορούνται για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Αυτές τις μέρες, έξι χρόνια μετά την δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, εξακολουθεί να διεξάγεται η δίκη σε δεύτερο βαθμό που ξεκίνησε τον Απρίλη του 2018.
Κύριο χαρακτηριστικό παραμένει το ρατσιστικό κίνητρο των δολοφόνων, καθώς σε μια από τις τελευταίες συνεδριάσεις του δικαστηρίου, μάρτυρας αστυνομικός καταθέτει πως οι κατηγορούμενοι έχοντας ομολογήσει τη δολοφονία, έλεγαν το βράδυ της σύλληψης τους: «Καλά δεν του κάναμε; Είναι αλλοδαπός, έρχονται στη χώρα μας και μας κάνουν κακό».
Η δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν αποτελεί ένα ακόμα ρατσιστικό έγκλημα της Χρυσής Αυγής. Ενάντια στις δολοφονικές ρατσιστικές ορέξεις τους παραμένει ανοιχτό το τραγικό αποτέλεσμα που διαχέεται μέσα από την ισοπεδωτική λογική του κακού πρόσφυγα-μετανάστη.
Η άνοδος της ακροδεξιάς ρατσιστικής ρητορείας που μετατρέπεται σε πολιτική έκφραση από ημιφασιστικά/φασιστικά κόμματα τα οποία θεριεύουν ή, ακόμα χειρότερα, από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που μονομερώς πλέον θεσμοθετούν συνταγματικά το ρέκβιεμ των ελευθεριών και των δικαιωμάτων, το κλείσιμο των συνόρων στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος», χρειάζεται να αντιμετωπισθούν για τα χειρότερα που πολιτικά έρχονται με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η αύξηση του αριθμού των ποινικών αδικημάτων με ακροδεξιά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά κίνητρα στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη δείχνει ότι δεν μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος,, με την μισαλλόδοξη ακροδεξιά ρητορική να βρίσκει, δυστυχώς, ευήκοα ώτα όλο και περισσότερο, καθώς ενεργοποιούνται εκ νέου τα νέο-συντηρητικά αντανακλαστικά σε μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού κοινωνικού ιστού. Ο ανερμάτιστος ευρωσκεπτικιστικός πολιτικός λόγος βρήκε χώρο, μέσω των αντιπροσφυγικών-αντιμεταναστευτικών και αντιισλαμιστικών προταγμάτων, ώστε να ριζωθεί η ακροδεξιά και οι νεοναζιστικές εγκληματικές εκδοχές της.
Ευχόμαστε να μη ξεχαστεί ο Σαχζάτ Λουκμάν, ο Παύλος Φύσσας και κάθε θύμα της χρυσαυγίτικης ή άλλης ναζιστικής συμμορίας, ώστε να μη θεριεύει ο ακροδεξιός κατήφορος χωρίς τέλος, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους μας.