του Γιώργου Μουργή
Σε συνδυασμό μάλιστα, με την εργασία και τα μαθησιακά εργασιακά προγράμματα εντός των καταστημάτων κράτησης, τα εκπαιδευτικά συστήματα σπουδών και την ενασχόληση με τις δεξιότητες των κρατουμένων και τις τέχνες, αποτελούν
συνολικά τον σύγχρονο τρόπο προς την ομαλή επανένταξη με όρους αποϊδρυματοποίησης και επιστροφής, εκ νέου, στην κοινωνική ενσωμάτωση, μακριά από την παραβατικότητα.
Και αν αυτά είναι μέρος κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών μελετών, η ίδια η πολιτεία στο πολιτικό επίδικο του «σωφρονιστικού» κώδικα, θεσμοθετώντας το σύστημα των αδειών, υιοθετεί και ενισχύει τις επιστημονικές μεθόδους
επανένταξης μακριά από εκδικητικά και εκφοβιστικά διλήμματα, εφαρμόζοντας με πρόσημο προόδου την ευεργετική φιλελευθεροποίηση της διαδικασίας χορήγησης αδειών.
Παρά την ισχύουσα νομοθεσία όπως προβλέπεται από το σχετικό νόμο, οι πρόσφατες άδειες που χορηγήθηκαν στον Δημήτρη Κουφοντίνα, με καθυστέρηση, μάλιστα, τον διπλάσιο από το προβλεπόμενο χρόνο, –και ενώ κάποιοι άλλοι
κρατούμενοι δεν έχουν πάρει ακόμα άδεια, όπως δικαιούνται- θεωρήθηκαν από μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος αλλά και της αμερικάνικης πρεσβείας ως πρόκληση.
Ταυτόχρονα και μετά από αυτές τις παρεμβάσεις τρομοκράτησης, θεσμικοί φορείς της δικαιοσύνης και συγκεκριμένα η εισαγγελία του Αρείου Πάγου είχε ασκήσει πειθαρχικούς ελέγχους και στους δύο εισαγγελείς οι οποίοι ως πρόεδροι του Συμβουλίου Αδειών, με ομόφωνες αποφάσεις τού Συμβουλίου και σε διαφορετικές συνεδριάσεις, χορήγησαν διήμερες τακτικές άδειες.
Η ενέργεια των πειθαρχικών ελέγχων, τη στιγμή που κανένας από τους δύο προέδρους εισαγγελείς του Συμβουλίου Αδειών και με κανέναν τρόπο δεν είχαν παραβιάσει καμία διάταξη του νόμου, εκφράζοντας αποκλειστικά και μόνο τη δικονομική τους κρίση, προκαλούσε εύλογα ερωτήματα, όχι μόνο στο νομικό κόσμο αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία, για τον τρόπο που ασκείται η εξουσία εντός του δικαστικού σώματος.
Η τελευταία απόρριψη άδειας στον Δημήτρη Κουφοντίνα ως απότοκο των προηγούμενων πειθαρχικών διώξεων, αλλά και το πρόσφατο αιτιολογικό σκεπτικό μη χορήγησης άδειας στη νομική πράξη αλλά και στην ίδια τη ζωή των κρατουμένων, ακυρώνει ουσιαστικά τη λειτουργία του Συμβουλίου καθώς και όσα ρητά προβλέπει ο σωφρονιστικός κώδικας, δημιουργώντας άλλη μια καταχρηστική εξαίρεση σε βάρος του. Ο ίδιος, μάλιστα, εισαγγελέας που σήμερα ασκεί βέτο είχε συμφωνήσει στην χορήγηση της τελευταίας άδειας στον Δ. Κουφοντίνα.
Το αποτέλεσμα δε αυτό, οδηγεί σε μια ιδιόμορφη αλλά όχι πρωτότυπη μορφή αρνησιδικίας που έχει να κάνει με την καταπάτηση των αρχών της ισονομίας και του κράτους δικαίου, αν δεν θέλει η δικαστική εξουσία, αυτές οι αρχές να
αποτελούν μέρος ενός απλουστευμένου ευχολογίου.
Η κατοχύρωση του δικαιώματος στην άδεια δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με
το αδίκημα ή με την ποινή του κρατούμενου, αλλά με τη συμπεριφορά εντός της φυλακής ή την πιθανή εκτίμηση διάπραξης νέων αδικημάτων.
Υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός γραμματέας ως απλοί θεατές της καταπάτησης των δικαιωμάτων στις φυλακές
Είναι χαρακτηριστικό ότι παλιότερα σε μία εγκύκλιό του για τις άδειες, ο γενικός γραμματείας σωφρονιστικής πολιτικής Ευτύχης Φυτράκης μεταξύ άλλων σημείωνε πως «δεν είναι δυνατό να στερούνται το νόμιμο δικαίωμά τους στην άδεια οι
κρατούμενοι που κρατούνται σε διαφορετική φυλακή από αυτήν όπου είναι ”χρεωμένοι”». Να σημειώσουμε πως ο Δ. Κουφοντίνας ήταν χρεωμένος στο Κατάστημα κράτησης Αυλώνας πριν την τελευταία μεταγωγή του στις αγροτικές φυλακές.
Ο ίδιος ο σημερινός γ.γ. Ευτύχης Φυτράκης έντεκα χρόνια πριν, στη σχετική ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη τον Αύγουστο του 2008, ενώ μιλούσε για το γεγονός ότι «η μετάνοια δεν μπορεί να είναι στοιχείο της άδειας», υποστήριζε μεταξύ άλλων: «να εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων» με «προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και κακής χρήσης της άδειας».
Η άδεια, επομένως, για τον σημερινό γενικό γραμματέα αποτελεί εξ ορισμού δικαίωμα. Όπως, δηλαδή, προβλέπεται και από τον ισχύοντα νόμο, καθώς απαιτείται ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την απόρριψή της, ενώ από την άλλη δεν απαιτείται καμία αιτιολογία για την αποδοχή της (άρθρο 54 παρ. 5 του Ν. 2776/1999).
Η τότε έκθεση, μάλιστα, του Συνήγορου του Πολίτη υπογραμμίζοντας τα κενά αλλά και τα κομβικά σημεία που έδιναν λαβή για αυθαίρετες ερμηνείες, πρότεινε ώστε να κατοχυρωθεί η διαδικασία για τις αποφάσεις των αδειών: «τη συγκεκριμενοποίηση
των ουσιαστικών κριτηρίων, τη διασαφήνιση των δεδομένων που δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, όπως το υπόλοιπο της ποινής και η μετάνοια, δειγματοληπτικό έλεγχο των αποφάσεων κ.λπ.» και ταυτόχρονα υποστήριζε την έκδοση σχετικών οδηγιών προς τα συμβούλια των φυλακών με αντίστοιχες εγκυκλίους.
Δικαστικές και πολιτικές αποφάσεις εξαίρεσης κατά των πολιτικών κρατουμένων
Αντί για όλα αυτά, λοιπόν, με αφορμή τη νέα αίτηση άδειας του Δημήτρη Κουφοντίνα, στήνεται ένα γαϊτανάκι παρερμηνειών, κυρίως όμως ένα πολεμικό πεδίο όπου με κάθε μέσο οι μορφές της ανάλγητης εξουσίας προβάλουν μια καθαρή επίδειξη νομικής αυθαιρεσίας, συνεπικουρούμενοι από εξωθεσμικούς παράγοντες στη δημιουργία ενός εκδικητικός κλίματος, επικαλούμενοι την αποκήρυξη των ιδεολογικών θέσεων του Κουφοντίνα.
Θέσεις για τις οποίες καλείται να απολογηθεί εκ νέου ή να τις αποκηρύξει ώστε να αποκτήσει τα απαραίτητα κριτήρια και προϋποθέσεις κατά την εισαγγελική λογική ή ερμηνεία του σωφρονιστικού κώδικα, για να του χορηγηθεί η άδεια, την οποία
έχει δικαιωματικά κατοχύρωση από το νόμο. Πουθενά όμως δεν υπάρχει τέτοια διάταξη από τον νομοθέτη ώστε να θεωρείται απαραίτητη η δήλωση φρονήματος ως κριτήριο για χορήγηση άδειας.
Η εμμονή αυτή από δικαστικούς κύκλους καθώς και οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις από το πολιτικό σύστημα, την αμερικανική πρεσβεία και πρόσωπα του αστικού μιντιακού και οικονομικού συστήματος της χώρας, επιβεβαιώνουν τον τρόπο που
επιθυμούν να ασκούν πολιτική, προσβάλλοντας νόμους και κατασκευάζοντας νέα ιδιώνυμα αδικήματα, ανάλογα με την «ταυτότητα» των κατηγορούμενων.
Αποβλέποντας να αποδείξουν, έτσι, την κατασταλτική, υπερεξουσιαστική επιβολή αποφάσεων, μακριά από την εφαρμογή νόμων και διατάξεων, σε βάρος της ισονομίας, ειδικά όταν πρόκειται για πολιτικούς κρατούμενους.
Η υπέρβαση αυτή αποδεικνύει ότι καμία νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να σταθεί ικανή, τελικά, στις ορέξεις όλων αυτών των κύκλων που νέμονται την εξουσία με αλαζονεία και αυθαιρεσία, ακυρώνοντας κάθε προφύλαξη που παρέχουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των κρατουμένων.
Η συνεχής απαξίωση της ανθρωπινής υπόστασης αποτελεί συνεχές και διαρκές έγκλημα κατά των κρατούμενων ενώ η πολιτεία συντεταγμένα οφείλει να προστατέψει τα δικαιώματα τους και όχι να τα στραγγαλίζει. Η δικανική κρίση με κατάληξη μια σειρά περιστολών των δικαιωμάτων, όπως αυτά της χορήγησης αδειών, με αφορμή το ιδεολογικό φρόνημα των κρατουμένων θα οδηγεί μπροστά στην αυθαιρεσία του εκάστοτε εισαγγελέα, βάζοντας ταφόπλακα στα δικαιώματα εντός της φυλακής, εξαιτίας της εξουσίας που ασκεί ο αυταρχισμός του εισαγγελικού βέτο.
Ο νομοθέτης προέβλεψε το γεγονός ότι ο κρατούμενος είναι υπό την προστασία του νόμου κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του και ο νόμος αναγνωρίζει δικαιώματα εντός της φυλακής, μαζί με την αδιάλειπτη εφαρμογή του και κατά το χρόνο αυτό.
Ποιοι θέλουν νεκρό τον Δημήτρη Κουφοντίνα;
Όλα τα παραπάνω πρέπει να ισχύσουν και στη περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα στο πλαίσιο της ισονομίας και όχι καμίας ειδικής χάρης προς το πρόσωπό του -παρά τις δικαιολογημένες αλλά κατανοητές αντιδράσεις των συγγενών θυμάτων της «17 Νοέμβρη»- χωρίς να γίνεται αποδεκτή καμία διάκριση που να στερεί από τον κρατούμενο το δικαίωμα στην άδεια.
Η ίδια δικαιοσύνη που επέβαλε κυρώσεις, κρίνοντας τον πολιτικό κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα ένοχο με βάση τους νόμους, φυλακίζοντας τον με βαρύτατες ποινές, έχει τη βασική υποχρέωση να του δώσει ό,τι δικαιούται με βάση το νόμο
χωρίς αστερίσκους.
Από την Πέμπτη 2 Μαΐου 2019, ο Δημήτρης Κουφοντίνας βρίσκεται σε απεργία πείνας εξαιτίας της τελευταίας άρνησης να του χορηγηθεί κανονική τακτική άδεια από τον εισαγγελέα, ο οποίος εκ νέου ενεργοποίησε το εισαγγελικό βέτο.
Επιβάλλεται άμεσα η τροποποίηση του σωφρονιστικού κώδικα μαζί με την κατάργηση του εισαγγελικού βέτο, όπως την έφερε το 2009 ο Νίκος Δένδιας και την καταψήφισε, τότε, το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται σήμερα στη κυβέρνηση. Η κατάργηση του μπορεί να λύσει το γόρδιο δεσμό των απορριπτικών αποφάσεων του εκάστοτε εισαγγελέα. Απορριπτικές αποφάσεις οι οποίες είχαν κοινό σημείο τις ιδεολογικές θέσεις του Δημήτρη Κουφοντίνα στερώντας του για επτά χρόνια το δικαίωμα στην άδεια παρά το γεγονός που γνωρίζουν όλοι ότι πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις.
Εκτός και αν η τρομολαγνεία, η νέα μιντιακή υστερία, οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις, οι εκφοβιστικές διώξεις εντός του δικαστικού σώματος, η επιβολή καθεστώτος εξαίρεσης, η ποινικοποίηση του φρονήματος και των ιδεών, η ενοχοποίηση
αθώων μέσω σκευωριών της αντιτρομοκρατικής αποτελούν τον ακραίο συσπειρωτικό πόλο τής εξουσίας, της δικαστικής αντίδρασης και της κρατικής καταστολής, καταπατώντας νόμους ή δικαιώματα. Αδιαφορώντας, έτσι, για την ζωή και την υγεία των κρατουμένων μέσα από κατασταλτικούς ρεβανσισμούς ή παραδειγματικές τιμωρίες, έξω από κάθε λογική νομικού πολιτισμού.
Με το κερασάκι της τούρτας αυτή τη φορά να είναι η περιστολή και κατάργηση του δικαιώματος της άδειας εξόδου των κρατουμένων, ακόμα κι αν θυσιαστεί ο Δημήτρης Κουφοντίνας.
Ή μήπως, τελικά, κάποιοι στο πολιτικό και δικαστικό σύστημα έχουν λάβει εντολή να εκτελέσουν εργολαβικά το συμβόλαιο θανάτου όσων επιθυμούν τον Δημήτρη Κουφοντίνα νεκρό από τη νέα απεργία πείνας, προς παραδειγματισμό;