42γράφει ο Γιώργος Πλειός*
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γέρα» και αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα)
Φαντάζομαι ότι ήδη αρχίζει και φαίνεται προβληματική η άποψη πως η ιστορία διδάσκει. Και δεν διδάσκει γιατί δεν έχει φωνή, δεν έχει τη δική της φωνή. Την ιστορία πάντα κάποιος από εμάς την ερμηνεύει και στη συνέχεια ο ίδιος ή κάποιος άλλος τη διδάσκει. Φυσικά στο βαθμό που έχουμε γνώση των παρελθόντων γεγονότων, μπορούμε όλοι να τα ερμηνεύσουμε, δηλαδή να προσδιορίσουμε το νόημα και τη σημασία τους. Και είναι προφανές πως ανάλογα με την υποδομή μας, ερμηνεύουμε και μεταδίδουμε διαφορετικά αυτό που λέμε «ιστορία».
Προσθέτουμε ή αφαιρούμε, σκόπιμα ή από άγνοια, γεγονότα στο συμβάν, λ.χ. το χουντικό πραξικόπημα 1967 και τη χουντική διακυβέρνηση. Ερμηνεύουμε με το δικό μας τρόπο κάθε επιμέρους συμβάν (λ.χ. την κατάληψη των κτιρίων από τη χούντα, τις συλλήψεις πολιτών και πολιτικών, τη συνεργασία με την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, τις εκτοπίσεις και δολοφονίες πολιτών, κοκ). Ή τα τοποθετούμε πάλι σκόπιμα ή από άγνοια στην πραγματική τους άλλη σειρά, τους δίνουμε τη δική μας βαρύτητα (π.χ. πόσο σημαντική ήταν η καταπάτηση στοιχειωδών ελευθεριών ή ποιος ήταν ο λόγος που οι χουντικοί εγκληματίες συνέθλιψαν την αναιμική δημοκρατία, αν ήταν πολύ ή λιγότερο διεφθαρμένοι κ.λπ.).
Ναι, αυτά είναι πράγματα που και μπορεί και τα κάνει ο καθένας και η καθεμιά για περισσότερα ή λιγότερα γεγονότα και σειρές γεγονότων του παρελθόντος. Όμως στην άποψη ότι «η ιστορία διδάσκει» δεν είναι αυτό το σημαντικότερο. Το σημαντικότερο δεν είναι η «διδαχή» της ιστορίας, αλλά ποιος έχει το αναγνωρισμένο θεσμικό δικαίωμα να προσδιορίζει ποια είναι αυτή η διδαχή. Με άλλα λόγια, το σημαντικότερο πρόβλημα στην άποψη ότι η ιστορία διδάσκει, και φυσικά σε όσους την ασπάζονται, είναι ποιος έχει το δικαίωμα να επικαλείται μονοσήμαντα, χωρίς αμφισβήτηση, με δικαίωμα να επιβάλει και κυρώσεις (λ.χ. χαμηλούς βαθμούς σε μαθητές αν δεν αποδέχονται την επίσημη, αναγνωρισμένη «διδαχή» της ιστορίας από τους δασκάλους, φυλάκιση σε φαντάρους που αμφισβητούν την εκδοχή του λοχαγού τους κοκ).
Είναι περισσότερο από προφανές ότι το πιο σημαντικό στην άποψη ότι η ιστορία διδάσκει δεν είναι αυτό που διδάσκεται ως ιστορία, αλλά το ποιος τη διδάσκει. Το πιο σημαντικό δεν είναι το νόημα των παρελθόντων γεγονότων, αλλά το νόημα των παρόντων. Το πιο σημαντικό δεν είναι τι έγινε στο παρελθόν αλλά τι γίνεται τώρα, στο παρόν, τη στιγμή και κατά τη διαδικασία που διδάσκεται το παρελθόν. Το πιο σημαντικό δεν είναι τελικά να διδαχθεί η σημασία του παρελθόντος, αλλά να διατηρηθεί η «ησυχία» του παρόντος, δηλαδή αν διατηρηθεί αδιατάρακτο. Τόσο σαν άποψη όσο και σαν κατάσταση. Το πιο σημαντικό στο ότι «η ιστορία διδάσκει» δεν είναι η γνωστική της πλευρά, αλλά η πολιτική – κατεξουσιαστική της πλευρά. Συνήθως αυτή η πλευρά επικαλείται και την άποψη ότι η ιστορία διδάσκει, συνήθως αυτή η πλευρά δεν επιθυμεί ή και ενίοτε διώκει την αμφισβήτηση της καθιερωμένης ερμηνείας του παρελθόντος, διότι διαβλέπει μια αμφισβήτηση της δύναμής της να ερμηνεύει το παρελθόν, μια αμφισβήτηση της δύναμής της να επιβάλλεται στο ακροατήριό της (πολίτες, ψηφοφόροι, μαθητές, στράτευμα, πλήρωμα – με την θρησκευτική σημασία του όρου – κ.λπ.).
Όμως αυτή η πλευρά του ζητήματος αφορά την κορυφή της εξουσιαστικής πυραμίδας στο κράτος. Οι πολίτες, έτσι όπως αμφισβητούν τη διαμορφωμένη πολιτική, οικονομική, κοινωνική κ.λπ. κατάσταση, αμφισβητούν, όχι το ίδιο συχνά, και την κατεστημένη εκδοχή του παρελθόντος. Κι αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και αν η κατεστημένη εκδοχή των γεγονότων είναι ορθή. Κι αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα κι αν η αμφισβήτηση της κατεστημένης εκδοχής των γεγονότων είναι βλαπτική για αυτούς που την αμφισβητούν, δηλαδή ακόμα και όταν οι αμφισβητίες γίνονται «οι υμνητές του νεκροθάφτης τους», όπως έγραψε ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα. Γιατί αυτό που αμφισβητούν κάποιοι, όταν αμφισβητούν την ιστορία, δεν είναι τα ιστορικά γεγονότα, αλλά η εξουσία κάποιων άλλων πάνω τους σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση ζητημάτων του παρόντος, μέσω της αναγνωρισμένης θεσμικά εξουσίας να τους διδάσκουν το νόημα του παρελθόντος. Όπως και οι αναγνωρισμένοι πολιτικά «διδάσκοντες την ιστορία» από τη δική τους πλευρά, μέσω της διδασκαλίας του παρελθόντος ασκούν το δικαίωμά τους να διατηρούν το παρόν.
Όλο αυτό δεν αφορά ορισμένα μόνο την πολιτική διδασκαλία, δηλαδή τη διδασκαλία μέσα από πολιτικά και κρατικά κανάλια της πρόσφατης ιστορίας, αλλά ακόμα και της αρχαίας ή σύγχρονης ιστορίας. Το νόημα που μένει πάντως δεν είναι μόνο ότι η ιστορία δεν διδάσκει αλλά ερμηνεύεται. Πράγματι δεν διδάσκει η ιστορία αλλά διδάσκει αυτός που την διδάσκει, δηλαδή αυτός στον οποίο έχει αναγνωριστεί από το κράτος ή άλλους θεσμούς να διδάσκει μια ορισμένη, αποδεκτή ερμηνεία.
Η επιτάχυνση όμως της εξέλιξης μας φέρνει μπροστά και σε μια άλλη παραδοχή. Πως εκτός από το ότι δεν διδάσκει η ιστορία, δεν υπάρχει κάποια λογική στην εξέλιξη της ερμηνείας του παρελθόντος, δηλαδή το πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν, την ίδια την ιστορία. Οι ιδέες όσων διδάσκουν το παρελθόν και το νόημά του μπορούν να γίνουν αντιδημοφιλείς και άλλες να πάρουν τη θέση τους, και αντίστροφα στο μέλλον. Η άποψη λ.χ. ότι η ιδεολογικο-πολιτική σύγκρουση 1946 – 1949 που έλαβε χώρα στην Ελλάδα δεν ήταν «συμμοριτοπόλεμος» όπως ισχυριζόταν η νικήτρια πλευρά επί τρεις περίπου δεκαετίες, αλλά εμφύλιος, μπορούσε να αλλάξει και άλλαξε. Όμως τίποτα δεν εγγυάται ότι δεν μπορεί να υπάρξει αντιστροφή, πως δεν θα έρθουν μέρες που κάποιοι θα μιλάνε ξανά για «συμμοριτοπόλεμο» και θα επιδιώξουν να γίνει η επίσημη και κυρίαρχη εκδοχή του παρελθόντος. Κι αυτό δεν είναι κάτι που εξαρτάται από την ιστορική έρευνα αλλά από τις σχέσεις πολιτικής εξουσίας που διαμορφώνονται, εξαρτάται από την πορεία των οικονομικών, κοινωνικών συνθηκών και από τους συσχετισμούς απόψεων σε ιδεολογικό επίπεδο.
Ήδη έχει αυξηθεί το ποσοστό των Αμερικανών που πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ κέρδισαν μόνες τους τον πόλεμο, όπως έχει αυξηθεί το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη, κι όπως έχουν αυξηθεί στη χώρα μας όσοι πιστεύουν ότι η περίοδος της χούντας ήταν μια ανέμελη εκδρομή ή ότι, ακόμα περισσότερο, θα καταφέρουν να ζήσουν ή να έχουν μια καλλίτερη ζωή «τρώγοντας» τον (όποιο) διπλανό τους. Μόνο που ξεχνάνε ότι είναι και οι ίδιοι διπλανοί κάποιου άλλου. Στο καζίνο συνήθως κερδίζουν «τα μούτρα».
*Γιώργος Πλειός, Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών