της Δανάης Καρυδάκη
Στις 15 Ιανουαρίου 2019 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τα γερμανικά τάγματα εφόδου ως συνέπεια της συμμετοχής της στην κομμουνιστική εξέγερση στο Βερολίνο. Στα τελευταία της γραπτά λόγια, υμνούσε τη δύναμη των μαζών, των πολλών, παρομοιάζοντάς τους με έναν βράχο πάνω στον οποίο θα χτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. Αυτή η θέση, εν όψει ενός αναμενόμενα μαζικότατου συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία πριν την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική βουλή, στάθηκαν αφορμή να σκεφτώ για τις μάζες, για τους πολλούς, το πλήθος, τον λαό (ή τους λαούς) και ό,τι αυτά συνεπάγονται.
Τον τελευταίο καιρό, ως άλλη Μαρία Αντουανέτα-Αντιγόνη Λυμπεράκη, νιώθω συνεχώς πως «οι πολλοί» παίρνουν τη λάθος ρότα. Το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία που είναι μια, ελληνική, αδιαίρετη και ομοούσια φαίνεται να μαζεύει αρκετές χιλιάδες κόσμου την ερχόμενη Κυριακή 20 Ιανουαρίου. Ακόμα όμως κι αν δεν συρρεύσουν στο Σύνταγμα ή στις πλατείες των άλλων πόλεων, το 70% των πολιτών διαφωνεί με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εξαιτίας αυτού του μομέντουμ, αλλά και της εδραίωσης και απενοχοποίησης του φασισμού στη χώρα, φανερές και κρυφές δημοσκοπήσεις προβλέπουν μια Χρυσή Αυγή πολλαπλώς ενισχυμένη τόσο στην τοπική αυτοδιοίκηση όσο και στο κοινοβούλιο. Αυτός ο εκφασισμός ή, για να το θέσω διαφορετικά, ο φόβος και το μίσος για το αλλιώτικο και το διαφορετικό αντανακλάται και γενικότερα στις κοινωνικές αντιλήψεις «των πολλών». Στην ερώτηση «ποιους δεν θα θέλατε για γείτονες» για το 2018, το 70% των Ελλήνων απαντά «τοξικοεξαρτημένους» και το 35% «φορείς του AIDS», ενώ 1 στους 3 δεν θέλει για γείτονες ομοφυλόφιλους και 1 στους 4 λέει όχι σε μετανάστες ή ξένους εργάτες.
Αυτοί «οι πολλοί» που πήραν τη λάθος ρότα, δεν είναι μια μάζα αόριστη και θολή, έχουν πρόσωπα συγκεκριμένα, χαρές, σκοτούρες, χέρια και πόδια, σπίτι στο χωριό, χρέος στην εφορία, παιδί στην ξενιτειά, ξάδερφο στο ΠΑΣΟΚ.
Είναι ο γραβατωμένος, ευγενέστατος προϊστάμενος της τράπεζας που ακούει σε ένα όνομα αντίστοιχο του Φραγκίσκος Δελαπόρτας και μου ξεφουρνίζει απ’ έξω απ’ έξω μεν, με περισσή ευκρίνεια δε, ότι λατρεύει την ιστορία, γιατί, λέει, μαθαίνει για το αρχαιοελληνικό DNA αλλά και για τα ψέματα που μας έχουν αραδιάσει αυτοί που κινούν τα νήματα για την περίοδο ’40-’45.
Είναι η κυρία Πόπη, συνταξιούχος μοδίστρα στη Λέρο, που αφού με περιμαζεύει και με ταΐζει μελιτζάνες παπουτσάκια να γλείφεις τα δάχτυλά σου, αρχίζει έναν μονόλογο για τους «μελαμψούς μετανάστες που έρχονται να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας και να εξαφανίσουν το έθνος μας» κι εγώ ψάχνω την πόρτα να φύγω μακριά.
Είναι οι θείοι που κάθονται με τη νεολαία στα οικογενειακά τραπέζια, ο σεκιουριτάς του Ελ. Βενιζέλος και η κοπέλα που χτυπάει τατουάζ στη Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτούς, η δολοφονία της Αγγελικής στην Κέρκυρα από τον πατέρα της επειδή δεν ενέκρινε τον Αφγανό σύντροφό της βαφτίζεται «έγκλημα τιμής». Ο βιασμός και δολοφονία της Ελένης στη Ρόδο γίνεται «μα, κι αυτή πήγαινε γυρεύοντας» και «γι’ αυτό πρέπει να κορίτσια να προσέχουν τι φοράνε, να μη δίνουν δικαιώματα και να μην κυκλοφορούν μόνες τους». Ο μέχρι θανάτου ξυλοδαρμός του άοπλου νηφάλιου Ζακ Κωστόπουλου από ευυπόληπτους καταστηματάρχες ονομάζεται «άμυνα» και «προάσπιση περιουσίας».
Συνεχίζω την αναζήτηση της κατανόησης «των πολλών» καταφεύγοντας στο ιστορικά πιο μαζικό, λαϊκό και λαοφιλές μέσο: την τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια στο σπίτι δεν έχουμε τηλεόραση. Δεν έτυχε, δεν μπορούσαμε, δεν θέλαμε, διαλέξτε και πάρτε. Ειδήσεις διαβάζω από τα σάιτ, άντε στο τσακίρ κέφι να βάλω στο livestreaming να παίζει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΙ – ένοχη απόλαυση που έχει χάσει κι αυτή την αίγλη των εποχών μεγαλείου του ’15. Σειρές βλέπω στο Netflix, ταινίες από torrent, στιγμιότυπα από ποικίλα ριάλιτι επιβίωσης-μόδας-τραγουδιού-γνωριμιών από τα ολιγόλεπτα βιντεάκια που ανεβαίνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Echo chamber το λένε οι Αγγλοσάξονες, εγώ θα πω ότι ζω στον κόσμο τον δικό μου, εκεί που υπάρχεις μόνο εσύ μωρό μου που συμφωνούμε ιδεολογικά, ταιριάζουμε πολιτισμικά, εναρμονιζόμαστε πολιτικά και μοιάζουμε κοινωνικά. Λάθος αν θες να καταλάβεις «τους πολλούς».
Βγαίνω, λοιπόν από τη ροζ τσιχλόφουσκα, βρίσκω μια τηλεόραση και την ανοίγω. Ο Χάρης Ρώμας, υποψήφιος με τον συνδυασμό του Γιώργου Πατούλη στην περιφέρεια Αττικής, αναφωνεί πάνω από μια κατσαρόλα που μαγειρεύει κριθαράκι «Πάνω από όλα η Ελλάδα μας». Ο Τάκης Τσουκαλάς, άξιος συνεχιστής μιας μακράς αιματοβαμμένης ρητορικής απέναντι στους μαύρους, αποκαλεί τον Θανάση Αντετοκούνμπο «πίθηκο». Η Ιωάννα Μπέλλα, Σταρ Ελλάς 2018, υποστηρίζει με ανάλαφρη διάθεση πως «όποια γυναίκα δεν έχει φάει ξύλο λέει ψέματα». Η Μαρία Μπεκατώρου δηλώνει πως «δεν θέλει να μαγειρεύει ο άντρας της, η κουζίνα είναι ο δικός της χώρος, να σιδερώσει; όχι καλέ!». Ο Νίκος Οικονομόπουλος, 34 χρονών μαντράχαλος από ό,τι πληροφορούμαι, λέει πως «δεν θα πλύνει πιάτα, δεν μπορεί, νιώθει άβολα» και η καλή του Ευαγγελία Αραβανή τον ανταμείβει λέγοντας ότι της αρέσει που είναι έτσι «άντρας». Και, φυσικά, η ελληνική τηλεόραση, το μέσο «των πολλών», έχει ακόμα μια θέση για τον Μάρκο Σεφερλή που έχει αναγάγει τον ρατσισμό, την ομοφοβία και τον σεξισμό σε επιστήμη.
Καθώς ένα τεράστιο σπυροπαπαδοπουλικό και all time classic τηλεοπτικό «Τι έγινε ρε παιδιά;» πλανάται πάνω απ’ το κεφάλι μου, η αυθόρμητη τάση είναι να κλείσω την τηλεόραση. Να επιστρέψω στο echo chamber, στη ροζ τσιχλόφουσκα, στον κόσμο τον δικό μου. Δεν ξέρω, όμως, πόσο αυτό θα με βοηθήσει πραγματικά να καταλάβω. Η προφανής ή μάλλον η μαρξιστική εξήγηση είναι ότι η τηλεόραση, ως βασικό εργαλείο της ιδεολογικής ηγεμονίας, προβάλλει κάποιες στάσεις και αντιλήψεις με σκοπό να κρατά τις μάζες κοιμισμένες, ληθαργικές, νανουρισμένες από εύπεπτους δυισμούς μαύροι-λευκοί, άντρες-γυναίκες, Έλληνες-ξένοι, στρέιτ-γκέι ούτως ώστε να ξεχνούν ή να μην βλέπουν τον πιο πυρηνικό κατά Μαρξ διαχωρισμό, την πάλη των τάξεων. Αυτή η εν πολλοίς πειστική ερμηνεία, προϋποθέτει, κατά κάποιον τρόπο, ότι υπάρχει ένα πλάνο, μια συνεννόηση μεταξύ εγκεφάλων να κοιμίσουν τις μάζες για να μην κάνουν επανάσταση. Για να το θέσω λίγο σχηματικά δηλαδή, έκατσε η Ιωάννα η Μπέλλα με τον Τάκη τον Τσουκαλά σε ένα τραπέζι και αποφάσισαν να μας ταΐσουν φούμαρα για να μην αφυπνιστεί η ταξική μας συνείδηση, κηρύξουμε απεργία διαρκείας και καταλάβουμε τα μέσα παραγωγής.
Κυρίως, όμως, αυτή η ερμηνεία, όπως και η κρίση που διατρέχει αυτό το άρθρο ότι «οι πολλοί» πήραν τη λάθος ρότα φαντάζει και, ενδεχομένως, είναι βαθιά ελιτίστικη και προνομιούχα. Αντιμετωπίζει «τους πολλούς» κατά το αγγλικό «hoi polloi», έκφραση που πηγάζει από την ερασμιακή προφορά του Αριστοτελικού «οι πολλοί» και χρησιμοποιείται για να αποδόσει την έννοια του λαού και ειδικά της εργατικής τάξης με υποτιμητικό ή ειρωνικό τρόπο, όπως π.χ. χρησιμοποιείται στα ελληνικά η λέξη «πλέμπα». Μπορούμε να διαφωνούμε εν προκειμένω με τους πολλούς για το Μακεδονικό π.χ., να κρίνουμε ότι πήραν τη λάθος ρότα, αλλά ίσως τελικά η αυθόρμητη τάση μας να αποσυρθούμε στη ροζ τσιχλόφουσκα ή να κοροϊδεύουμε εμείς οι έξυπνοι και μορφωμένοι τους αδαείς «πολλούς» να κάνει τους πολλούς της λάθος ρότας ακόμα περισσότερους. Και για να επιστρέψουμε στη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τα στερνά της λόγια, όσο σημαντικοί και χρήσιμοι και αν είναι οι λίγοι έξυπνοι και μορφωμένοι, «οι μάζες είναι το καθοριστικό στοιχείο, είναι ο βράχος στον οποίο θα χτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης».