του Κωνσταντίνου Πουλή
Πρόκειται για αυτό που ο Μάης του ’68 συμπύκωνε στη φράση «Αυτός που μιλάει για επανάσταση χωρίς να μιλάει για την καθημερινή ζωή έχει ένα πτώμα στο στόμα του». Λοιπόν έχουμε όλοι ένα πτώμα στο στόμα μας, και αυτή είναι η ζωή μας. Εγώ ανήκω στους τυχερούς ανθρώπους που δεν μισούν την καθημερινότητά τους. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Όταν είχε μόλις τελειώσει το διδακτορικό του ένας πολύ καλός μου φίλος από την Αγγλία, μου είπε ότι σήκωσε το κεφάλι από το βιβλίο και είχαν περάσει τρία χρόνια και μετά μου είπε: «η καθημερινότητα είναι μια μορφή ανυπαρξίας».
Αντιλαμβάνομαι πόσο πολυτελής μέριμνα φαντάζει αυτή στα μάτια ανθρώπων που αγωνίζονται για να βγάλουν τον μήνα. Κι όμως πιστεύω ότι αυτό ανήκει στα ζητήματα εκείνα στα οποία δεν μας χωρίζει ταξικό φράγμα, αλλά υπαρξιακό. Σπαταλημένες ζωές μέσα στη χλιδή είναι βέβαιο ότι υπάρχουν. Δεν είναι λόγος ούτε για να λυπηθούμε αυτούς τους ανθρώπους ούτε για να μη ζητήσουμε δικαιοσύνη. Αλλά είναι λόγος για να συνειδητοποιήσουμε ότι αν η ζωή φεύγει σαν το νερό από τα δάχτυλα πριν να πιεις ή αν κερδίζεται, δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τα λεφτά.
Καθώς περάσαμε από τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου την εβδομάδα αυτή, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι βεβαίως η πρωταρχική ανθρώπινη εμπειρία που μεταμορφώνει την καθημερινότητα είναι ο έρωτας. Μας το θυμίζει το καβαφικό ποίημα όπου ο ήρωας στέκεται κάτω από το σπίτι του παλιού του αγαπημένου και ξαφνικά ομόρφυναν (ωραΐσθηκαν) τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, οι πέτρες, οι τοίχοι, οι δρόμοι και τα παράθυρα. Ο βίος που βασίζεται στις συγκινήσεις παρά στην οργάνωση είναι κατεξοχήν ο βίος της νεότητας. Με τη νεότητα συνδέουμε τα κατορθώματα των επαναστατών που θαυμάσαμε. Επίσης με τη νεότητα συνδέουμε τη δυνατότητα του έρωτα να αναμορφώνει τη ζωή.
Δεν έχω ποτέ στη ζωή μου διαβάσει τόσο πολύ και τόσο δημιουργικά όσο όταν ήμουν 19 χρονών. Θυμάμαι τότε να συζητάμε με έναν φίλο, που μετά δημοσίευσε ποιήματα και τώρα ζωγραφίζει, και να μου αναφέρει ως φιλοδοξία ζωής τη φράση «Η σκέψη που με κυριαρχεί, να με κυριαρχεί όλο και περισσότερο». Την ταπεινή ζωή μας λοιπόν με αυτά τα υλικά, με αυτά τα όνειρα και με αυτές τις φιλοδοξίες την ετοιμάσαμε, εκείνος ο φίλος μου κι εγώ.
Ένα από τα πολύ ωραία πράγματα που είχαν συμβεί στις προπτυχιακές μου σπουδές ήταν ότι είχε γίνει επίτιμος διδάκτορας ο Κώστας Αξελός. Είχε έρθει στο μάθημα του Βέλτσου για να συζητήσει μαζί μας και μας είπε μία ιστορία που απαντούσε στο ερώτημα «Τι να κάνουμε;» Είχε πάει στο Βερολίνο και ήθελε να γνωρίσει «όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τον υπόκοσμο» και έτσι πήγε με μία πόρνη «που δεν ήταν από αυτές του δεκαλέπτου» – έτσι το περιέγραψε. Της λέει «Θα σου κάνω την ανόητη ερώτηση που κάνουν όλοι οι ανόητοι άντρες: γιατί είσαι πόρνη;» Και αυτή του απαντά «Η γυναίκα δεν υπακούει στην αρχή του αποχρώντος λόγου». Η αρχή του αποχρώντος λόγου, μας έλεγε ο Αξελός, δηλαδή η φιλοσοφική θέση πως τίποτε δεν υπάρχει χωρίς αιτία, είναι μία αρχή που λίγοι θα μπορούσαν να συζητήσουν εκείνη την εποχή στο πανεπιστήμιο από τους συναδέλφους του, συνέχισε, αλλά μπορούσε να την αναφέρει αυτή η γυναίκα. Και έτσι, μας λέει, το ζητούμενο είναι να κρατάει ο καθένας το ένα μάτι του ανοιχτό για το παιχνίδι του κόσμου – σε πείσμα της ζωής. Αυτό που προσπαθώ και εγώ είναι το ένα μάτι μου να αλληθωρίζει πάντοτε προς αυτό που δεν είναι καθημερινότητα. Η ζωή είναι εναντίον της τέχνης και της σκέψης. Κάθε τι που καταφέρνουμε, κάθε λέξη που γράφουμε, κάθε νότα και κάθε πινελιά, συμβαίνει πάντα σε πείσμα της ζωής, που απαιτεί από μας μόνο να κρατηθούμε ζωντανοί και τίποτε άλλο.
Όταν ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν φοιτητής, είχε θαυμάσει τον Ουώλτερ Πέιτερ, έναν καθηγητή του οποίου το βασικό βιβλίο για την Αναγέννηση, που είχε επηρεάσει το κίνημα του αισθητισμού, έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά. Το εκρηκτικό απόσπασμα που άλλαξε τη ζωή πολλών ανθρώπων ήταν η καταληκτική παράγραφος του έργου. Αναφέρει εκεί πως ο Ρουσσώ πίστευε σε κάποια στιγμή ότι είχε προσβληθεί από μία θανατηφόρο ασθένεια. Αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει το χρόνο που του απέμενε και αποφάσισε ότι θα αναζητούσε τις χαρές της πνευματικής ζωής.
Είμαστε όλοι καταδικασμένοι σε θάνατο με αναστολή έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Έχουμε αυτή την αναστολή και ύστερα ο τόπος μας δεν μας γνωρίζει πια […] Άλλοι παίρνουν αυτή την αναστολή με πάθος και οι σοφότεροι με την τέχνη και το τραγούδι. Διότι η μόνη δυνατότητα που έχουμε είναι να διευρύνουμε αυτή την αναστολή, είναι να αυξήσουμε όσο περισσότερο γίνεται τους παλμούς του χρόνου που μας έχει δοθεί. […] Τα μεγάλα πάθη μπορούν να μας δώσουν αυτή την έντονη αίσθηση της ζωής, η έκσταση και οι λύπες του έρωτα, οι ποικίλες μορφές εντατικής δραστηριότητας, αφιλοκερδώς ή μη, που έρχονται αβίαστα σε πολλούς από εμάς. Βεβαιώσου όμως ότι πρόκειται για πάθος- ότι πράγματι σου αποδίδει τους πλούσιους καρπούς μιας έντονης, πολλαπλής συνειδητότητας. Τη σοφία αυτή την κατέχει το ποιητικό πάθος, η αναζήτηση του κάλλους, η αγάπη για την τέχνη χάριν της τέχνης. Διότι η τέχνη όταν σε πλησιάζει το μόνο που σου υπόσχεται είναι να δώσει υψηλή ποιότητα στις φευγαλέες στιγμές σου και απλώς χάριν αυτών των στιγμών.
Ο Ουάιλντ ακολούθησε αυτή την συμβουλή μέχρι τη φυλακή και τον θάνατο. Παρανόμησε, προκάλεσε, έκανε κάτι το οποίο καταδίκαζαν τα ήθη και οι νόμοι της εποχής, το έκανε προκλητικά, το υπερασπίστηκε στο δικαστήριο και κατέληξε στα κάτεργα μέχρι την κατάρρευση της υγείας και τον αφανισμό του. Ο μοναχός του Γεροντικου και ο τολμητίας της ζωής φαίνονται να διαφέρουν. Τους συνδέει όμως το ότι ο ασκητής δεν χρειάζεται να κάνει κάτι εξαιρετικό, διότι η ζωή του είναι η αφοσίωση στο ένα και μοναδικό ζητούμενο της ζωής, με την απογύμνωση από κάθετι περιττό. Αν το περιττό είναι ένα αίνιγμα στη ζωή, το βάρος που αφήνει η καθημερινότητα πάνω μας το ξέρουμε όλοι.