γράφει η Μυρτώ Ράις
Σχετικά με τις πολεμικές ιαχές ενάντια στην κριτική, το πρόσφατο άρθρο της Ματίνας Καλτάκη «Η δυσανεξία στην κριτική», με αφορμή την υπόθεση Φραγκούλη, και το παλιότερο κείμενο του Γιώργου Βουδικλάρη «Περί θεατρικής κριτικής και άλλων καλλιτεχνικών δεινών» τοποθετούν το ζήτημα στο σύγχρονο πλαίσιό του. Δεν θα επανέλθουμε στα όσα εύγλωττα υπογραμμίζουν. Tο φαινόμενο δεν είναι, ωστόσο, διόλου τωρινό. Είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η καλλιτεχνική έκφραση. Η ιστορία της λογοτεχνίας βρίθει από λιβέλους και σάτυρες, κριτικές και κριτικές των κριτικών, απαντητικές επιστολές και έμμετρους διαξιφισμούς που μόνο με το γάντι δεν έσφαζαν. Οι αναβρασμοί αυτοί αντανακλούσαν τη ζωτικότητα του καλλιτεχνικού χώρου και τροφοδοτούσαν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά του. Ήταν τότε που οι κριτικές προς τους συγγραφείς έρχονταν συνήθως από άλλους συγγραφείς. Ο διάλογος, έστω και υπό τη μορφή σκληρής μάχης, ήταν ενδοοικογενειακός, άρα ο λόγος ήταν εξ ορισμού ισότιμος και ως εκ τούτου νομιμοποιημένος.
Το πρόβλημα αρχίζει να τίθεται με διαφορετικούς όρους από τη στιγμή που η κριτική κόβεται από την καθεαυτό παραγωγή του έργου. Όταν δηλαδή η κριτική γίνεται επάγγελμα, όταν ο κριτικός γίνεται ένας «μυημένος» θεατής, οπότε και αλλάζει η πρόσληψη των γραφόμενών του. Εύλογα λοιπόν τίθεται συστηματικά το ερώτημα της θέσης από την οποία μιλάει ο κριτικός και συχνά αμφισβητείται η νομιμοποίηση του λόγου του. Αυτό, από την άλλη, τον αναγκάζει να αναστοχάζεται τη θέση, τον ρόλο και τα εργαλεία του. Ακόμα κι αν η θεατρική κριτική δεν έχει την επίδραση που είχε κάποτε, ποτέ δεν έπαψε να δέχεται την κατηγορία της θεσμικότητας, τη συμμετοχή της σε κλίκες και φατρίες. Πέραν του ενδεχόμενου μια τέτοια κατηγορία να ισχύει, η δυσανεξία που προκαλεί η κριτική συνδέεται συχνά με την ανικανότητά της να διακρίνει και να αποδεχτεί τις νέες καλλιτεχνικές γλώσσες. Συνδέεται κυρίως με την απούσα, ή έστω ελλειπή, κατανόηση της πρόθεσης του καλλιτέχνη, και γεννά επιδερμικές αντιδράσεις όταν η ίδια είναι επιδερμική. Όταν είναι απλή παράθεση του προσωπικού γούστου και του θυμικού του κριτικού. Ο γόνιμος διάλογος μετατρέπεται σε εμπαθή μάχη όταν ο κριτικός παύει να διαμεσολαβεί ανάμεσα στη θεατρική πρόταση και το κοινό. Όταν, ακόμα χειρότερα, αποδεικνύεται περισσότερο «συνδαιτυμόνας» παρά συνοδοιπόρος.
Για να ξεμπερδέψουμε το κουβάρι της κατηγορίας της «θεσμικότητας», ας δούμε καταρχήν ποιος την εξαπολύει. Συχνά λοιπόν δεν προέρχεται από εξωθεσμικούς καλλιτέχνες. Από ερημίτες που κάνουν τη δουλειά τους μακρυά από τα ενοχλητικά φώτα της δημοσιότητας. Είναι άνθρωποι που δίνουν συνεντεύξεις, ποζάρουν για φωτογράφιση, χρησιμοποιούν εν ολίγοις την προβολή που ο τύπος προσφέρει. Άραγε η υπόσχεση που κρύβεται πίσω από τα ιλουστρασιόν εξώφυλλα δεν είναι ακριβώς αυτή; Να βάλει το αναπαριστώμενο πρόσωπο σ’ ένα είδος απυρόβλητου; Η κατηγορία του θεσμικού τότε αντιστρέφεται: οι ήρωες πληθώρας τυπογραφικών σελίδων που φύρδην μίγδην ανακατεύουν lifestyle και ανεκδοτική παραστασιολογία έχουν αποκτήσει προφανώς τις κακομαθημένες συνήθειες των πουλέν της «νόμιμης» και με νέον φωτιζόμενης καλλιτεχνικής «αγοράς». Εάν μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε μια κάποια συνέπεια ως προς τα στρεβλά διδάγματα του star system, δεν μπορούμε σίγουρα να τους αποδώσουμε την ιδιότητα του αναμαλλιασμένου αουτσάιντερ που δικαιούται να βάλλει όπου του ‘ρθει.
Προφανώς όμως η κατηγορία περί θεσμικών κριτικών δεν προκύπτει από το πουθενά. Υπάρχει πράγματι μια κριτική που είναι μέρος ενός γενικότερου συστήματος, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετεί. Μια κριτική δηλαδή που όχι απλώς δεν προσπαθεί να είναι αντικειμενική, όχι απλώς δεν προσπαθεί να είναι ανεξάρτητη, αλλά είναι εντολοδόχος και ανοιγοκλείνει το στόμα της κατά παραγγελία. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι πρόκειται για κάτι το φυσικό και διόλου καινούριο. Ισοπεδώνοντας όλα τα μεγέθη, να θυμηθούμε ότι κι ο μέγας Βικτόρ Ουγκώ με τον Ερνάνη του έγινε στόχος οργανωμένης πολιτικο-λογοτεχνικής καμπάνιας εναντίον του… Εκείνο που είναι όμως καινούριο είναι η διαδεδομένη και βάσιμη αίσθηση ότι υπάρχει ομερτά γύρω από ορισμένα ονόματα. Μια σειρά από περιπτώσεις δείχνει ότι υπάρχει κριτική που, λειτουργώντας ως υποχείριο, στέφει με δάφνες μια short-list αλλού αποφασισμένη, πριμοδοτεί κατ΄εντολή χώρους και τα «προϊόντα» τους, ακολουθεί εν ολίγοις «τη γραμμή».
Βέβαια, σ’ έναν χώρο τόσο μικρό σαν τον αθηναϊκό, όλοι ξέρουν ποια είναι η κριτική αυτή. Και όλοι ξέρουν ότι όλοι ξέρουν. Τα ονόματα και οι περιπτώσεις κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα σαν σεξιστικά ανέκδοτα, με ανάμεικτη αγανάκτηση και τρανταχτά γέλια.
Η συνέχεια στο επόμενο…