Ο Κώστας Σημίτης μίλησε σε εκδήλωση που οργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη το Δίκτυο «Σύγχρονοι Δημοκράτες» και ο υποψήφιος περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, με τη στήριξη του Κινήματος Αλλαγής, Χρήστος Παπαστεργίου, με θέμα «Τέρμα στην αποτελμάτωση» και αναφέρθηκε στις μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος θεωρεί ότι θα χρειαστεί η Ελλάδα, ώστε «από τη θέση των ουραγών της Ευρώπης να επαναπροσεγγίσει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο».
Κατά την ομιλία του, ο πρώην πρωθυπουργός κατηγόρησε την κυβέρνηση για παλαιοκομματικές και πελατειακές λογικές, υποστηρίζοντας πως η οικονομική της πολιτική εστιάζεται στα επιδόματα και τις παροχές.
«Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εστιάζεται στις παροχές και τα επιδόματα, που με τη σειρά τους ευνοούν τη μαύρη εργασία και τη φοροαποφυγή. Πρόκειται για μια κυβέρνηση που έχει ως κύριο στόχο την εξουσία, που δημαγωγεί και αλλάζει την επιχειρηματολογία της ανάλογα με την περίσταση, που καταφεύγει σε μεγαλοστομίες και στη συγκάλυψη της πραγματικότητας, την οποία μαθαίνουμε τελικά από τις Βρυξέλλες» δήλωσε ο Κ. Σημίτης, ενώ «χρέωσε» στον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο τις πολλαπλές υποθέσεις της δικαιοσύνης που αφορούν στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό τον κατηγόρησε πως «προέρχεται από την άκρα δεξιά» και πως «παράνομες πράξεις σε όσους ασκούν κριτική, τις οποίες φαντάζεται ο ίδιος και δεν μπορεί να αποδείξει».
Παράλληλα, χαρακτήρισε «παραπλανητικό» το δημοψήφισμα του 2015 και επιτέθηκε στον Γιάννη Βαρουφάκη λέγοντας ότι «θεωρούσε ηλιθίους τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης και τους έκανε μαθήματα στις συνεδριάσεις του Eurogroup». Είπε, ακόμα, πως οι ισχυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει τη δική της πολιτική και δεν χρειάζεται τη στήριξη της Ε. Ε. «κατέληξαν σε γελοιοποίηση της χώρας και σε στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης Τσίπρα».
Μάντης κακών για καταθέσεις και οικονομία
Ο πρώην πρωθυπουργός επισήμανε ότι η τακτοποίηση των «κόκκινων δανείων» καθυστερεί, γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει να χάσει ψηφοφόρους και τόνισε πως υπάρχει ο κίνδυνος να καταρρεύσουν οι τράπεζες και να χάσουν οι καταθέτες τα λεφτά τους.
«Οι τράπεζες έχουν χάσει ένα μεγάλο ποσοστό των κεφαλαίων τους. Δεν διαθέτουν τα κεφάλαια τα οποία επιβάλλεται να έχουν, ώστε να μην περιέλθουν σε αδυναμία εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους απέναντι στους καταθέτες. Υπάρχει ο κίνδυνος να καταρρεύσουν με αποτέλεσμα να χάσουν οι καταθέτες τα λεφτά τους. Το κυβερνητικό συμφέρον των απατηλών εντυπώσεων υπερέχει σήμερα της ανάγκης προστασίας των μικροκαταθετών», παρατήρησε, ενώ αναφέρθηκε και στο παράδειγμα της Κύπρου.
Όπως είπε, «κύριος στόχος ενός προοδευτικού κόμματος θα ήταν σήμερα ο δραστικός περιορισμός της αβεβαιότητας για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η χώρα έχει ανάγκη από δημιουργία, από παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη. Από τη μείωση των ετήσιων πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με την ευρωζώνη, ώστε να αυξηθούν οι δυνατότητες επενδύσεων και απασχόλησης. Από τον επανασχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και την επανεκτίμηση των συντελεστών φορολόγησης. Από την επανεξέταση του ασφαλιστικού συστήματος. Από μια εκτενή και συστηματική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης και της παιδείας».
Τόνισε επίσης πως είναι «μεγάλο σφάλμα να λέμε ότι σε 2-3 μήνες θα αλλάξουν τα πράγματα», γιατί, όπως είπε «η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται σε αδυναμία για χρόνια ακόμα».
Κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών
Σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών ο Κ. Σημίτης υπογράμμισε την πίστη του στις δυνατότητες της Ελλάδας να επηρεάζει τις εξελίξεις στον βαλκανικό περίγυρο και ως εκ τούτου είπε ότι η εκκρεμότητα στη διαφορά μας με τη γειτονική χώρα έπρεπε να λυθεί, ήταν προς το συμφέρον μας να λυθεί, αλλά χαρακτήρισε «μη ικανοποιητική» τη λύση που επιτεύχθηκε.
Κι αυτό, όπως είπε, γιατί η Συμφωνία έπρεπε να είναι καρπός μιας «κοινής προσπάθειας που θα αναζητούσε ευρύτερα αποδεκτές λύσεις, για να αποφευχθούν νέες αντιπαλότητες», όμως «η κυβέρνηση προχώρησε μόνη της – γιατί ήθελε να επιδείξει ότι πέτυχε εκεί που οι άλλοι είχαν αποτύχει-και το αποτέλεσμα ήταν μια μη ικανοποιητική λύση και η αντιπαράθεση με όλη την αντιπολίτευση».
«Διαφορετικότητα με ενότητα στο ΚΙΝΑΛ»
Αναφερόμενος στις εκλογικές αναμετρήσεις που έρχονται ο Κ. Σημίτης τόνισε την ανάγκη να υπάρξει συσπείρωση των δυνάμεων της προοδευτικής Αριστεράς στο πλαίσιο του Κινήματος Αλλαγής, παρά την κριτική για τη μέχρι τώρα πορεία του ΚΙΝΑΛ, παρά τις διαφορετικές γνώμες, ώστε να συνεχισθεί ο δημιουργικός διάλογος για τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο ίδιος τάχθηκε υπέρ της «διαφορετικότητας με ενότητα» και σημείωσε: «Δεν θα πρέπει να αφήσουμε του δύο μεγάλους αντιπάλους, τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ να εξοβελίσουν την κριτική γνώμη, να ισοπεδώσουν την άλλη άποψη. Εμείς είμαστε η εγγύηση της δημιουργικότητας».
Όπως ήταν φυσικό, ο Κ. Σημίτης υπεραμύνθηκε της δικής του διακυβέρνησης, σημειώνοντας πως «Σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα είμαστε τώρα ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα χρόνια που ακολούθησαν την ένταξη στη στην Ευρωζώνη 2000-2004 η Ελλάδα είχε πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άρα, έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τα πράγματα. Υπό μία προϋπόθεση: Να το θελήσουμε να αγωνιστούμε».
Πυκνώνει τις εμφανίσεις
Σημειώνεται πως αυτή ήταν μόλις η δεύτερη εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού μέσα σε λίγες ημέρες, καθώς το περασμένο Σαββατοκύριακο παρενέβη με άρθρο του στην Καθημερινή, για να τονίσει τη σημασία που έχουν οι ευρωεκλογές του Μαΐου για τη χώρα μας.
Στο άρθρο του με τίτλο «Ευρωεκλογές: Έχουν έννοια;», ο Κ. Σημίτης εγκαλεί την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι «τηρούν απόλυτη σιωπή για τις επιδιώξεις τους σε σχέση με τις ευρωεκλογές», ενώ της επιτίθεται ακόμα και για το γεγονός πως αυτές διεξάγονται την ίδια ημέρα με αυτές της τοπικής αυτοδιοίκησης.
«Στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα ούτε συζήτηση ούτε πληροφόρηση για τα ευρωπαϊκά θέματα. Επικράτησε σιωπή. Ισως να ήταν αυτός ο κύριος στόχος της κυβέρνησης» αναφέρει μεταξύ άλλων, παραθέτοντας «ευρωμαθήματα» προς κάθε ενδιαφερόμενο.
«Δύο τάσεις συγκρούονται στην Eνωση σήμερα. Η μία υποστηρίζει ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να ρυθμίσουν με σαφήνεια τις υπάρχουσες εξουσίες της Eνωσης, να περιορίσουν μάλιστα ορισμένες, ώστε οι εθνικές κυβερνήσεις να μπορούν να εφαρμόζουν την πολιτική που αποφασίζεται από τους ψηφοφόρους τους π.χ. στα μεταναστευτικά προβλήματα. Την άποψη αυτή ασπάζονται οι κυβερνήσεις στις οποίες τα εθνικιστικά κόμματα παίζουν κυρίαρχο ρόλο, όπως συμβαίνει στην Ουγγαρία, στην Τσεχία, στην Πολωνία. Η άλλη τάση υποστηρίζει τη διεύρυνση των εξουσιών της Eνωσης και της ΟΝΕ, την πρόοδο της ενοποίησης. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία. Σε πολλές χώρες δεν αρνούνται την επέκταση των κοινών πολιτικών. Θεωρούν, όμως, ότι αυτή τη στιγμή προτεραιότητα έχει είτε η ολοκλήρωση των ρυθμίσεων για τις οποίες υπάρχει ήδη συμφωνία, όπως π.χ. συμβαίνει με την ενιαία πολιτική για τα τραπεζικά θέματα, είτε η αντιμετώπιση υφισταμένων διαφωνιών, όπως συμβαίνει στο θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής» συνοψίζει, μεταξύ άλλων, το πεδίο αντιπαράθεσεις των ευρωεκλογών.