του Διονύση Σκλήρη

Η αρχή της ιστορίας της Ουκρανίας ταυτίζεται με την αρχή της ιστορίας της Ρωσίας. Το φύλο των Ρως διαμορφώθηκε ως μια ένωση Σκανδιναβών Βαραγκών και Σλάβων στη σημερινή περιοχή της Ουκρανίας, αλλά και του Νόβγκοροντ, τον 9ο αιώνα. Βάση ήταν η «ριάντ», δηλαδή η συμφωνία σεβασμού των εντόπιων σλαβικών ηθών. Το 879 η ένωση Κιέβου και Νόβγκοροντ σημαίνει τη δημιουργία ενός μεγάλου κράτους των Ρως, ένα είδος συνομοσπονδίας, όπου ο ηγέτης των Ρουρικιδών άρχει στο Κίεβο, ενώ λιγότερο σημαντικοί ηγεμόνες διοικούν τις άλλες πόλεις. Ο ηγεμών Βλαδίμηρος εκχριστιανίζει τους Ρως το 988-989, νυμφευόμενος την πορφυρογέννητη Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, εντάσσοντας έτσι το κράτος του στον «πολιτισμένο» χριστιανικό κόσμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα είναι η οικοδόμηση ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη ή τη Σόφια. Το ισχυρό κράτος των Ρουρικιδών θα εκτείνεται τον 11ο αιώνα από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τα βόρεια του βασιλείου των Ούγγρων, αλλά από το 1132 θα διασπαστεί με την ανάδυση νέων κέντρων, όπως το Βλαντιμίρ, αλλά και το Λβιβ και το Τσέρνιγκοφ. Το συγκεντρωτικό κράτος των Ρως διαλύεται εντελώς το 1240 με τη μογγολική επίθεση. Το Κίεβο δεν θα είναι πλέον πρωτεύουσα για τα επόμενα 750 χρόνια, όπου θα περάσει από την κυριαρχία των Μογγόλων σε αυτή των Λιθουανών, των Πολωνών και των Ρώσων. Ενώ το κράτος των Ρως διαλύθηκε, παρέμεινε ο τίτλος του ηγεμόνα «πασών των Ρωσιών» (Vseia Rusi), που θα κληρονομήσουν οι ηγέτες άλλων ηγεμονιών.
 
H μογγολική κατοχή από τη λεγόμενη «Χρυσή Ορδή» κράτησε δυόμιση αιώνες και προκάλεσε την άνοδο της ηγεμονίας της Μόσχας που εξασφάλιζε την αποτελεσματικότερη συλλογή φόρων. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιβάν Καλιτά (1325-1340) της Μόσχας, ο μητροπολίτης Πέτρος που συνεχίζει να φέρει τον τίτλο του Κιέβου, ρωσικής καταγωγής, εγκαθίσταται στη Μόσχα σημαίνοντας μια μεταφορά του θεσμού στη Μόσχα. Ο διάδοχός του Θεόγνωστος (1328-1353) είναι ελληνικής καταγωγής, αλλά ενώ θα προσπαθήσει να κρατήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ των ηγεμονιών, ακολουθώντας τη σχετική πολιτική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, θα παγιώσει την εγκατάσταση των Μητροπολιτών Κιέβου στη Μόσχα και την ανάδειξη της τελευταίας σε νέο θρησκευτικό κέντρο. Οι Μογγόλοι της Χρυσής Ορδής ηττώνται τελικά το 1362 από τον Μοσχοβίτη Δημήτριο Ντανσκόι και εντέλει από τον εξ Ανατολών Ταμερλάνο το 1392. Ο τίτλος «πασών των Ρωσιών» φέρεται από τον Ιβάν τον Τρομερό (1560-1584) και συνεχίζεται επί όλων των τσάρων μέχρι τον Νικόλαο Β΄ Ρομανόφ. Τον φέρει, επίσης, ο Πατριάρχης της Μόσχας, που θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο της Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Βλαδίμηρο τον 10ο αιώνα.
 
Η λέξη «Ουκρανία» δεν υπήρχε τότε, ενώ χρησιμοποιείτο ο όρος «Μικρή Ρωσία». Ο όρος «Μικρά Ρωσία» άρχισε να χρησιμοποιείται τον 14ο αιώνα (πρώτη εμφάνιση το 1335) στην εκκλησιαστική ορολογία για να δηλώσει τις μικρότερες σε αριθμό εκκλησιαστικές επαρχίες της Νότιας Ρωσίας (σημερινή Ουκρανία) σε αντίθεση με τη Μεγάλη Ρωσία, που ήταν η Βόρεια Ρωσία. Από εκκλησιαστικός όρος έγινε στη συνέχεια γεωγραφικός. Ο όρος «Ουκρανία» σημαίνει «συνοριακή» περιοχή, «ακριτική» περιοχή, οπότε δινόταν σε μεθοριακές περιοχές. Προέρχεται από τη λέξη krai που σημαίνει τέλος, άκρο και την οποιαδήποτε ακραία περιοχή του κράτους (όπως λ.χ. την Καμτσάτκα στο απόλυτο ανατολικό άκρο της Ρωσικής αυτοκρατορίας σε κατοπινούς αιώνες). Μετά τη διάλυση της Χρυσής Ορδής, η περιοχή που αποτελεί σήμερα την Ουκρανία είναι διηρημένη. Η σημερινή Δυτική Ουκρανία, ήτοι η Γαλικία και η Βολυνία, κατακτώνται από τους Πολωνούς και Λιθουανούς το 1352. Ένα μεγάλο μέρος των Ορθοδόξων κατοίκων στρέφονται προς την Καθολική Εκκλησία, που χρησιμοποιεί την Ουνία (Ρωμαιοκαθολικό δόγμα, Ορθόδοξο τυπικό), για να εκλατινίσει τον πληθυσμό. To 1596, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουθηνίας υπάγεται στον Πάπα Ρώμης με τη συμφωνία της Βρέστης. Στην Κεντρική Ουκρανία, όμως, στις αρχές του 17ου αιώνα, οι τοπικοί Κοζάκοι εξεγείρονται εναντίον των Πολωνών, όπως έχει απαθανατίσει ο Νικολάι Γκόγκολ στο περίφημο μυθιστόρημα Τάρας Μπούλμπα. Από το 1654 οι Κοζάκοι της Κεντρικής Ουκρανίας ενώνονται με τη Ρωσία, ενώ οι Ρώσοι παίρνουν το Κίεβο από την Πολωνία το 1686. Το τι συνέβη το 1686 ποικίλει ανάλογα με την οπτική. Στη ρωσική συνείδηση, όπως αποτυπώνεται στην επική ποίηση του 17ου αιώνα, επρόκειτο για απελευθέρωση της Μικράς Ρωσίας από τη Μεγάλη και άρα για επανένωση των διαφορετικών Ρώσων. Είναι κυρίως η επική ποίηση που διατηρεί από τον 12ο αιώνα τη συνείδηση ενός ενιαίου ρωσικού κόσμου, που περιλαμβάνει τις διαφορετικές ηγεμονίες, ως ενός κόσμου διαφορετικού από τους Μογγόλους. Η σημερινή Δυτική Ουκρανία μένει εκτός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ενώ από το τέλος του 17ου αιώνα αρχίζει μια προσπάθεια για γλωσσική ομογενοποίηση του «ρωσικού» κόσμου, η οποία, μάλιστα, έχει ως κέντρο το Κίεβο. Την εποχή της Ρωσικής αυτοκρατορίας, ο όρος «Ουκρανία» είχε δοθεί σε διάφορες μεθοριακές και ακριτικές περιοχές, όπως στην περιοχή του Δνειπέρου στα σύνορα με Πολωνία (σημερινή Ουκρανία), αλλά και στην περιοχή του ποταμού Οκά, παραποτάμου του Βόλγα πιο ανατολικά και στην περιοχή Τούλα. O όρος «Ουκρανία» ως δηλών μία μόνο ορισμένη γεωγραφική περιοχή και ένα αντίστοιχο έθνος εισάγεται στο τέλος του 18ου αιώνα από τον Πολωνό αριστοκράτη Jan Potocki (1761-1815). Είναι η εποχή όπου η Πολωνία έχει διαμελιστεί ανάμεσα στη Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία και οι Πολωνοί αναζητούν μια συγγένεια με τους «Μικρορώσους», τους οποίους ονομάζουν «Ουκρανούς». Η ιστορία του 17ου αιώνα ερμηνεύεται τώρα ως μια επιβίωση ενός ουκρανικού έθνους που συμμαχούσε πότε με τους Πολωνούς και πότε με τους Ρώσους. Ένας άλλος Πολωνός, ο Tadeusz Czacki συγγράφει το 1801 έργο περί της ονομασίας «Ουκρανία», εφευρίσκοντας ένα ανύπαρκτο σλαβικό φύλο με το όνομα «Ούκροι». Το 1831 συμβαίνει μια πολωνική επανάσταση στην οποία κινητοποιούνται και πληθυσμοί της Ουκρανίας, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα τα «ουκρανικά» συστηματοποιούνται ως διακριτή γλώσσα από τον Παντελεήμονα Κούλιτς (1819-1897). To ρωσικό κράτος θα αντιδράσει δυναμικά στο ουκρανικό πρόταγμα κυρίως μετά το 1863-1864, οπότε έχουμε τη νέα πολωνική επανάσταση, στην οποία συμπράττουν «Ουκρανοί».
 
Κατά τον 19ο αιώνα η «ουκρανική» υπόθεση θα υποστηριχθεί από την Αυστριακή αυτοκρατορία των Αψβούργων, που κατέχει τη Γαλικία. Η περιοχή αυτή (Δυτική Ουκρανία σήμερα) κατοικείται από Πολωνούς και Ρουθηνούς, με τους τελευταίους να διατηρούν πολιτισμικούς δεσμούς με τη Ρωσία, κυρίως μετά την παρουσία του ρωσικού στρατού που πέρασε από την περιοχή το 1848, για να καταπνίξει την ουγγρική επανάσταση. Η «ουκρανική» ταυτότητα ήταν ένα μέσο για την Βιέννη για να ενοποιήσει σε ένα σύνολο τους Ρουθηνούς και Πολωνούς. Αργότερα, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 στο Λβιβ (ή Λέμπεργκ, κατά το γερμανικό του όνομα), θα ιδρυθεί  η «Ένωση για την Απελευθέρωση της Ουκρανίας». Από εκεί και πέρα η ανάπτυξη του ουκρανικού εθνικισμού είναι ραγδαία. Τον Σεπτέμβριο του 1914 έχουμε την πρώτη σφαγή ρωσόφιλων Ρουθηνών, ενώ το 1916 θα ιδρυθεί στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Talerhof για τους αναφομοίωτους στην ουκρανική υπόθεση. Γερμανοί και Αυστριακοί εντοπίζουν στο ουκρανικό πρόγραμμα το καλύτερο διπλωματικό όπλο εναντίον της Ρωσίας. Στη συνέχεια ξεσπά η επανάσταση των Μπολσεβίκων. Θα έχουμε μια βραχύβια ουκρανική κυβέρνηση υπό τον Mykhailo Hrusevsky, η οποία θα χαθεί, ενώ ο Εμφύλιος θα λάβει χώρα εν πολλοίς στα εδάφη της Ουκρανίας οδηγώντας σε μεγάλες απώλειες τον πληθυσμό. Το Κίεβο καταλαμβάνεται από τον εθνικιστή Simon Petliura, τον στρατηγό των Λευκών Anton Denikin και τελικά τους Μπολσεβίκους. Μετά τη νίκη των Μπολσεβίκων η Ουκρανία θα γίνει μία από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες και, κυρίως από τον Λένιν, θα συμβεί η ουκρανοποίηση της «Μικράς Ρωσίας» γλωσσικά και εκπαιδευτικά. Στα πρώτα χρόνια της σταλινικής διακυβέρνησης θα συμβεί ο μεγάλος λιμός της Ουκρανίας που τραυματίζει την περιοχή.
 
Μετά την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, η περιοχή της Γαλικίας θα είναι το λίκνο του ουκρανικού εθνικισμού. Με την εισβολή των Γερμανών, το Λβιβ θα γνωρίσει μαζικές εξοντώσεις Εβραίων, αλλά και Πολωνών και Ρώσων. Στο τέλος του πολέμου η Γαλικία θα προσαρτηθεί από τον Στάλιν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, ενώ η Κριμαία θα της παραχωρηθεί από τον Χρουστσόφ το 1954. H Ουκρανία ήταν, λοιπόν, μία εξαιρετικά ετερογενής Λαϊκή Δημοκρατία, αποτελούμενη από ένα δυτικό μέρος που ανήκε προηγουμένως στους Αψβούργους και ήταν εκδυτικισμένο και ένα ανατολικό μέρος που είχε περισσότερους δεσμούς με τη Ρωσία. Αυτός ο εγγενής και καταστατικός διχασμός της Ουκρανίας φάνηκε σε όλες τις αμφιταλαντεύσεις της κατά τη μετακομμουνιστική περίοδο, καθώς και στον τρέχοντα εμφύλιο, τον οποίο θα εξετάσουμε σε επόμενο σημείωμα.