του Κωνσταντίνου Πουλή
Χρυσή Αυγή
Ξεκινούμε από τα πολύ ευχάριστα.
Για την εκλογική συντριβή της Χρυσής Αυγής έπαιξαν ρόλο νομίζω διάφοροι παράγοντες, αλλά οπωσδήποτε, με δεδομένη τη γοητεία που ασκεί η ισχύς στους οπαδούς της, όταν αλλάζει το κλίμα και βλέπουμε τα ίδια ηγετικά πρόσωπα να κλαίνε και να κλαίγονται, οι ψηφοφόροι εύκολα στρέφονται προς άλλες λύσεις. Έτσι μπορούμε να πούμε πως παρότι η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει περιορισμένη δημοσιογραφική κάλυψη και οπωσδήποτε δεν απασχολεί τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης, με τα οποία θα έφτανε δυνητικά στους ψηφοφόρους της, είναι παρόλα αυτά πολύ πιθανό ότι ένα κομμάτι των χρηστών του διαδικτύου θα έχει πέσει πάνω στις εξευτελιστικές εικόνες κλαμάτων, εμετών, αλληλοκατηγοριών και αλληλοκαρφωμάτων που δίνουν τον τόνο στη σημερινή εικόνα του κόμματος. Δεν επιμένω σε αυτό διότι έχει διατυπωθεί κατά κόρον τις τελευταίες ώρες.
Αντίθετα με ό,τι λεγόταν πολύ συχνά στην Ελλάδα, που υπήρχε ένας φόβος (από ό,τι φάνηκε τελείως ανυπόστατος) ότι οι διώξεις θα τους ηρωοποιήσουν, η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι παράλληλα με την κινηματική δράση, η θεσμική πίεση που δέχονται τα ακροδεξιά κόμματα βοηθάει στην περιθωριοποίησή τους, όπως συνέβη με την απαγόρευση του BNS στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τα στοιχεία δείχνουν ότι π.χ. στη Γερμανία το 70% των ηγετικών στελεχών και περίπου το 40% των μελών παρέμειναν ενεργά στον χώρο της άκρας Δεξιάς, άρα «ένας διόλου ασήμαντος αριθμός νεοναζιστών ακτιβιστών αποσύρθηκε στην ιδιώτευση, μετά την απαγόρευση των οργανώσεών τους».
Έτσι έχει προφανώς μία σημασία ότι ο ίδιος ο Νίκος Μιχαλολιάκος παραπονιόταν ότι δεν μπορούν πια να κάνουν συγκεντρώσεις διότι μαζεύονται οι αντιφασίστες και τις διαλύουν. Αυτό σημαίνει μία νίκη του αντιφασιστικού κινήματος και των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί για να εμποδίσουν τις συγκεντρώσεις των νεοναζί, αλλά και η θεσμική πίεση είχε ως συνέπεια να βρεθούν στο δικαστήριο αντιμέτωποι με έναν λόγο χειρουργικά ακριβή που εξέθετε τα εγκλήματά τους και μαζί και τη μικρότητα τους.
Το γεγονός ότι οι αμοιβές επιστημονικών συμβούλων των βουλευτών πήγαιναν σε ποινικούς δικηγόρους για να υπερασπίζονται τα μαχαιρώματα στα δικαστήρια είναι από τα πράγματα που έχω δυσκολευτεί πολύ να χωνέψω και είναι μεγάλη χαρά το ότι θα σταματήσει να συμβαίνει, καθώς και ότι δεν θα εμφανιστούν στο δικαστήριο οι χρυσαυγίτες με την ιδιότητα του βουλευτή.
Όπως έλεγε ο Γκαίμπελς (αυτό όντως το έλεγε), το έθνος θεμελιώνεται στο ψωμί και το πεπρωμένο. Το πεπρωμένο τους λοιπόν τώρα είναι η φυλακή. Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι χρειάστηκαν τόσα χρόνια, και μάλιστα παρά τη δημόσια ομολογία για τον Φύσσα, που η Χρυσή Αυγή διατηρούσε τόσο υψηλά ποσοστά. Είναι κάτι που θα χρειαστεί να το σκεφτόμαστε και να το ερμηνεύουμε για καιρό: Όλοι αυτοί οι απίθανοι τύποι με τις στολές παραλλαγής και το μείγμα φτώχειας και μίσους για τους αδύναμους. «Ο φασισμός είναι θέατρο» είχε πει ο Ζενέ, και τη φράση του επανέφερε η Σόνταγκ, μιλώντας για τις σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις που συνδέονται με τις στρατιωτικές στολές των SS. Φαίνεται ότι έγινε ένα σημαντικό βήμα εχθές προς το να πέσει η αυλαία, γι’ αυτό τουλάχιστον το φασιστικό έργο.
Ελληνική Λύση
Η Ελληνική Λύση αποτελεί μία ακόμη ενσάρκωση της τηλεοπτικής αναγέννησης της ακροδεξιάς που έχει περιγράψει ο Δημήτρης Ψαρράς. Ο αρχηγός της είναι ένα πρόσωπο φαίδρο στα δικά μας μάτια, όμως οι εκλογές έχουν αυτό το μαγικό χάρισμα να μετατρέπουν την ποιοτική συζήτηση σε ποσοτική. Την ώρα που συζητούμε για τα πολιτικά κόμματα μπορούμε να πούμε ότι ο Βελόπουλος πουλάει αλοιφές και χειρόγραφα του Ιησού, αλλά από όλη αυτή τη συζήτηση η κάλπη βγάζει μόνο έναν αριθμό: πόσες χιλιάδες άνθρωποι πείστηκαν και σε τι ποσοστό του εκλογικού σώματος αντιστοιχεί αυτό. Αυτή την αντιστοίχιση είναι κάπως δύσκολο να την χωνέψουμε, ιδίως όσοι έχουμε την καθημερινή συνήθεια να αναλύουμε και να κρίνουμε περιεχόμενα. Αυτή η αλλόκοτη διαδικασία λέγεται δημοκρατία, και δεν έχει πάντοτε τα αποτελέσματα που μας ικανοποιούν, όταν ο σοφός λαός ασκεί την κρίση του.
Γίνεται πολύς λόγος για τη σύγκριση του Κυριάκου Βελόπουλου με τη Χρυσή Αυγή. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι ο Κυριάκος Βελόπουλος έγινε ευρύτερα γνωστός όταν ανέλαβε τη διοργάνωση μιας ετήσιας φιέστας της ακροδεξιάς στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στον αδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για την οποία έχει πει: «Δεν την ξεκίνησα την εκδήλωση. Την ξεκίνησε η Χρυσή Αυγή, ξεκαθαρισμένα, και ο αείμνηστος Καψάλης. Αυτοί είναι οι προπομποί, αυτοί ήταν οι μπροστάρηδες. Ακολούθησε ο Δίαυλος Ελλήνων». Το έξοχο πόνημά του Η Ελλάδα αιμορραγεί αναφέρει στον πρόλογο τις οφειλές στον Καψάλη (του Στόχου), τον Γεωργαλά (της χούντας), τον Πλεύρη (ναζί μπαμπά, όχι γιο βουλευτή ΝΔ). Τελευταία πινελιά στις πληροφορίες που έχει συλλέξει ο Δ. Ψαρράς στο βιβλίο του για την τηλεοπτική αναγέννηση της ακροδεξιάς είναι πως ο Βελόπουλος είχε κάνει το λάθος να εκφραστεί υπέρ του δωδεκάθεου, για τους γνωστούς εθνικοσοσιαλιστικούς λόγους, και στη συνέχεια χρειάστηκε να οργανώσει εκδήλωση μεταμέλειας για να ικανοποιήσει το θρησκευόμενο κοινό των οπαδών του.
Με τούτα και μ’ εκείνα, αυτός ο άνθρωπος εξελέγη στη βουλή ως αρχηγός κόμματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν για τη θέση του στον πολιτικό χάρτη: είναι γνήσιο τέκνο της ακροδεξιάς συνωμοσιολογικής αρλούμπας, που όμως δεν διαθέτει στο κόμμα του τάγματα εφόδου. Αυτό είναι κάτι θετικό. Έτσι, παρά την απαισιοδοξία όσων υποστηρίζουν ότι κάποιες ψήφοι «απλώς μετακινούνται», επιμένω ότι η σύνδεση με αντεροβγάλτες συνιστά τεράστια και κρισιμότατη διαφορά, σε σχέση με τη διατύπωση εθνικιστικών/ρατσιστικών απόψεων, που βεβαίως συναντά κανείς σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα.
Νέα Δημοκρατία
Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα το οποίο θα πρέπει να επαινεθεί για την φιλαλήθειά του. Όχι στο Μακεδονικό, αλλά τουλάχιστον στην οικονομική πολιτική. Το επταήμερο εργασίας, το ασφαλιστικό Πινοσέτ, οι ιδιωτικοποιήσεις χωρίς ταμπού σε εμβληματικές επενδύσεις που τρώνε δάση, αρχαία και περιβάλλον στο όνομα της ιδιωτικής κερδοφορίας είναι οι πυλώνες του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φρόντισε να μην υποσχεθεί τίποτε άλλο εκτός από περισσότερη καταστολή. Με αυτήν την έννοια θα φέρει ένα πρόγραμμα το οποίο θα πλήττει μέχρι δακρύων και σπαραγμών τα λαϊκά στρώματα την ώρα που θα τους προσφέρει απλόχερα τάξη και ασφάλεια, δηλαδή αστυνομική βία απέναντι στους μεγάλους εχθρούς της κοινωνίας που λέγονται πανεπιστημιακό άσυλο και Ρουβίκωνας.
Πρόκειται για ένα εκπληκτικό κατόρθωμα επικοινωνιακής διαχείρισης της φτώχειας.
ΜέΡΑ 25
Το ΜέΡΑ25 δεν αντιμετώπισε με μικροπολιτική και λαϊκισμό τους πολιτικούς του αντιπάλους. Βρισκόταν στην αντιπολίτευση και δεν χρησιμοποίησε τους νεκρούς στο Μάτι για να επιτεθεί στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Η ενοχοποίηση της κλιματικής αλλαγής αναφέρθηκε μόνο από την κυβέρνηση και από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Το ίδιο συνέβη και με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου ενώ πολλοί πίστευαν ότι υπάρχει μία οργανωμένη λαϊκή στήριξη στον νέο μακεδονικό αγώνα, το ΜέΡΑ25 υπερασπίστηκε τη συμφωνία, ρισκάροντας την περιθωριοποίησή του.
Κατά τη συζήτηση που είχαμε προεκλογικά στο ThePressProject είχα την εντύπωση ότι σε κάθε ένα από τα πεδία στα οποία εκλήθη να τοποθετηθεί ο γραμματέας του ΜέΡΑ25 (όχι μόνο την οικονομία, αλλά και το περιβάλλον και την παιδεία) οι αναλύσεις ήταν ενδιαφέρουσες, τεκμηριωμένες και δεν απέπνεαν τον αέρα της στείρας κομματικής αντιπαράθεσης. Πιστεύω ότι αυτό έπαιξε ρόλο στην εκλογική του επιτυχία.
Πώς θα αντιδράσει η Νέα Δημοκρατία απέναντι στον Γιάνη Βαρουφάκη το ξέρουμε, θα προσπαθήσει να τον αντιμετωπίσει όπως αντιμετωπίζει η αριστερά τον Ανδρέα Λοβέρδο, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του να μιλήσει του απαντά «τι μιλάς εσύ που φταις για τις οροθετικές». Με τον ίδιο τρόπο η Νέα Δημοκρατία θα προσπαθήσει να αντιμετωπίζει τον Γιάνη Βαρουφάκη ρωτώντας κάθε φορά τι μιλάς εσύ που ευθύνεσαι για τη χρεοκοπία της χώρας, το κλείσιμο των τραπεζών και τα 100 ή 200 δις. Υπάρχουν δύο κρίσιμες διαφορές σε αυτή τη στρατηγική. Η πρώτη είναι ότι στη μία περίπτωση αυτό που καταγγέλλεται αληθεύει ενώ στην άλλη όχι. Η δεύτερη είναι πως η κατασκευή μιας συκοφαντικής εικονικής πραγματικότητας από τα Μέσα Ενημέρωσης μπορεί να λειτουργεί γενικά, αλλά οι ευρωεκλογές έδειξαν ότι δεν λειτούργησε αποφασιστικά στην περίπτωση του Γιάνη Βαρουφάκη. Η εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ25 είναι μία νίκη επί της τηλεόρασης πριν από όλα τα άλλα. Είναι δηλαδή αποτύπωση της αδιαφορίας 190.000 ανθρώπων για όσα με τόση επιμονή η συστημική ενημέρωση καταλογίζει στον Γιάνη Βαρουφάκη και η αποκατάσταση του διαλόγου σε μια βάση προγραμματική και ουσιαστικά πολιτική.
ΣΥΡΙΖΑ
Για τον ΣΥΡΙΖΑ σκεφτόμουν όλα τα προηγούμενα χρόνια ότι θα ήθελα να γράψω ένα κείμενο το οποίο να αποτυπώνει λεπτομερώς τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ και να το απευθύνω στον συριζαίο του μέλλοντος, όταν θα αποφασίσουν οι πρώην υπουργοί του να ξαναγίνουν αριστεροί. Δεν το έγραψα ποτέ αυτό το κείμενο και δεν θα μου λείψει. Δεν είναι η στιγμή για να εκφράζουμε τη χαιρεκακία μας. Εχω ωστόσο να προτείνω μία συμφωνία ανακωχής με τους έξαλλους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορώ να κάνω την παραχώρηση να μη λέω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αν και αυτοί σταματήσουν να λένε ότι τον έφερα εγώ. Να εξηγηθώ: Αυτή τη στιγμή οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ ούτε λίγο ούτε πολύ ετοιμάζονται να παρακολουθήσουν τη διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, που ξέρουμε ότι θα είναι μία σκληρή δεξιά διακυβέρνηση, λέγοντας ότι ευθύνεται για την επιστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη ο κόσμος που δεν στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ και ίδιως, πολύ περισσότερο, ο κόσμος που του άσκησε κριτική και συνέτεινε στην απομάκρυνση των αριστερών ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το επιχείρημα αυτό κάλλιστα θα μπορούσε να αντιστραφεί, αν κανείς αναλογιστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε μία πλήρη, ολοκληρωμένη επιχειρηματολογία υπέρ των μνημονίων, λέγοντας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και ότι η κριτική που ασκούσε αρχικά στα μνημόνια συνιστά εφηβικό ατόπημα. Δυστυχώς όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε αυτή τη λογική θα έπρεπε να έχει υπολογίσει ότι ο πρώτος ωφελημένος θα ήταν η Νέα Δημοκρατία, η οποία ζούσε εκείνη τη στιγμή την ιστορική της δικαίωση.
Προτείνω λοιπόν απέναντι σε αυτή τη σκληρή δεξιά διακυβέρνηση που έρχεται, να συμφωνήσουμε να κατηγορούμε τους ψηφοφόρους του Κυριάκου Μητσοτάκη για το ότι ήρθε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αντί να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον, προτείνω να αντιμετωπίσουμε τη δεξιά κυβέρνηση που έρχεται ασκώντας μία κριτική που είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια καθώς η ΛΑΕ δεν μπήκε στη βουλή το 2015 και ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε την αριστερά. Δεν θα είναι ανέντιμο και υποκριτικό να ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ μία κριτική για ζητήματα που όταν είχε την ευκαιρία δεν μπόρεσε να εφαρμόσει; Και μάλιστα, για να προχωρήσω τη σκέψη μου ακόμη πιο τολμηρά, δεν θα είναι ανεύθυνο και υποκριτικό απέναντι στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, να τους λες ότι όσο ήμουν εγώ δεν τα έκανα αλλά εσείς τώρα πολύ κακώς ασκείτε νεοφιλελεύθερη πολιτική; Αυτά θα ίσχυαν αν πιστεύαμε ότι πράγματι οι ιδέες της κριτικής στη μνημονιακή πολιτική είναι ανυπόστατες και σαθρές. Εγώ δεν το πιστεύω, πιστεύω ότι αυτές οι ιδέες με την υποστήριξη του κόσμου μπορούν να είναι και πάλι δραστικές. Με το καλό λοιπόν, τώρα που το κουβάρι έχει ξετυλιχτεί και ξέρουμε καλά ποιος είναι ο καθένας, να μας βρουν μπροστά τους, όπως έπρεπε να συμβαίνει εδώ και καιρό. Θα πιστεύει κανείς τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ όταν θα μιλούν εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων και θα θυμηθούν το περιβάλλον; Δεν ξέρω. Εις ό,τι με αφορά, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε κάθε αριστερή αναφορά προκειμένου να κυβερνήσει, αλλά καλό θα είναι να ακούγεται πού και πού μία ακόμη φωνή κριτικής στα μνημόνια.
Θυμάμαι έντονα, αυτές τις μέρες, τα πρόσωπα των νεαρών υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ κατά την ορκομωσία: χωρίς γραβάτα, χωρίς εμπειρία, με τη λάμψη αυτού του θαύματος που ήταν η εμπιστοσύνη των πολιτών για να διαχειριστούν την τύχη της χώρας. Δεν διαχειρίστηκαν τίποτα άλλο από τη συμφιλίωση με τις τύψεις τους. Θυμώνουν τώρα με όποιον τους ασκεί κριτική, φωνάζουν ότι τόσα γινόταν να κάνουν, τα άλλα είναι αερολογίες της ανεύθυνης αριστεράς που δεν λερώνει τα χέρια της. Τα επιχειρήματα αυτά, της αριστεράς της ευθύνης, ήταν και είναι θλιβερά.
Ας κοιτάξουμε όμως μπροστά, με ό,τι έχει απομείνει, να δούμε ποιος μπορεί να σταθεί απέναντι σε αυτό που έρχεται, που δεν θα είναι καθόλου ευχάριστο.